Είναι Κυριακή απόγευμα, έχετε πάει τα παιδιά σινεμά και κάθεστε στο φουαγιέ. Χτυπάει το τηλέφωνο και ακούτε την καλύτερή σας φίλη να κλαίει. «Του είπα να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει. Δεν άντεχα άλλο. Δεν θέλω να χωρίσω, αλλά δεν μπορούσα ούτε να τον βλέπω». Η αλήθεια είναι ότι το ψιλοπεριμένατε, αλλά όχι τόσο σύντομα. Αυτό που δεν άντεξε εκείνη ήταν η αδιαφορία του. Αυτό που δεν ξέρετε εσείς είναι πόσο θα αντέξει ο δικός σας γάμος, στον οποίο θα μπορούσατε να απαριθμήσετε εύκολα καμιά δεκαριά πραγματάκια που χρειάζονται γερά νεύρα.
Ο Τζον Γκότμαν ξέρει. Ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Washington έχει αναπτύξει μία μέθοδο που μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια 90% ποια ζευγάρια θα χωρίσουν. Το ερωτηματολόγιό του έχει εφαρμοστεί σε επτά έρευνες και έχει αποδειχτεί στο πέρασμα του χρόνου ότι τα αρχικά ευρήματα επιβεβαιώνονται. «Ρωτάμε απλά πράγματα. Οπως, ας πούμε, πώς γνωριστήκατε, πού βρισκόσασταν, ποια ήταν η πρώτη εντύπωση που είχατε ο ένας για τον άλλον, πώς αποφασίσατε να παντρευτείτε, πώς ήταν η τελετή, πώς ήταν ο μήνας του μέλιτος. Τους ζητάμε να μας πουν τη φιλοσοφία τους για τον γάμο, τι σκέφτονται γι’ αυτόν, πώς ήταν η σχέση των γονιών τους, πόσο διαφέρει από τη δική τους. Τους λέμε να διαλέξουν έναν ευτυχισμένο και έναν τραγικό γάμο που γνωρίζουν, να αξιολογήσουν και να συγκρίνουν τον δικό τους με αυτούς. Τους βάζουμε να θυμηθούν ποια είναι η εμπειρία τους με βασικά συναισθήματα, όπως θυμός, φόβος, λύπη, αγάπη, περηφάνια, ζήλεια, ντροπή».
Σύμφωνα με τον Γκότμαν, «δεν χρειάζεται να είσαι πυρηνικός φυσικός για να αποκωδικοποιήσεις τις απαντήσεις. Μία από τις παραμέτρους που αξιολογούμε είναι πόσο χώρο διαθέτουν οι άνθρωποι στον εγκέφαλό τους για τη σχέση και τον ψυχικό κόσμο του συντρόφου τους. Στην ερώτηση “πώς γνωριστήκατε και ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις”, ένας σύζυγος μπορεί να απαντήσει ότι θυμάται τη βραδιά, τη μουσική, πώς χτυπούσε η καρδιά του, πώς χόρευε εκείνη, το κίτρινο φόρεμα που φορούσε, πόσο ντρεπόταν να τη ζητήσει σε χορό και ότι τελικά του το πρότεινε η ίδια. Στην ίδια ερώτηση, ένας άλλος μπορεί να γυρίσει στη γυναίκα του και να της πει: “Ρε Aννα, θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε;”. Δεν είναι πρόβλημα μνήμης, μια χαρά λειτουργεί το μυαλό τους.Δείχνει απλώς ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν αφιερώνουν χρόνο για να φτιάξουν τον χάρτη του κόσμου του άλλου».
Σε αυτό το σημείο ο καθηγητής ρίχνει την ευθύνη στους άνδρες, αυτούς δηλαδή που συνεισφέρουν συνήθως το μικρότερο ποσοστό συναισθήματος σε μια σχέση. Ή, τέλος πάντων, αυτό λέει ο κώδικας του φύλου τους. «Κάποιοι σύζυγοι έχουν καταλάβει ότι είναι σημαντικό για εκείνους να γνωρίζουν τη σύντροφό τους.Ποια είναι τα κύρια πρόσωπα στη ζωή της, φίλοι, πιθανοί εχθροί ή ανταγωνιστές, αρνητικές παρουσίες, τις αγωνίες και τους φόβους της, τα όνειρά της, τις ελπίδες, τις φιλοδοξίες για τον εαυτό της και την οικογένειά της. Κάνουν έναν τέτοιο χάρτη και τον προσαρμόζουν ανάλογα με τις αλλαγές καθώς περνούν τα χρόνια. “Πώς είσαι, πώς νιώθεις, τι θα κάνεις με τη δουλειά, τι σκέφτεσαι για την ταπετσαρία στο σαλόνι”. Αυτοί είναι οι συναισθηματικά έξυπνοι σύζυγοι. Κάθε πρωί που φεύγουν από το σπίτι έχουν στο μυαλό τους πώς θα περάσει τη μέρα η γυναίκα τους. Ετσι, το βράδυ που θα συναντηθούν δεν θα είναι δύο ξένοι με κοινό πλυντήριο πιάτων, αλλά θα συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει». Ωστόσο συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Καθώς το φύλο μας είναι εκείνο που από την αρχή έχει χαρτογραφήσει τον άνδρα και είναι εκπαιδευμένο να αφουγκράζεται τις ανάγκες του (όπως και τις ανάγκες των παιδιών κ.λπ.), εκείνοι που δεν τα καταφέρνουν συνήθως σε αυτόν τον τομέα είναι οι άνδρες. Αυτοί είναι ο αδύναμος κρίκος που μπορεί να κάνει τη διαφορά και να θέσει ένα ζευγάρι στην πορεία προς την έξοδο. Οταν εκείνος σταματήσει να τη σκεπάζει με στοργή κάποια στιγμή θα κουραστεί κι εκείνη.
Πες μου ποιοι και πότε
Το παράπονο του Γκότμαν είναι ότι δεν τον καλούν πια στις παρέες. Γιατί κανένας δεν θέλει να μάθει κακά νέα για το μέλλον της σχέσης του. Μετά από 40 χρόνια έρευνας και παρακολούθηση 4.000 ζευγαριών από τον μήνα του μέλιτος μέχρι τη σύνταξη, μπορεί πια να προβλέψει όχι μόνο ποιοι θα χωρίσουν αλλά και πότε. «Παίρνουμε ομάδες παντρεμένων τις οποίες βλέπουμε σε διάφορες φάσεις, συνήθως μία φορά τον χρόνο, και προσέχουμε πώς τα πηγαίνουν, αν είναι ακόμα συνδεδεμένοι, αν χώρισαν, αν σκέφτονται συχνά το διαζύγιο. Σε μερικές έρευνες τους κλείνουμε για ένα Σαββατοκύριακο σε ένα όμορφο σπίτι και μετράμε το αίμα τους και τα ούρα τους για να δούμε τις βιοχημικές αυξομειώσεις μετά από καβγάδες και εντάσεις. Ενας τσακωμός ανάμεσα σε δύο παντρεμένους για την πεθερά, τα χρήματα ή το σεξ έχει την ίδια στρεσογόνο επίδραση στο σώμα τους με ένα τρακάρισμα». Οι συγκρούσεις δεν αποτελούν παράγοντα που αυξάνει τις πιθανότητες του χωρισμού, εκτός αν γίνονται με την πρόθεση να υποτιμήσουν, να προσβάλουν τον άλλο.«Ξεχωρίζουμε όμως και μία άλλη κατηγορία ζευγαριών που δεν είναι αρνητικοί με αυτόν τον συγκρουσιακό τρόπο, όμως δεν είναι και πολύ θετικοί.Μάλλον αδιαφορούν ο ένας για τη γνώμη του άλλου. Δεν νιώθουν, ας πούμε, θαυμασμό. Ενας τέτοιος γάμος είναι συναισθηματικά νεκρός. Αντέχει περισσότερο στο χρόνο, αλλά η έλλειψη συναισθηματικής επικοινωνίας έχει το κόστος της».
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχουν δύο κρίσιμες φάσεις στο γάμο. Τα μισά διαζύγια συμβαίνουν στα πρώτα επτά χρόνια. «Είναι η περίοδος όπου οι σύζυγοι πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα ζωή και αυτό δεν αφορά μόνο το ψυχολογικό κομμάτι, αλλά και τις κοινές αποφάσεις για τα χρήματα, το αν θα κάνουν παιδιά, το πώς θα ισορροπήσουν την καριέρα με την οικογένεια. Αυτές είναι βασικές αλλαγές στην ταυτότητα, στην κοσμοθεωρία, στον σκοπό ζωής του καθενός. Η παράμετρος που θα καθορίσει αν το ζευγάρι θα αντέξει την πρώτη επταετία είναι ο τρόπος που διαχειρίζονται τη διαφωνία. Αν το κάνουν με ευγένεια, στοργή, τρυφερότητα, απαλύνουν τη μετάβαση στη νέα τους ζωή». Η δεύτερη περίοδος υψηλού κινδύνου είναι από τα 16 μέχρι τα 20 χρόνια, όταν η οικογένεια έχει παιδιά στην εφηβεία.
Στη διαδικασία παρακολούθησης, οι συνεντεύξεις των ζευγαριών βιντεοσκοπούνται και οι ερευνητές καταγράφουν όχι μόνο όσα λένε, αλλά κυρίως όσα δεν λένε. Οι μορφασμοί, οι κινήσεις των ματιών και οι εκφράσεις του προσώπου δείχνουν το βαθμό της απόρριψης που νιώθει ο ένας για τον άλλον – το αντίθετο ακριβώς του θαυμασμού. Οταν εκείνη απαντάει σε μία ερώτηση, εκείνος μπορεί να κάνει γκριμάτσες του τύπου «α, καλά».Ακόμα και ένα μακρόσυρτο κλείσιμο των βλεφάρων μπορεί να δείχνει ότι μέσα του κάποιος λέει «όχι» σε αυτό που εκείνη την ώρα υποστηρίζει ο άλλος. Ή κάθεται με την πλάτη γυρισμένη ή τα χέρια σταυρωμένα.«Η γλώσσα του σώματος λέει περισσότερα απ’ όσα περιγράφουν οι άνθρωποι. Οι μορφασμοί περιφρόνησης στο πρόσωπο ενός συζύγου είναι ανάλογοι με τον αριθμό των ιώσεων που θα κολλήσει η γυναίκα του τα επόμενα έξι χρόνια».
Δείκτες προδιάθεσης
Η επίδραση του παιδιού στη σχέση του ζευγαριού είναι τεράστια και όχι απαραίτητα με την καλή έννοια. Ούτε όμως και το να μην κάνουν παιδί είναι λύση.Το ποσοστό των γάμων που διαλύονται μέσα στα πρώτα επτά χρόνια χωρίς παιδιά είναι 50% και με παιδιά 25%. Ωστόσο, τα 3/4 αυτών που επιβιώνουν μετά την επταετία στατιστικά μπαίνουν σε μία φθίνουσα πορεία καθώς αναφέρουν όλο και χαμηλότερα επίπεδα ευχαρίστησης στην κλίμακα μέτρησης που οδηγεί κλιμακωτά στο διαζύγιο. «Εψαξα να βρω ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο 1/4 των σχέσεων που παραμένουν ζωντανές μετά την απόκτηση παιδιών και στα 3/4 που ξεφτίζουν και παρατήρησα ότι είναι οι άνδρες.Εκείνοι που αφιερώνουν χρόνο να μάθουν πραγματικά τη γυναίκα τους, που νιώθουν για εκείνη στοργή, θαυμασμό, περηφάνια και σεβασμό, αυτοί θα βάλουν το γάμο τους στο γκρουπ αυτών που αντέχουν στο χρόνο».
Το διαζύγιο των προγόνων θα μπορούσε να αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για ένα νέο διαζύγιο, όμως ο Γκότμαν εξηγεί πως, αν και κάτι τέτοιο αποδεικνύεται στατιστικά, στην πραγματικότητα δεν παίζει μεγάλο ρόλο. «Εχουμε παρατηρήσει ότι το 50% των ζευγαριών που βλέπουμε παίρνει στοιχεία από το γάμο των γονιών του και λέει “δεν θα τα επαναλάβω!”. Ενα ζευγάρι κάποια στιγμή έλεγε ότι στις οικογένειες όπου μεγάλωσαν κανείς δεν έλεγε “σ’ αγαπώ”. “Στη δική μας βρίσκουμε τρόπο να το λέμε κάθε μέρα. Προφορικά, με σημειώματα και μηνύματα”. Ας μην επαναλάβει η επόμενη γενιά τα λάθη της προηγούμενης».
Υπάρχει ακόμη μία πολύ προβλέψιμη συναισθηματική σκάλα που οδηγεί στο χωρισμό.«Οι σύζυγοι νιώθουν όλο και περισσότερο μόνοι, αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον, παθαίνουν κατάθλιψη, περιφρονούν τον σύντροφό τους, ζουν παράλληλες ζωές, απομακρύνονται συναισθηματικά. Κι όμως υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει ένας γάμος λειτουργικός. Είτε προτιμούν τις εντάσεις είτε τις αποφεύγουν, σημασία έχει να είναι θετικά προδιατεθειμένοι και οι δύο. Λέω στα ζευγάρια να φέρονται μεταξύ τους σαν οικοδεσπότες. Αν έρθει κάποιος στο σπίτι τους και χύσει κόκκινο κρασί στο τραπεζομάντιλο, δεν θα του βάλουν τις φωνές, αλλά θα του προσφέρουν ευγενικά ένα άλλο ποτήρι. Ο γάμος πρέπει να είναι ένα καταφύγιο στις καταιγίδες της ζωής, όχι άλλη μία καταιγίδα, μια φωλιά στην οποία θα νιώθουν καλύτερα, θα ξεπερνούν τα τραύματα και θα παίρνουν δύναμη για να αντιμετωπίσουν τη ζωή.Αυτό είναι το κριτήριο που δείχνει αν θα επιβιώσει μία σχέση».