«Η Ελληνική Λυρική Σκηνή είναι ένα όνειρο», είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει ο υπέροχος Άνταμ Σμιθ, ένας τενόρος περιζήτητος σε ολόκληρο τον κόσμο, το μεσημέρι που συναντιόμαστε λίγο πριν από την πρόβα της όπερας του Ζακ Όφενμπαχ, «Τα Παραμύθια του Χόφμαν», που συνεχίζεται έως τις 8 Ιανουαρίου με μεγάλη επιτυχία στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ.
Ο Σμιθ υποδύεται τον Χόφμαν σε ένα συγκλονιστικό ανέβασμα της δραματικής όπερας, σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Κρίστοφ Βαρλικόφσκι, που είδε την υπόθεση της όπερας μέσα από το πρίσμα της Έβδομης Τέχνης, με επιρροές από κινηματογραφικά έργα όπως τα «A Star is Born», «The Shining» και «Inland Empire». Στον πυρήνα του έργου βρίσκονται τρεις γυναικείες μορφές, η άψυχη κούκλα Ολυμπία, η σοβαρά ασθενής τραγουδίστρια Αντωνία και η εταίρα Τζουλιέτα, που ουσιαστικά συνθέτουν την πριμαντόνα Στέλλα, με την οποία είναι ερωτευμένος ο Χόφμαν. Η συνάντησή του με καθεμία από αυτές, η χειραφέτηση μιας αινιγματικής και πολύπλοκης γυναίκας και οι απογοητεύσεις ενός καλλιτέχνη σε κρίση στοιχειοθετούν ένα διάλογο μεταξύ της ιστορίας και του αφηγητή σε ένα εντυπωσιακό ανέβασμα.
Ο Άνταμ Σμιθ είναι πολύ χαρούμενος που βρίσκεται στην Αθήνα και φανερά εντυπωσιασμένος από τις εγκαταστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Συζητάμε για όσα συμβαίνουν στην Όπερα του Λονδίνου, που αναγκάζεται να φύγει από τη βάση της στην αγγλική πρωτεύσουσα, ίσως για το Μάντσεστερ, αλλά και το γεγονός ότι μετά την πανδημία ο κόσμος στην Αγγλία δεν επέστρεψε στις αίθουσες για να παρακολουθήσει ζωντανά όπερα όπως πριν. «Δεν βοήθησαν τα live stream και οι τηλεοπτικές αναμεταδόσεις. Η όπερα όμως δεν είναι κάτι που βλέπεις μέσα από το γυαλί, δεν περνάει μέσα από την ηχογράφηση. Είναι μια τελείως διαφορετική εμπειρία που βιώνεται μόνο ζωντανά, υπάρχει μια αυθεντικότητα που δεν συγκρίνεται με καμία καταγραφή. Τα social media εκπαίδευσαν τον κόσμο στη μικρή φόρμα και τη μικρή διάρκεια, το κυνήγι του γρήγορου like. Ως καλλιτέχνης δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Μόνο να εμφανιστώ στη σκηνή και να προσπαθήσω να συγκινήσω τον κόσμο».
Ο Άνταμ Σμιθ άρχισε μαθήματα βιολιού όταν ήταν μόλις 3 ετών και συνέχισε με μαθήματα πιάνου και τραγουδιού. «Έχω τρεις αδελφούς και μεγαλώσαμε όλοι μαθαίνοντας να παίζουμε μουσικά όργανα, αλλά εγώ άρχισα αμέσως να συμμετέχω και σε έργα. Από μικρός ήθελα να είμαι το κέντρο της προσοχής. Το να ερμηνεύω μπροστά σε κόσμο μού φαινόταν κάτι πολύ φυσικό, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Από παιδάκι ήθελα να παίζω βιολί μπροστά σε κόσμο, να με βλέπουν και να με ακούν. Ήμουν περίπου στα 16 όταν οι τρεις τενόροι σάρωναν τον κόσμο με την επιτυχία τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη φωνή του Παβαρότι, αλλά τότε δεν είχα πάρει ακόμη την απόφαση. Άρχισα να κάνω μαθήματα για να κάνω καριέρα στο μουσικό θέατρο, αλλά σε μια οντισιόν για μπαλέτο (στο μουσικό θέατρο οι ηθοποιοί πρέπει να είναι εξίσου καλοί στην υποκριτική, στη μουσική και το χορό), αισθάνθηκα ότι κάνω κάτι πολύ λάθος. Τότε ήταν που η μητέρα μου μού πρότεινε να επικεντρωθώ στο κλασικό τραγούδι». Αναρωτιέμαι αν η μητέρα του έχει σχέση με τη μουσική. Η απάντησή του ξεχειλίζει αγάπη και περηφάνια: «Η μητέρα μου είναι απλώς μια πάρα πολύ έξυπνη γυναίκα. Έτσι άρχισα να σπουδάζω κλασική μουσική, πρώτα στο Μάντσεστερ, όπου μέναμε, και μετά στο Λονδίνο. Εκεί συνειδητοποίησα τι είδους φωνή έχω». Ακολούθησε μια φανταστική καριέρα, με κάθε εμφάνισή του να συνοδεύεται από διθυράμβους.
«Κάθε ντεμπούτο ήταν για μένα σημαντικό και έχει συναισθηματική αξία, αλλά πρόσφατα έκανα το ντεμπούτο μου στο Λονδίνο, επιτέλους, ως Καβαραντόσι στην “Τόσκα” και ένιωσα υπέροχα γιατί ήταν η πόλη όπου σπούδασα, υπήρχαν παλιές ανασφάλειες… Μια ξεχωριστή στιγμή για μένα ήταν πριν από την πανδημία σε ένα ανέβασμα της “Μποέμ” στην Καρολίνα, όπου η αντίδραση του κοινού, στην ερμηνεία μου ειδικά, ήταν αξέχαστη. Στην παράσταση “Τόσκα” στην Μπογκοτά πέρυσι έζησα κάτι μοναδικό. Μετά την άρια της τρίτης πράξης ξεκίνησε ένα χειροκρότημα και δεν έλεγε να σταματήσει. “Α, αυτή είναι μια στιγμή όπου αισθάνεσαι ντίβα”, είπε η γυναίκα μου (σ.σ.: η σοπράνο Κορίν Γουίντερς). Χειροκροτούσαν και χειροκροτούσαν ενώ ήμουν γονατιστός και σκεφτόμουν: «Θεέ μου, ελπίζω να μη χρειαστεί να το επαναλάβω! Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε γιατί στην Μπογκοτά το υψόμετρο είναι 2.500 μέτρα και παρόλο που είμαι σε καλή φυσική κατάσταση δεν ήταν εύκολο να τραγουδάς εκεί. Το κοινό ήταν υπέροχο, μας αγκάλιασε και θα επιστρέψω για δύο παραστάσεις τον Φεβρουάριο. Πριν από την πανδημία ήμουν στην “Μποέμ” στην Καρολίνα και εκεί η αντίδραση του κοινού ήταν αληθινά συγκινητική. Και βέβαια η εμφάνισή μου σε διπλό ρόλο, του Λουίτζι και του Ρενούτσο στον “Μανδύα” από το “Τρίπτυχο” του Πουτσίνι στην Όπερα Λα Μονέ των Βρυξελλών».
Η Όπερα Λα Μονέ είναι συμπαραγωγός με την Εθνική Λυρική Σκηνή στα «Παραμύθια του Χόφμαν», που σκηνοθετεί ο Κρίστοφ Βαρλικόφσκι στην Αθήνα. «Τον λατρεύω προφανώς και εκτιμώ αφάνταστα το γεγονός ότι ποντάρει στην ενέργεια που φέρνει κάθε ερμηνευτής σε έναν ρόλο. Θα έλεγα ότι έχω μια άνεση στη σκηνική μου παρουσία, ξέρω πολύ καλά τη μουσική και έχω την επιθυμία να εκπληρώσω στο έπακρο το όραμα του σκηνοθέτη μου. Βλέπω τι πάει να κάνει και θέλω να το υπηρετήσω όσο πιο σωστά μπορώ. Ο Χόφμαν είναι το όνειρο ενός τενόρου, κι ας είναι ένας μεγάλος και εξουθενωτικός ρόλος. Σε αυτή την εκδοχή του έργου είδαμε τον Χόφμαν ως κινηματογραφικό σκηνοθέτη. Τον συναντάμε στο τέλος της καριέρας του, κατεστραμμένο και αλκοολικό, να αναπολεί όσα έζησε με τη Στέλλα/Νίκι Γκρέις, την πρωταγωνίστριά του. Κι έτσι οι τρεις ιστορίες του Χόφμαν γίνονται τρεις ταινίες με πρωταγωνίστριες την Ολύμπια, που είναι ρομπότ/κούκλα και συμβολίζει την εμμονή με τον έρωτα, την Αντωνία, που δεν μπορεί να σταματήσει να τραγουδά, και, τέλος, την Τζουλιέτα, μια πορνοστάρ, εκεί όπου τα πράγματα γίνονται πραγματικά βρώμικα».
Προφανώς, στον Άνταμ Σμιθ αρέσουν οι προκλήσεις. «Όταν τα πράγματα είναι εύκολα, η ζωή είναι βαρετή. Ο κόσμος της μουσικής κάνει τη ζωή μου ενδιαφέρουσα. Θέλω να συνεχίσω να εκφράζομαι καλλιτεχνικά, να συνεργάζομαι με διευθυντές ορχήστρας που σε βοηθούν να τραγουδήσεις καλύτερα, να συναντώ συναδέλφους με τους οποίους δημιουργούμε ωραίες παραστάσεις. Δεν πιστεύω ότι είμαστε τυχεροί που είμαστε καλλιτέχνες. Είμαστε όσο τυχεροί είναι και αυτοί που έρχονται να μας παρακολουθήσουν. Με αυτόν τον τρόπο συμμετέχουμε όλοι στον πολιτισμό. H πνευματική καλλιέργεια είναι πολλή σημαντική για την ψυχική μας υγεία. Αν δεν παλεύουμε για τον πολιτισμό, τότε γιατί παλεύουμε; Τι άλλο υπάρχει;».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2023 του Marie Claire.