Με αφορμή την εμφάνισή του την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου στο Σταυρό του Νότου Club, θελήσαμε να μάθουμε περισσότερα για τον πρωτοεμφανιζόμενο
Στέλιο Τσουκιά. Ο νέος τραγουδοποιός και ερμηνευτής βρίσκεται στο στούντιο και ηχογραφεί τα επόμενα τραγούδια του και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον Οκτώβρη του 2019 θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του  προσωπικό δίσκο.  Μαζί του στο live της Πέμπτης στον Σταυρό του Νότου θα είναι η Αγγελική Τουμπανάκη.

Με τι μουσική μεγάλωσες;
Οι κασέτες του Bob Marley έπαιζαν όλη μέρα στο δωμάτιο μου. Το επόμενο πιο πολυπαιγμένο άλμπουμ ήταν «τα Μπλουζ του Πρίγκηπα» του Παύλου Σιδηρόπουλου. Από τον δίσκο αυτό είναι και ένα από τα πρώτα τραγούδια που έμαθα να παίζω στην κιθάρα, το Μπλουζ του Aποχωρισμού. Μεγάλωσα με πολλά και διαφορετικά είδη,  από  Red Hot Chili Peppers και “Californication” μέχρι τον Βασίλη Τσιτσάνη, που ήταν ο αγαπημένος μου. Μακράν ο πιο παραγωγικός τραγουδοποιός μας.

Αθήνα (Εξάρχεια), Σάμος, Λονδίνο. Ένωσε για εμάς αυτές τις τελείες με δύο τραγούδια.
Πεχλιβάνης (Θ.Παπακωνσταντίνου) –  Spirit Bird (Χ.Rudd)

Πιτσιρικάς στη μεγαλούπολη, φοιτητής στην επαρχία και μάλιστα σε νησί, οικονομικός μετανάστης σε μία από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου. Πως συνεισφέρουν αυτοί οι τρεις τόποι στη μουσική σου;
Έπρεπε να βρεθώ σε ένα μικρότερο μέρος, όπως το Καρλόβασι της Σάμου για να αντιληφθώ το μέγεθος της Αθήνας.  Αυτό όμως μέχρι που πήγα στο Λονδίνο και είδα την Αθήνα σαν να είναι το Καρλόβασι. Η Αθήνα τελικά είναι το ιδανικό μέγεθος πόλης για έμενα. Στη Σάμο ανδρώθηκα μουσικά και μυήθηκα στο παλιό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο είναι μία μουσική άβυσσος.  Μεγάλο σχολείο.  Με έκανε να αγαπήσω πολύ την παράδοση, αλλά και να δω τη διαφορά με την τωρινή μουσική των «μπουζουξίδικων». Όταν αποστασιοποιήθηκα από την Αθήνα, ένιωσα την ανάγκη να μαθαίνω τα μουσικά νέα της πόλης, κάτι που δεν έκανα έντονα παλαιότερα. Πραγματικά υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δημιουργούν διαμάντια και χρειάζεται να τους αναζητήσεις, με τόσο «θόρυβο» που υπάρχει, ιδιαίτερα στο YouTube. Ερχόμενος στο Λονδίνο αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο. Η νοσταλγία για την πατρίδα μου με έφερε πιο κοντά στις ρίζες μου, αλλά παράλληλα με ώθησε να γνωρίσω και μουσικές παραδόσεις άλλων λαών. Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτοί οι τρεις τόποι με έκαναν να θέλω να δημιουργήσω ένα κράμα από μουσικές πινελιές παραδόσεων άλλων λαών με βάση την ελληνική γλώσσα και παράδοση.


φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Τι ή ποιος σε έσπρωξε στη μουσική;
Σίγουρα το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μία οικογένεια που ασχολείτο με τη μουσική ενεργά,  αλλά και η ανάγκη μου να εκφράσω τα συναισθήματα και τις ανησυχίες μου με κάποιον τρόπο.  Η μουσική είναι για εμένα μέσο εκτόνωσης. Αν γυρίσω στο σπίτι και δεν πιάσω την κιθάρα μου θα νιώσω πολύ περίεργα. Το παθαίνω πολύ όταν ταξιδεύω και δεν την έχω μαζί μου, με πονάει.

Άστα τα μαλλάκια σου. Δεν φοβήθηκες να διασκευάσεις ένα τόσο αγαπημένο, αλλά και τόσο παλιό τραγούδι; Τελικά είναι ρίσκο ή σίγουρο στοίχημα οι διασκευές;
Η τέχνη είναι ελεύθερη οπότε δεν είχα κάτι να φοβηθώ. Η διασκευή αυτή ήρθε αυθόρμητα χωρίς κάποιο υπολογιστικό πλάνο ή σκοπό. Είχε την προσωπική μου πινελιά με την ανασύνθεση της μουσικής και αυτό με έκανε να πάρω την απόφαση να το κυκλοφορήσω. Δεν ήταν ούτε ρίσκο, ούτε σίγουρο στοίχημα. Σε πολλούς άρεσε και άλλους τους ξένισε, όπως και είναι απόλυτα φυσιολογικό όταν αλλάζεις της μουσική ενός τόσο αγαπημένου τραγουδιού.

Τώρα που ζεις στο εξωτερικό τι σου λείπει από την Ελλάδα;
Η οικογένεια μου, οι φίλοι μου, το καλό και παράλληλα φτηνό φαγητό, αλλά και ο ίδιος ο τόπος. Και ο ήλιος φυσικά! Συνειδητοποίησα πόσο ζωτικής σημασίας είναι η ενέργεια του ήλιου και πόσο δεν το εκτιμούσα πριν μετοικήσω στο Λονδίνο. Εκτίμησα την Ελλάδα και την είδα με τελείως διαφορετικό μάτι.  Την ιστορία του τόπου, τα μέρη της,  ακόμα και τη χαλαρότητα σε ορισμένα πράγματα που λόγω νόμων σε άλλες χώρες κάνουν τον λαό να μοιάζει σα ρομπότ. Όσο ταξιδεύω ασυναίσθητα συγκρίνω άλλες πρωτεύουσες και σχεδόν πάντα κερδίζει η Αθήνα. Είναι φανερή η αμεροληψία μου!

Όταν περιοδεύεις στην Ευρώπη τι θα έλεγες ότι κουβαλάς μαζί σου από τη χώρα σου;
Τη μουσική κληρονομιά, με αυτή πορεύομαι.

Με το καινούργιο σου τραγούδι, Μη μου μιλάτε για χορούς, μας βάζεις στον μουσικό σου κόσμο με μια άρνηση. Από τι μουσικά ακούσματα είναι φτιαγμένο αυτό το τραγούδι;
Θα το έλεγα «προτροπή» και όχι άρνηση! Το τραγούδι αυτό είναι το κράμα των μουσικών ερεθισμάτων που αγαπώ πολύ. Βαλκανική μουσική, αλλά και κέλτικα στοιχεία σε συνδυασμό με την ανατολή που ως Έλληνες την έχουμε έντονα μέσα μας.

Εμφανίζεσαι στη Θεσσαλονίκη στις 6 Φεβρουαρίου, στις 7 στην Αθήνα και ένα μήνα μετά στο Λονδίνο. Τι μπορείς να μας πεις γι’ αυτά live;
Δεν μπορώ πραγματικά να κρύψω τη χαρά και την προσμονή μου που θα βρεθώ στην Ελλάδα και θα παρουσιάσω τραγούδια από τον επερχόμενο δίσκο και άλλα αγαπημένα καλλιτεχνών που με έχουν εμπνεύσει όλα αυτά τα χρόνια. Επίσης, θα έχω στο πλάι μου διακεκριμένους μουσικούς που θαυμάζω και θα παρουσιάσουμε ένα πρόγραμμα με στόχο ο κόσμος -και εμείς μαζί- να φύγουμε χορτάτοι. Το live στο Λονδίνο είναι και αυτό ιδιαίτερο για πολλούς λόγους. Θα είναι και εκεί πρώτη «επίσημη» παρουσίαση τραγουδιών από τον δίσκο σε ένα χώρο με κύρος, το O2 Academy Islington παρέα με τον φίλο και εξαίρετο τραγουδοποιό George Gaudy. Με το καλό να έρθουν λοιπόν.

Τι σκέφτεσαι πριν εμφανιστείς μπροστά σε κοινό που δεν μιλάει ελληνικά;
Σκέφτομαι πως και να ξεχάσω κάποιο στίχο δεν έγινε και τίποτα, κανείς δεν θα το καταλάβει(!). Κάποιες φορές χρειάζεται να κάνω μία μικρή εισαγωγή για το τι πραγματεύεται το κομμάτι που θα πω,  ώστε ο κόσμος να νιώσει το vibe όσο περισσότερο γίνεται. Βέβαια, τις πιο πολλές φορές είναι η μουσική που μιλάει από μόνη της, οπότε δε με αγχώνει τόσο αυτό. Είναι  μοναδική εμπειρία, κάτι αντίστοιχο με το όταν ακούμε για παράδειγμα ένα κουβανέζικο τραγούδι. Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει αλλά η μουσική μας παρασύρει.

Τι αγαπάς να κάνεις στην Αθήνα; Έχει κάτι το μοναδικό αυτή η πόλη τη νύχτα;
Η Αθήνα έχει την ωραιότερη νυχτερινή ζωή που έχω συναντήσει σε αστική πρωτεύουσα (πάλι 100% αμερόληπτος!). Αγαπώ πολύ το κέντρο και εκεί συχνάζω συνήθως. Τα μπαρ έχουν την αισθητική που μου αρέσει και νιώθω ελεύθερος που έχω τη δυνατότητα ακόμα και μία Δευτέρα βράδυ να πάρω τον κολλητό μου και να βγω να πιώ ένα ποτό χωρίς να σκεφτώ αν θα υπάρχει κάποιο ανοιχτό μπαρ, γιατί πολύ απλά θα υπάρχει! Η κουλτούρα μας στο ποτό είναι μοναδική. Μέσα από το ποτό σε ένα μπαρ κοινωνικοποιούμαστε, απολαμβάνουμε τη μουσική και περνάμε ποιοτικό χρόνο με την παρέα μας χωρίς να παραφερόμαστε. Είναι το ακριβώς αντίθετο με τις περισσότερες πόλεις του εξωτερικού όπου ο κόσμος βγαίνει να εκτονωθεί, να πιει δίχως αύριο και είτε θα καταλήξει κάπου στον δρόμο σε ημιλιπόθυμη κατάσταση είτε θα συμμετέχει σε κάποιο καβγά. Δεν το λες και διασκέδαση αυτό.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below