Kάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων, σκέφτομαι μια γιαγιά που δεν ήξερα καν το όνομά της και ζούσε σε ένα μικρό, παλιό σπιτάκι που στέκει ακόμη εγκαταλλειμένο κάπου στο Δήμο Φιλοθέης-Ψυχικού. Κι όμως, σε αυτό το Δήμο, υπήρχε μια πολύ φτωχή, πολύ ηλικιωμένη γιαγιά, ολομόναχη χωρίς συγγενείς και φίλους.
Πήγαινα στο Δημοτικό όταν την έβλεπα στο δρόμο να περπατάει σκυφτή και κουρασμένη. Ήταν αδύνατη και ντυμένη με μαύρα ρούχα κρατώντας πάντα πολύ λίγα πράγματα μέσα σε μια πλαστική σακούλα.
Εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων, το 1990, είπα τα κάλαντα, μάζεψα ένα χιλιάρικο, καφέ και μεγάλο όπως μου φαινόταν τότε, πήγα στο σπίτι της, το έριξα κάτω από την πόρτα, χτύπησα κι έτρεξα να φύγω.
Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη χαρά που πήρα στη ζωή μου όσον αφορά στο τι σημαίνει να αγαπάς και να βοηθάς κάποιον που το έχει ανάγκη χωρίς καν να του πεις ότι είσαι εσύ.
Κάθε χρόνο, αυτή την ημέρα, της την έχω αφιερώσει, επειδή εκείνη με έμαθε τι σημαίνουν τα Χριστούγεννα.
Όποτε με βγάζει ο δρόμος, περνάω και κοιτάω το μικρό εγκαταλλειμένο σπιτάκι: Στέκει εκεί ακόμη, χωρίς εκείνη και χαίρομαι που υπάρχω και τη σκέφτομαι. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος άλλος δικός της ζωντανός και να τη θυμάται.
Αυτή η ημέρα είναι πάντα αφιερωμένη σε εσένα γιαγιά και έχω ζητήσει στη δική μου να κάνετε παρέα εκεί που είστε. Γιατί από τότε έμαθα πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή προσφοράς και αγάπης όχι προσωπικής κατανάλωσης. Σε ευχαριστώ.