Τρεις γυναίκες έκαναν το επαγγελματικό όνειρό τους πραγματικότητα, για να το απομυθοποιήσουν στη συνέχεια. Τελικά, αποφάσισαν να στραφούν προς λιγότερο «λαμπερές» ή συναρπαστικές επιλογές καριέρας, αλλά με πιο ανθρώπινες συνθήκες. Ακολουθεί ένα μέρος από τις μαρτυρίες τους, που καταρρίπτουν τα στερεότυπα των success stories, τις οποίες μοιράστηκαν με το The Cut.

Η 41χρονη Cara ήταν δημοσιογράφος σε περιοδικό και έγινε κειμενογράφος σε εταιρεία τεχνολογίας:

«Όταν ήμουν είκοσι χρονών, ήθελα να γράφω σε περιοδικά. Νόμιζα ότι θα είναι όπως όταν έγραφα στην εφημερίδα της σχολής, όπου πήγαινα δωρεάν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και μετά έγραφα γι’ αυτές. Άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας με προειδοποιούσαν ότι τα περιοδικά πεθαίνουν, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Στην πρώτη μου δουλειά σε περιοδικό έβγαζαν σχεδόν 30.000 δολάρια τον χρόνο, που θεωρούσα μια χαρά, αφού περνούσα πραγματικά καλά και το απολάμβανα, τουλάχιστον για λίγο.

»Αλλά έτρωγα και πολλές “σφαλιάρες” που δεν περίμενα. Μου έβαζαν τις φωνές. Υψηλόβαθμα στελέχη πετούσαν πράγματα σε όλους στο γραφείο. Η λεκτική κακοποίηση είχε κανονικοποιηθεί πλήρως. Τη μια μέρα το αφεντικό ήταν σε φάση, “ω, αυτό είναι ιδιοφυές, αυτή η δουλειά είναι πολύ καλή” και την επόμενη “αυτό είναι απαράδεκτο, μας ντροπιάζεις, πώς τολμάς να εμφανίζεσαι εδώ;”.

»Είχα μια προϊσταμένη που έκανε τη ζωή μου κόλαση. Δεν με είχε προσλάβει εκείνη και πιστεύω ότι δεν της άρεσε το ότι δεν είχα τελειώσει ένα συγκεκριμένο ιδιωτικό σχολείο. Και οι ώρες που δουλεύαμε ήταν τρελές, 12ωρα και Σαββατοκύριακα. Ακόμα και στις διακοπές περίμεναν από εμένα να τσεκάρω και να απαντάω στα email μου. Η στάση τους ήταν, “είσαι τυχερή που έχεις αυτή τη δουλειά, δεν σου αξίζει να παίρνεις έναν βιώσιμο μισθό – για την ακρίβεια, εσύ θα έπρεπε να μας πληρώνεις”».

«Ακόμα και στις διακοπές περίμεναν από εμένα να τσεκάρω και να απαντάω στα email μου. Η στάση τους ήταν, “είσαι τυχερή που έχεις αυτή τη δουλειά, δεν σου αξίζει να παίρνεις έναν βιώσιμο μισθό – για την ακρίβεια, εσύ θα έπρεπε να μας πληρώνεις”».

Μετά από χρόνια, και ένα σοβαρό περιστατικό λεκτικής κακοποίησης, είχε μια στιγμή επιφοίτησης και αποφάσισε ν αφήσει το περιοδικό και να πιάσει δουλειά ως κειμενογράφος σε μια εταιρεία τεχνολογίας. Της πήρε χρόνο να ξεπεράσει τα τραύματα του παρελθόντος: «Όταν κάτι πήγαινε στραβά στη δουλειά, καθόμουν στο γραφείο μου πλημμυρισμένη από φόβο, σαν ένα σκυλί που περίμενε να με κλωτσήσουν. Αλλά η κλωτσιά δεν ερχόταν ποτέ. Κι εγώ ήμουν σε φάση, για δες. Κανένας δεν πετούσε πράγματα. Ήταν σαν να είχα ανακαλύψει μια διέξοδο κινδύνου προς μια πολύ καλύτερη ζωή. Έμαθα ότι μπορούσα να δουλεύω πολύ λιγότερο, να βγάζω πολύ περισσότερα χρήματα και να μη χρειάζεται να ασχολούμαι με ανοησίες».

Η 31χρονη Beth είχε τον δικό της φούρνο αλλά πλέον απασχολείται ως μάνατζερ σε μια εταιρεία διανομής τροφίμων και ποτών:

«Όταν πήγαινα σχολείο, δούλευα σε μια καφετέρια στο χωριό όπου είχα μεγαλώσει και μου άρεσε πολύ. Στην αρχή ήμουν πίσω από τον πάγκο και το διασκέδαζα. Με επισκέπτονταν οι φίλοι μου στις βάρδιες και σιγά σιγά γνώρισα τους θαμώνες. Μετά άρχισα να δουλεύω στην κουζίνα, φτιάχνοντας μπισκότα και μάφιν και τέτοια πράγματα. Είχα τη ρομαντική ιδέα να ανοίξω τη δική μου σοκολατερί, περίπου όπως στην ταινία “Chocolat”. Γράφτηκα σε σχολή μαγειρικής, μου φάνηκε το επόμενο λογικό βήμα.

»Μετά την αποφοίτησή μου δούλεψα σε πολλές κουζίνες και ανέλαβα διάφορα catering για μικρές επιχειρήσεις μέχρι να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση. Βρήκα ένα μικρό κατάστημα και υπέγραψα ενοικιαστήριο για έναν χρόνο. Το νοίκι ήταν κάτι παραπάνω από 1.000 δολάρια τον μήνα.

»Από πολλές απόψεις ήταν όλα όσα είχα ονειρευτεί. Μου άρεσε να είμαι μέρος μιας κοινότητας, να έρχονται γονείς με τα παιδιά τους, να βλέπω ζευγάρια σε ραντεβού ή κόσμο να αγοράζει κεράσματα για γιορτινές περιστάσεις. Έγραψαν καλά λόγια για εμάς σε τοπικές εφημερίδες. Ακόμα και οι γονείς μου, που αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη την καριέρα μου, ήταν πραγματικά περήφανοι.

»Αλλά όταν πέρασε ο μήνας του μέλιτος, η δουλειά έγινε ανελέητη. Προσέλαβα προσωπικό αλλά ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ – στην καλύτερη περίπτωση έφευγαν μετά από λίγους μήνες. Τα πρωτόκολλα ενός φυσικού καταστήματος επίσης δεν είναι καθόλου διασκεδαστικά. Πρέπει να ακολουθείς κανόνες πυρασφάλειας και υγειονομικούς κώδικες και όλα τα σχετικά. Μπορεί να είχα έναν καλό μήνα και μετά έναν κακό και προσπαθούσα διαρκώς να σκεφτώ νέους τρόπους να προσελκύω πελατεία. Συνεργαστήκαμε με τοπικά εστιατόρια κι αυτό ήταν ωραίο αλλά μετά το εστιατόριο άλλαζε μενού και έπρεπε να σκεφτώ κάτι καινούριο. Μετά βίας έβγαζα κάποια χρήματα για εμένα – ίσα ίσα για να καλύπτω το δικό μου νοίκι. Θυμάμαι να βγαίνω για ποτό με μια φίλη και να είμαι σε φάση, “απλά θέλω μια χαζή δουλειά, να δουλεύω για κάποιον άλλο, να μην είμαι διαρκώς στο πόδι και να πρέπει συνέχεια να σκέφτομαι”».

«Όταν πέρασε ο μήνας του μέλιτος, η δουλειά έγινε ανελέητη. Προσέλαβα προσωπικό αλλά ήταν δύσκολο να το διαχειριστώ – στην καλύτερη περίπτωση έφευγαν μετά από λίγους μήνες. Τα πρωτόκολλα ενός φυσικού καταστήματος επίσης δεν είναι καθόλου διασκεδαστικά. Πρέπει να ακολουθείς κανόνες πυρασφάλειας και υγειονομικούς κώδικες και όλα τα σχετικά».

Η αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησής της στην πανδημία ήρθε ως ανακούφιση και άρχισε να ψάχνει καινούρια δουλειά. Τελικά, βρήκε σε μια μεγάλη εταιρεία διανομής τροφίμων και ποτών. «Δεν είναι τόσο δημιουργική ή λαμπερή ή συναρπαστική για να μιλάω γι’ αυτήν σε άλλους στα πάρτι, αλλά τουλάχιστον πλέον έχω χρόνο να πηγαίνω σε πάρτι γιατί δεν δουλεύω ασταμάτητα! Έχω σταθερό εισόδημα, πάνω από 70.000 δολάρια τον χρόνο, ιατρική ασφάλιση και άδεια μετ’ αποδοχών και δουλεύω μπροστά σε υπολογιστή, αντί να είμαι σε ορθοστασία όλη τη μέρα. Δεν ξέρω αν θα το κάνω για πάντα αλλά για την ώρα είναι τέλειο».

Η 38χρονη Jessica ήταν art director σε οίκο μόδας και σήμερα είναι project manager σε εταιρεία τεχνολογίας:

«Στο πανεπιστήμιο σπούδασα φωτογραφία αλλά είναι στον χαρακτήρα μου να αναζητώ τη σταθερότητα, τη ρουτίνα και έναν στάνταρ μισθό. Έτσι σκέφτηκα να δουλέψω κάπου ως photo director. Μετά την αποφοίτησή μου ξεκίνησα κάνοντας την πρακτική μου ως χαμηλά αμειβόμενη σε ένα περιοδικό στη Νέα Υόρκη και κατάφερνα να βγάζω τα προς το ζην συγκατοικώντας με το τότε αγόρι μου, σήμερα σύζυγό μου, και ένα ακόμα άτομο. Αλλά ήταν τρομακτική περίοδος. Είχα φοιτητικά δάνεια και όταν έπρεπε να αρχίσω να τα πληρώνω ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Τελικά, βρήκα την πρώτη μου κανονική δουλειά ως photo assistant σε μια έκδοση όπου έβγαζα 34.000 δολάρια τον χρόνο με υπερωρίες και ένιωθα πλούσια».

Όταν έκλεισε εκείνη η εταιρεία απασχολήθηκε για κάποια χρόνια, είτε ως freelancer είτε ως υπάλληλος, σε διάφορες δουλειές, μέχρι που βρήκε κάποια που έμοιαζε να κάνει πραγματικότητα τα όνειρά της: σε έναν πολυτελή οίκο μόδας.

«Αμέσως όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν ό,τι είχα φανταστεί. Ως υπάλληλος του τμήματος φωτογραφίας, δεν μπορούσα να πάρω καμία δημιουργική πρωτοβουλία. Ήμουν απλά μια μεσάζοντας ανάμεσα σε αντικρουόμενα μέρη. Και ο εργοδότης μου φαίνεται πως θεωρούσε ότι όλες εκείνες οι συγκρούσεις είχαν τελικά καλύτερα αποτελέσματα. Εμμέσως ενθάρρυνε τις άσχημες συμπεριφορές και μια κουλτούρα φόβου. Ουσιαστικά, έπρεπε να μανατζάρω εγωκεντρικές συμπεριφορές, να αντιμετωπίσω διαφορετικούς συνεργάτες και να λειτουργήσω σαν θεραπεύτρια και λαντζέρισσα στις παραγωγές.

«Ήμουν απλά μια μεσάζοντας ανάμεσα σε αντικρουόμενα μέρη. Και ο εργοδότης μου φαίνεται πως θεωρούσε ότι όλες εκείνες οι συγκρούσεις είχαν τελικά καλύτερα αποτελέσματα. Εμμέσως ενθάρρυνε τις άσχημες συμπεριφορές και μια κουλτούρα φόβου».

»Η στιγμή επιφοίτησης ήρθε όταν, στον δρόμο μου για το σπίτι φίλων, μου ήρθε ένα email από προϊστάμενο, για τις λεπτομέρειες μιας φωτογράφισης, όπου μου ζητούσε να απαντήσωτώρα“. Τότε εγώ έπρεπε να κυνηγήσω άλλους, που επίσης είχαν τα δικά τους σχέδια για το Σαββατοκύριακο, για ένα θέμα που δεν ήταν καθόλου επείγον. Και ήμουν σε φάση, “δεν θέλω να συνεχίσω να το κάνω, δεν αμείβομαι αρκετά καλά”. Ποιο ήταν το νόημα άλλωστε; Μιλάμε για τη φωτογράφιση μίας ημέρας, κάποιων λαμπερών ανθρώπων με λαμπερά ρούχα – δεν άλλαζε κάτι σημαντικό στον κόσμο αλλά με έκανε να νιώθω αγχωμένη, αναστατωμένη και ασήμαντη. Ήταν σαν να είχα κερδίσει σε έναν διαγωνισμό κατανάλωσης τούρτας, με έπαθλο περισσότερη τούρτα».

Δεν έβλεπε επίσης προοπτικές, στην καλύτερη περίπτωση θα έπαιρνε τη θέση του προϊσταμένου της, οπότε θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει τις ίδιες καταστάσεις από άλλο πόστο. Αφορμή για την αποχώρησή της στάθηκε μια καινούρια δουλειά του συζύγου της σε άλλη περιοχή των ΗΠΑ, οπότε ξεκίνησε κι εκείνη την αναζήτηση. Σήμερα είναι project manager σε εταιρεία τεχνολογίας, «μια θέση που δεν είναι καθόλου σέξι αλλά είναι σταθερή και έχει λύσεις για κάθε πρόβλημα. Επίσης δεν αντιμετωπίζω απολύτως καμία από τις συμπεριφορές που έπρεπε να ανέχομαι στην παλιά μου δουλειά. Αν έχεις πρόβλημα με κάποιον, απλά το συζητάς με τον συνεργάτη σου σαν ενήλικας. Αν δεν αρέσει κάτι στον προϊστάμενό σου, κάνεις ένα μίτινγκ και βρίσκεις λύσεις για να το διορθώσεις, αντί να κατηγορεί ο ένας τον άλλο. Κι αυτό είναι μάλλον το σημαντικότερο. Ότι υπάρχει μια ατμόσφαιρα συνεργασίας, όχι κάποια αυστηρή ιεραρχία όπου αυτός που βρίσκεται στην κατώτερη θέση βρίσκεται να κατηγορείται για τα πάντα».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below