«Δεν έχεις καθόλου στήθος», λέει ο Ρέινολντς Γούντκοκ, Βρετανός μόδιστρος υψηλού προφίλ.«Ναι, το ξέρω. Συγγνώμη», απαντά η Αλμα, νεαρή σερβιτόρα. Είναι το πρώτο τους ραντεβού. «Οχι, όχι», λέει ο Γούντστοκ «είσαι τέλεια». Της παίρνει τα μέτρα, ισιώνει τη στάση της, παίρνει ένα ύφασμα που πιστεύει ότι του κάνει. «Είναι δική μου δουλειά να σου βάλω λίγο (στήθος). Αν το επιλέξω». H περιγραφή αυτής της σκηνής από την  «Αόρατη Κλωστή» είναι ένας από τους λόγους που ανυπομονώ να δω την ταινία. Ο σκηνοθέτης Πολ Τόμας Αντερσον ζωντάνεψε με μια δόση ρομαντισμού και μυστηρίου τα μυστικά του μικρόκοσμου της υψηλής ραπτικής στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50, ενώ ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις που υποδύεται τον (φανταστικό χαρακτήρα) μόδιστρο Ρέινολτς Γούντκοκ σκιαγραφεί έναν εκκεντρικό, εμμονικό σχεδόν, σχεδιαστή ρούχων της καλής κοινωνίας της εποχής. Οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στη ζωή του, πελάτισσες και μούσες του, έχουν ημερομηνία λήξης.

Μοντέλο του Dior από την κολεξιόν AW 1951-1952. φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES

Μόνη σταθερά η αδελφή του, μια σιδηρά κυρία που διευθύνει τον οίκο και αναλαμβάνει καθετί πρακτικό για τον αδελφό της, ακόμη και να ανακοινώσει στις γυναίκες με τις οποίες εκείνος σχετίζεται το τέλος της σχέσης τους. Στον αντίποδά της, η γήινη Αλμα (Βίκι Κριπς), φτωχή και αδύναμη κοινωνικά αλλά με δυναμικό χαρακτήρα, η οποία ερωτεύεται τον μαιτρ, μεταμορφώνεται σε μούσα και μοντέλο του και διεκδικεί μια θέση στο ατελιέ και τη ζωή του.«Πάντα αγαπούσα τα περιοδικά μόδας, αλλά δεν ήξερα ακριβώς το γιατί», λέει ο Αντερσον, ο οποίος γνώριζε ελάχιστα για την ιστορία της μόδας πριν γράψει το σενάριο. «Σίγουρα μου άρεσε ο συνδυασμός ωραίων κοριτσιών και κομψών φωτογραφιών, αλλά αυτό που πρόσεξα τώρα ήταν πόσο όμορφα μπορεί να είναι τα ρούχα». «Η ολοκλήρωση των κοστουμιών γινόταν πάντα μέχρι τελευταία στιγμή. Συχνά θα είχαμε γύρισμα ένα πρωινό Τετάρτης και μέχρι την Τρίτη το βράδυ το τμήμα κοστουμιών εξακολουθούσε να ράβει. Ήταν μια περίπτωση όπου η ζωή μιμείται την τέχνη», λέει ο Αντερσον, αναφερόμενος σε μια σκηνή κατά την οποία το στούντιο εργάζεται όλο το εικοσιτετράωρο για να ολοκληρώσει ένα νυφικό. «Δημιουργήσαμε το δικό μας ατελιέ και το γεμίσαμε ράφτες».

 

Η παραγωγή μάλιστα προσέλαβε αληθινές μοδίστρες για την ταινία ώστε να είναι απόλυτα ρεαλιστικές οι σκηνές στο ατελιέ. Για τον σχεδιαστή κοστουμιών της ταινίας, τον Μαρκ Μπρίτζες, ήταν μια ευκαιρία να εξερευνήσει τα αρχεία των Balenciaga και Dior, όπως και τα αστέρια των λονδρέζικων ατελιέ Hardy Amies, John Cavanagh και Norman Hartnell. Ο Μπρίτζες έκανε λεπτομερή έρευνα στο Μουσείο Victoria and Albert, όπου συνειδητοποίησε ότι τα μάλλινα κοστούμια δοξάστηκαν στο Λονδίνο στα 50s, είδε ταινίες όπως το «Maytime in Mayfair», ένα αγγλικό μιούζικαλ κωμωδία του 1949 για τις μοδάτες κυρίες της κομψής γειτονιάς του Mayfair και πήγε για ψώνια με τον Ντέι Λιούις. Στο τέλος, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής και σχεδιαστής κοστουμιών ήταν έτοιμοι να δώσουν μορφή και στυλ στον Γούντκοκ, έναν εικονοκλάστη Λονδρέζο σχεδιαστή που αν κοιτάξεις προσεκτικά αποτελεί μια σύνθεση από πολλούς γνωστούς couturiers του χθες και του σήμερα: η «κολλαριστή» εμφάνισή του θυμίζει αμυδρά τον Καρλ Λάγκερφελντ, η συνήθεια να ράβει σημειώματα μέσα στα ρούχα ήταν κάτι που έκανε στ’ αλήθεια ο Αλεξάντερ Μακ Κουίν, ενώ η ενεργή συμμετοχή της αδελφής τους στη δουλειά ήταν πρακτική του Κριστομπάλ Μπαλενσιαγκά αλλά και του Τζάνι Βερσάτσε. «Καθίσαμε όλοι μαζί μια μέρα και αποφασίσαμε ότι θα εστιάσουμε στα πλούσια υφάσματα και χρώματα – αρκετή δόση δαντέλας και βέβαια British wool. Αυτές ήταν οι παράμετροι». Ο Μπρίτζες και η ομάδα του δημιούργησαν 50 σύνολα για τον οίκο του Γούντκοκ, καθημερινά ρούχα καθώς και κάποια statement κομμάτια.

Η Κοκό Σανέλ το 1957 παρατηρεί μία σιφόν βραδινή δημιουργία της.φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES
Μοντέλο της εποχής με Coco Chanel φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES

Η ταινία αντανακλά τη σχεδιαστική δυναμική του Λονδίνου της εποχής, την οποία όφειλε κυρίως στους σχεδιαστές Hardy Amies και Norman Hartnell και τις εμφανίσεις της βασιλικής οικογένειας. Ομως το κέντρο της μόδας παρέμενε φυσικά το Παρίσι. Οι οίκοι υψηλής ραπτικής όπως ο Balenciaga, ο Balmain και ο Fath προσέλκυσαν την παγκόσμια προσοχή χάρη σε ένα ολόκληρο σύμπαν κομψότητας και αίγλης. Οι άδειες για το άνοιγμα ενός οίκου υψηλής ραπτικής προστατεύονται από τη γαλλική νομοθεσία – ένας παλιότερος ορισμός περιγράφει ότι «haute couturier είναι ένας σχεδιαστής που επιμελείται τη δημιουργία χειροποίητων, κατά παραγγελία ενδυμάτων σε ένα εργαστήριο που απασχολεί τουλάχιστον 20 υπαλλήλους και έχει έδρα το Παρίσι.

 

Ο couturier οφείλει να παρουσιάζει μίνιμουμ 25 σύνολα, δύο φορές το χρόνο, τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο και να κατασκευάζει το κάθε ένδυμα στη διάρκεια πολλών προβών, κατευθείαν επάνω στο σώμα του πελάτη ή σε μια κούκλα με τις διαστάσεις του πελάτη (ο Ζιβανσί, για παράδειγμα, είχε μια κούκλα ρέπλικα της Oντρεϊ Χέπμπορν, ενώ καλές Αμερικανίδες πελάτισσες διατηρούσαν επίσης το δικό τους dummy στα παριζιάνικα ατελιέ.

Jacques Fath ανάμεσα στα σχέδια του. φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES
Η Ρίτα Χέιγουορθ με το iconic φόρεμα του Jacques Fath από την ταινία «Τζίλντα» του 1946.φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES

Εξυπακούεται πως η αμερικανική σκηνή μόδας δεν είχε το σημερινό της κύρος. Μάλιστα οι περισσότερες κλοπές πατρόν γίνονταν από Αμερικάνους (ήταν οι Κινέζοι της εποχής! Υπολογίζεται πως η σκιώδης παραοικονομία των κλεμμένων πατρόν στοίχισε εκατομμύρια φράγκα στη Γαλλία από το 1925 έως το 1928). Οι κλοπές πατρόν διώκονταν νομικά με βαριά πρόστιμα και φυλάκιση. Οταν μια Αμερικανίδα μοντέλο συνελήφθη με κλεμμένα σχέδια Dior και Fath, το 1949, το πρόστιμο έφτανε τις 9.000 ευρώ. Από τους 200 οίκους υψηλής ραπτικής πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο 11 επιβίωσαν στο μεταπολεμικό Παρίσι, που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του χάρη στο New Look του Κριστιάν Ντιόρ. Σχεδόν 135 ώρες χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί καθένα από αυτά τα Dior φορέματα που το εσωτερικό τους έμοιαζε με καθεδρικό ναό. Οπως θυμούνται παλιές πελάτισσες, μια τουαλέτα είχε τόσα μέτρα υφάσματος που μπορούσε να σταθεί όρθια από μόνη της. Και η ιεραρχία μέσα στους οίκους ήταν το ίδιο δομημένη όσο και τα φορέματά τους. Στην κορυφή της ιεραρχίας του ατελιέ ήταν η directrice, αυστηρή και παντοδύναμη, αφού μπορούσε ακόμη και να απορρίψει πελάτισσες, όπως η Σουζάν Λουλίνγκ στον Dior που έδιωξε δυο Αγγλίδες δούκισσες γιατί τις βρήκε κακοντυμένες. Η δεσποινίς Ρενέ στον Balenciaga ήταν πιο διακριτική και συμβούλευε την πελάτισσα να δοκιμάσει πάλι την τύχη της σε μερικούς μήνες. Και η αναμονή άξιζε. «Όταν μια γυναίκα έμπαινε σε ένα δωμάτιο φορώντας Balenciaga καμία άλλη δεν υπήρχε, όπως έχει πει η Νταϊάνα Βρίλαντ.

Pierre Balmain (1914-1982), couturier français et Paulette Caillaud. Paris, 29 août 1952. RV-711574φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES
Hubert De Givency- Ο σχεδιαστής στο ατελιέ του το 1958 επιμελείται ένα φόρεμα με μοντέλο τη μούσα του Οντρεϊ Χέπμπορν. φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES

Ο θάνατος του Κριστιάν Ντιόρ το 1957 ήταν η αρχή του τέλους αυτής της χρυσής εποχής. Ο πλανήτης άλλαζε. Με τις αλλεπάλληλες κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές η μόδα μεταφέρθηκε από τα ατελιέ και τα δοκιμαστήρια στις μπουτίκ και στους δρόμους. Οι οίκοι μόδας αναζήτησαν νέες αγορές. Δημιούργησαν αρώματα, άνοιξαν καταστήματα και έδωσαν τα δικαιώματα από μερικά σχέδιά τους σε ξένους κατασκευαστές. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 οι κορυφαίοι οίκοι είχαν γίνει παγκόσμια brands. Ωστόσο, η κληρονομιά της τέχνης και τoυ χειροποίητου κατάφερε να επιβιώσει στους υπόλοιπους μεγάλους οίκους του Παρισιού και στα bespoke εργαστήρια της Savile Row.Ο Jean-Paul Gaultier, o τελευταίος Γάλλος σχεδιαστής που διατηρεί οίκο υψηλής ραπτικής με το όνομά του, έχει δηλώσει: «Δεν είμαι προφήτης, αλλά το προαίσθημά μου λέει ότι πάντα θα υπάρχει υψηλή ραπτική.

Η πριγκίπισσα Μάργκαρετ το 1960 με νυφικό Norman Hartnell φωτο: AFP / VISUALHELLAS.GR, TOPHOTO/ AK IMAGES

Και σε μια εποχή κρίσης χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερα από αυτά τα μικρά όνειρα. Το μέλλον της χρειάζεται τη μετάδοση αυτού του savoir faire. Θα κάνουμε τα πάντα για να το κρατήσουμε ζωντανό». Αλλωστε, υψηλή ραπτική σημαίνει κομψότητα. Και κομψότητα είναι η τέχνη του να είσαι εκπληκτική χωρίς να προκαλείς έκπληξη. Κάπως σαν τις ερμηνείες του Ντέι Λιούις που δήλωσε ότι με αυτό το ρόλο του couturier αποχαιρετά για πάντα την υποκριτική. Θα είναι το τέλος μιας golden age και αρνούμαστε να το δεχτούμε.__

H ταινία Αόρατη Κλωστή θα παίζεται στις αίθουσες από την 1η Φεβρουαρίου, με τον ίδιο τον Daniel Day Lewis να είναι παρόν στην επίσημη πρεμιέρα στο ΚΠΙΣΝ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below