Στον λαιμό φορούσε πάντα τουλάχιστον δύο σειρές πέρλες, αλλά ανάμεσά τους υπήρχε συνήθως μια μεταξωτή λευκή κορδέλα, στην άκρη της οποίας κρεμόταν ένα ψαλίδι. Στο χέρι της ήταν πάντα κρεμασμένο ένα τσιγάρο. Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους. Μετά το θάνατο της μητέρας της μπήκε εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, όπου έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής.
Η μακροσκελής ιστορία της στον κόσμο της μόδας ξεκίνησε το 1913, όταν άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στη Ντοβίλ, με καπέλα που έφτιαχνε η ίδια. Σύντομα άρχισε να σχεδιάζει πουλόβερ, φούστες και διάφορα αξεσουάρ και να χρησιμοποιεί το ζέρσεϊ. Το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1916 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel».
H Coco Chanel ήταν η πρώτη που λάνσαρε αλλά και φόρεσε παντελόνια, σε μια εποχή που η μοναδική εναλλακτική των γυναικών ήταν οι κορσέδες και οι μακριές φούστε. Η παρθενική της εμφάνιση μάλιστα με παντελόνι ήταν σε μια δεξίωση, όπου ο θρύλος λέει ότι το πήρε από τον τότε σύντροφό της και το προσάρμοσε στο σώμα της. Από την επόμενη μέρα το μαύρο παντελόνι της Chanel καθιερώθηκε ως επίσημο ένδυμα στην καλή κοινωνία.
Αλλά η λίστα με τις επαναστατικές της καινοτιομίες είναι ατελείωτη. Έκοψε τους γιακάδες από τα σακάκια, κόντυνε τόσο τις φούστες ώστε να φαίνεται ο αστράγαλος, κατάργησε για πάντα τους κορσέδες και έφερε την επανάσταση το «μικρό μαύρο φόρεμα» (little black dress), γνωστό και ως L.B.D.
Η Κοκό ήταν μια αληθινή φεμινίστρια της μόδας, πριν καν δημιουργηθεί ο όρος. Τις έπεισε ότι είναι ελεύθερες να μαυρίζουν, να έχουν κοντά μαλλιά, ή ανάλαφρα καρέ, να φορούν μαρινιέρες, παντελόνια καμπάνες, εσπαντρίγιες και πλεκτές ζακέτες, να αφήνουν το ζέρσεϊ ύφασμα να χαϊδεύει το σώμα τους, να ανακατεύουν τα ακριβά κοσμήματα με faux bijoux.
Το 1926 σχεδίασε το πρώτο της ταγιέρ, ενώ από το 1922 είχε συνδυάσει τις δημιουργίες της με το άρωμα «5». Το 1935 άρχισε να παράγει υφάσματα ζέρσεϊ σε δικό της εργοστάσιο. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος της ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι.
Το 1938 αποσύρθηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία έκλεισε τις επιχειρήσεις της.
Το 1954 επανήλθε στο προσκήνιο της υψηλής ραπτικής, όταν παρουσίασε ολοκληρωμένο το κλασικό «ταγιέρ Σανέλ», με την κομψή, άνετη φούστα και τη χαρακτηριστική ζακέτα χωρίς πέτα, φινιρισμένη με σειρήτια. Με την οικογένεια δεν γνωρίστηκε ποτέ, οαφού ο θεσμός της, της προκαλούσε αμφίθυμα συναισθήματα. «Δεν ξέρω τίποτα πιο τρομακτικό από την οικογένεια» έλεγε και φρόντισε να μην αφήσει καν΄ενα απόγονο πίσω της.
Στις αρχές του 1971, και αφού είχε ολοκληρώσει την ανοιξιάτικη κολεξιόν της χρονιάς, πέθανε σε ηλικία 87 χρόνων ς στο ξενοδοχείο Ritz, όπου διέμενε επί χρόνια.
«Η πιο θαρραλέα πράξη είναι να σκέφτεσαι εσύ για σένα» είχε πει. Και αυτό έκανε σε όλη της τη ζωή. Είχε την ευφυΐα αλλά και το θάρρος να μετατρέψει τη ζωή της από ένα σκοτεινό παραμύθι σε μια ανεπανάληπτη, μαγική ιστορία.