Με δυο ταινίες , τη «Λόλα» και τα «Κόκκινα Φανάρια» που αποτέλεσαν ύμνο στο περιθώριο και τα κορίτσια του πληρωμένου έρωτα, η φημισμένη Τρούμπα αποθεώθηκε από τον κινηματογράφο. Μάλιστα, η αείμνηστη Τζένη Καρέζη, έφθασε μέχρι της Κάννες με το ρόλο της στα «Κόκκινα Φανάρια» ενώ ο τεράστιος Νίκος Κούρκουλος έγινε το σύμβολο του μάγκα της πιάτσας, που ήταν λεβέντης με μπέσα και λεβεντιά αν και «πρώτο μαχαίρι». Ήταν ο περίφημος διάλογός του με τον Σπύρο Καλογήρου, από τον οποίο έμεινε η ατάκα «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», εννοώντας την αμοιβή του Καλογήρου από έναν ιδιοκτήτη καμπαρέ ( Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) προκειμένου να σκοτώσει το Νίκο Κούρκουλο που δεν τον ήθελε στα πόδια του.
Ο τραγουδιστής Ηλίας Κλωναρίδης, σε συνέντευξή του αναφερόμενος στα κατά τα λοιπά περιθωριακά καμπαρέ της περιοχής είχε πει πως «Τα μαγαζιά εκεί, ήταν τα μόνα στα οποία ήταν σίγουρο ότι δεν θα χάσεις μεροκάματο.»
Η ιστορία
«Κάθε κοπέλα που ζούσε από την πορνεία, έκρυβε και μια τραγική ιστορία. Τόσο κλισέ, αλλά τόσο αληθινή»
Μέχρι τη δεκαετία του 40, οι οίκοι ανοχής, λειτουργούσαν στη Δραπετσώνα και μάλιστα υπο την επίβλεψη του κράτους. Ήταν τα περίφημα «Βούρλα» τα οποία έκλεισαν και με αυτόν τον τρόπο, η πορνεία αποκρατικοποιήθηκε. Τα καμπαρέ ως καταστήματα, προϋπήρχαν στην Τρούμπα, οπότε, εκεί μεταφέρθηκαν και τα πορνεία, κυρίως δε στην οδό Νοταρά. Το όνομά της, η Τρούμπα, το πήρε από την τρόμπα, η οποία υπήρχε στην περιοχή κι έδινε νερό στα καράβια του εμπορικού και του βασιλικού ναυτικού. Παραφράστηκε, κι απέκτησε το όνομα που την έκανε θρύλο.
«Η Μπέμπα, ήταν η εξειδικευμένη πόρνη που αναλάμβανε να μάθει τα μυστικά του έρωτα στα αγόρια των εξατάξιων γυμνασίων. Είχε τον τρόπο της. Ήταν το όνομα στο οποίο οι πατεράδες έφερναν τους γιούς τους για να γίνουν άντρες. Οι μισοί περίμεναν να βάλουν τα αγόρια μέσα κάνοντας τσιγάρο κι οι άλλοι μισοί περίμεναν να βγει ο γιος τους έξω, άντρας πλέον»
Οι «δηλωμένες» και οι «καλντεριμιτζούδες»
Στην περιοχή ήταν δηλωμένες στην αστυνομία και είχαν χαρτιά περίπου 500 γυναίκες. Για να μπορέσει μια κοπέλα να εργαστεί νόμιμα ως πόρνη έπρεπε να είχε κλείσει τα 21 της χρόνια. Υπήρχαν όμως πολλές αδήλωτες οι λεγόμενες «καλντεριμιτζούδες». Αυτές είχαν και τα «τραβήγματα» με την αστυνομία. Συνήθως οι συλλήψεις τους περνούσαν τρία στάδια: Την πρώτη φορά, τους γινόταν μια επίπληξη και τους δινόταν μια τύπου συμβουλή ( η αστυνομία τις παρότρυνε να αλλάξουν δουλειά λέγοντάς τους ότι αξίζουν κάτι καλύτερο). Τη δεύτερη φορά, τις απειλούσαν ότι θα τις δήλωναν και θα γίνονταν επισήμως ιερόδουλες. Την τρίτη φορά, απλά το έπρατταν, δηλαδή τους έβγαζαν χαρτιά και ήταν πλέον πόρνες και με τη «βούλα», ενώ ήταν υποχρεωμένες να περνούν και από γιατρούς. Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες, ήταν «θύματα» του έρωτα που έτρεφαν για κάποιον επιτήδειο νταβατζή, ο οποίος τους πούλαγε έρωτα και έπειτα, συνεχίζοντας το παραμύθι, τις εξέδιδε συστηματικά. Στο τέλος , κατέληγαν πληγωμένες να εργάζονται στα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια, αλλά δεν έλειψαν και οι επιθέσεις εκδίκησης με βιτριόλι, όταν πια το μυαλό τους από τη μια καθάριζε και καταλάβαιναν την κοροϊδία, από την άλλη όμως θόλωνε και ήθελε να καταστρέψει τον προαγωγό τους…Σχεδόν δε όλες, ήταν θύματα αδίστακτων σωματεμπόρων και είχαν έρθει από την επαρχία. Τα κορίτσια στη δουλειά, δε χρησιμοποιούσαν το όνομά τους, αλλά ψευδώνυμα και μάλιστα δισύλλαβα : Η Μπεμπα, η Σούζι , η Νταίζη κ.λ.π…
Τα «χρυσά» ενοίκια στην Τρούμπα και η άνθιση των μπορντέλων
Η πρώτη γυναίκα υπουργός της Ελλάδος, η Λίνα Τσαλδάρη κατέθεσε νόμο ο οποίος απαγόρευε στους οίκους ανοχής να εκδίδουν περισσότερες από δυο γυναίκες ο καθένας. Σκοπός της υπουργού ήταν να καταπολεμήσει την εκμετάλλευση από τις λεγόμενες «μαντάμ», τις τσατσάδες οι οποίες εκμεταλλεύονταν τις ιερόδουλες. Με αυτόν τον τρόπο τα σπίτια πολλαπλασιάστηκαν με αστραπιαίο ρυθμό. Λέγεται ότι το πρώτο σπίτι που νοικιάστηκε στην Τρούμπα για αυτό τον σκοπό ήταν ενός ιερέα και μάλιστα είχε τόσο υψηλό ενοίκιο, που όλοι όσοι διέθεταν ακίνητα στην περιοχή έσπευσαν να τα νοικιάσουν στις εργαζόμενες στο σεξ. Οι μόνιμοι δε κάτοικοι της περιοχής, επειδή ήταν πλέον γείτονες με τα μπορντέλα, αναγκάζονταν να βάζουν χαρτί έξω από το σπίτι τους και να διευκρινίζουν ότι μέσα, ζούσε οικογένεια ώστε να μη μπερδεύονται οι πελάτες και ενοχλούν τους απλούς πολίτες. Τα ωράρια, ήταν συγκεκριμένα : Τα σπίτια δούλευαν δώδεκα ώρες, από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Το χρήμα που γυρνούσε ήταν πολύ, αλλά έμπαινε μέσα στις τσέπες των γυναικών που «πατρονάριζαν» το μαγαζί, κι όχι στις τσέπες των ιερόδουλων οι οποίες πλήρωναν ενοίκιο ακόμη και για το δωμάτιο στο οποίο έμεναν και δούλευαν.
« Πολλές γυναίκες της Τρούμπας είχαν παιδιά, τα οποία τα έκρυβαν. Αφενός ντρέπονταν να το πουν στα παιδιά τους κι αφετέρου, η μητρότητα αφαιρούσε και πόντους από το σεξουαλικό τους προφίλ. Κάποια δε, είχε τόση αξιοπρέπεια και έκρυβε τόση αγάπη για το παιδί της, που το είχε έγκλειστο σε κολλέγιο στην Ελβετία»
Κορίτσια ο στόλος !
«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα» ήθελε να μάθουν να λένε στα αγγλικά η πατρόνα Άννα Καλουτά στην ταινία «Καλως ήλθε το δολάριο» τα κορίτσια του καμπαρέ της και όχι «ο κήπος είναι ανθηρός» που τους μάθαινε ο μάλλον άβγαλτος καθηγητής ξένων γλωσσών Γιώργος Κωνσταντίνου. Προφανώς και είχε το λόγο της.
Η μεγάλη γιορτή της Τρούμπας, ήταν η άφιξη του 6ου Αμερικανικού Στόλου. Τα κορίτσια φορούσαν τα καλά τους, το αλκοόλ έρεε άφθονο και τα « Αμερικανάκια» ξόδευαν τα περιβόητα δολάριά τους, τα οποία για κείνους μπορεί να μην ήταν τίποτα, για την φτωχή Ελλάδα όμως ήταν πραγματικά πολύτιμα. Όλοι οι ναύτες άκουγαν στο όνομα «boy» ενώ σπάνια τους αποκαλούσαν και Τζόνι. Σημασία δεν είχε το όνομα, αλλά το να χορεύουν με τα κορίτσια το Mambo number 5 και να κάνουν σεξ. Oι κράχτες τους περίμεναν στο λιμάνι και τους οδηγούσαν στα καμπαρέ. Οι διερμηνείς, απαραίτητοι και ψυχολόγοι! Έκοβαν τον πελάτη και ανάλογα με το βαλάντιό του, τον πάσαραν στην κατάλληλη γυναίκα. Μάλιστα, τις ημέρες που ο στόλος έφθανε στον Πειραιά, οι πόρνες πολλαπλασιάζονταν. Ακόμη και απλές υπηρέτριες κατέβαιναν στην Τρούμπα για να κάνουν καλά μεροκάματα. Από την τόσο μεγάλη εκμετάλλευση που έριχναν στους ναύτες, βγήκε η φράση « Σε έπιασε Αμερικανάκι». Ακριβώς αντίθετα, ήταν τα πράγματα με τους Σοβιετικούς. Συνοδεία τους έβγαζαν με τις λάντζες, συνοδεία τους γύρναγαν.
«Η Τρούμπα ήταν μια τεραστια κερδοφόρα επιχείρηση. Το να κυκλοφορήσει ένας απλός πελάτης στη Νοταρά και στη Φίλωνος δεν ήταν επικίνδυνο και οι ίδιες οι ιερόδουλες έδιναν καραμέλες στα πιτσιρίκια που έπαιζαν στις αυλές και στα στενά της περιοχής»
Το κλιμάκιο ελέγχου αφροδισίων νοσημάτων
Συχνά, επισκεπτόταν τους οίκους ανοχής ένα κλιμάκιο αξιολόγησης και ελέγχου της υγείας των ιερόδουλων. Όσες από αυτές έπασχαν από κάποιο αφροδίσιο νόσημα, δε μπορούσαν να εργαστούν πλέον. Όλες μαζί, τις επιβίβαζαν στην καρότσα από ένα καμιόνι και τις πήγαιναν ομαδικώς στο νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός. Η ντροπή και ο εξευτελισμός τους ήταν τέτοιος που οδύρονταν , έκλαιγαν και ούρλιαζαν πάνω στο φορτηγό με τόσο δραματικό τρόπο, που αυτόπτες μάρτυρες έχουν δηλώσει πως το θέαμα ήταν σπαρακτικό. Στην οδό Νοταρά, υπήρχαν πολλά ιατρεία αφροδισιολόγων. Κάποιο από αυτά δε, ήταν «μαϊμού», το είχε η λεγόμενη «Γιαννού» ενας ομοφυλόφιλος πρώην νοσοκόμος που συνεργαζόταν με ένα γιατρό, ο οποίος όμως δεν βρισκόταν ο ίδιος στο χώρο. Η αξιολόγηση από τους γιατρούς, γινόταν κάθε Δευτέρα, για να ξεκινήσει μια καλή εβδομάδα και τα κορίτσια να μπορέσουν να εργαστούν χωρίς φόβο αλλά σίγουρα με πολύ πάθος.
«Το αποκούμπι των κοριτσιών της Τρούμπας ήταν η θρησκεία. Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι πόρνες νήστευαν και τα μπορντέλα έμεναν κλειστά ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή, τα κόκκινα φανάρια, τα σκέπαζαν με μαύρα πανιά. Όλη την εβδομάδα εκδίδονταν και το Σάββατο έφτιαχναν πρόσφορο και το πήγαιναν στον Άγιο Νικόλα.»
Οι «αγαπητικοί» της Τρούμπας
Οι γυναίκες αυτές, είχαν τεράστια ανάγκη από συναισθηματισμό , αγάπη και φροντίδα. Οι τύποι που τους έτρωγαν τα λεφτά , τις εξέδιδαν και τις έβλεπαν σαν εμπόρευμα ήταν συνήθως μικροεγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, οι οποίοι φέρονταν άσχημα στις γυναίκες αυτές. Έφταναν ακόμη και στο σημείο να τις «σουγιαδιάσουν» στο πρόσωπο. Αυτή η τιμωρία, ήταν διπλή: Αφενός έχαναν την φυσική τους ομορφιά, αφετέρου χαρακτηρίζονταν επισήμως πόρνες χωρίς να μπορούν να το κρύψουν ποτέ και πουθενά, αφού αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του δυσαρεστημένου νταβατζή. Μεταξύ τους, έλυναν τους λογαριασμούς τους με μαχαίρια. Λίγο το χασίσι, λίγο ο νταλκάς, λίγο το ποτό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στα κουτσαβάκια ήταν συχνό και οι χαρακιές έπεφταν σύννεφο. Μάλιστα, ως το καλύτερο μαχαίρι της Τρούμπας, άφησε εποχή ο Νίκος Κούρκουλος στο ρόλο του στη «Λόλα».
« Ένας διάσημος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού αγάπησε μια κοπέλα από την Τρούμπα, την παντρεύτηκε και έκαναν μια πολύ όμορφη οικογένεια. Ακριβώς το ίδιο Happy end είχε και άλλη μια πόρνη της εποχής, η οποία παντρεύτηκε έναν πολύ εμφανίσιμο ποδοσφαιριστή του Πανιωνίου. Οι ευχάριστες ιστορίες ήταν λίγες, αλλά υπήρχαν »
Με την απόφαση του ΟΗΕ, η οποία έλεγε ότι απαγορεύεται να υπάρχουν οίκοι ανοχής σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ο Αριστείδης Σκυλίτσης αρχικά σφράγισε την ιστορική συνοικία δίνοντάς έναν ελάχιστο χρόνο στις πεταλούδες και τους μάγκες να βρουν έναν άλλο προορισμό…Το ρομαντικό περιθώριο μιας ολόκληρης εποχής στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει ένα όνομα: Τρούμπα.