Ο Τζίμμυ Κορίνης ζει και αναπνέει για την αστυνομική λογοτεχνία. Στα 18 βρέθηκε να γράφει για το θρυλικό περιοδικό ΜΑΣΚΑ, όπου αργότερα και για περισσότερο από μία δεκαετία θα είχε τη θέση του Διευθυντή Σύνταξης. Έχει υπογράψει σενάρια για τον κινηματογράφο, έχει γράψει και σκηνοθετήσει σειρές για την τηλεόραση κι έχει βρεθεί σε διευθυντικά πόστα πολλών περιοδικών, εφημερίδων και καναλιών. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του και αφορμή για να τον συναντήσουμε είναι το Pulp Fiction (εκδ. public βιβλιοθήκη) και βρίσκεται αποκλειστικά στα public stores.

Κύριε Κορίνη, είναι η αστυνομική λογοτεχνία ο μεγάλος έρωτας της ζωής σας;
Να εξηγούμεθα, για να μη με παρεξηγήσουν οι «πιστοί» μου (Πατριάρχης ων ανακηρηχθείς!) ως «προδότη» των πιστεύω μου, που στηρίζονται πάντοτε σε χειροπιαστά στοιχεία και την αφοσίωσή μου στο «ορθόν», για μένα δεν υπήρξε ποτέ ούτε υπάρχει η λεγόμενη στην Ελλάδα μόνο «αστυνομική» λογοτεχνία. Υπήρξε πάντοτε το crime fiction (μυθοπλασία του εγκλήματος) που περιλαμβάνει και μυθιστορήματα που ανήκουν σε υπο-είδη του είδους αυτού, που δεν θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν «αστυνομικά». Π.χ., τα μυθιστορήματα της Agatha Christie, όπως έχω γράψει κατ΄επανάληψιν, δεν ήσαν αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά μερικά «ιστορίες μυστηρίου» και τα περισσότερα detective stories δεδομένου ότι πρωταγωνιστούσε ο περιβόητος Hercule Poirot, ιδιωτικός ντετέκτιβ, που αναλάμβανε υποθέσεις επί πληρωμή.
Ένα εξώφυλλο της «Μάσκας» της δεκαετίας του ’60. Σε τι συμπεράσματα οδηγηθήκατε για το ελληνικό κοινό που διαβάζει noir στην Ελλάδα από την έκδοση του περιοδικού «Μάσκα», στην οποία πρωτοστατήσατε; Διαβάζουν νουάρ οι Ελληνίδες;
Η «Μάσκα» δεν διαβαζόταν, απλώς, ρουφιόταν κυριολεκτικά, ήταν κάτι σαν ναρκωτικό γι’ αυτό και, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είχε χαρακτηριστεί ως «απαγορευμένο» περιοδικό και ήταν συχνό το ξύλο που έτρωγαν οι μικρότεροι σε ηλικία αναγνώστες της από γονείς και δασκάλους, καθ΄ ομολογία των ίδιων που, μεγάλοι τώρα, αναπολούν και κάνουμε μαζί χιούμορ. Κι εγώ έφαγα ξύλο μια φορά από τον πατέρα μου όταν, γύρω στα δέκα, με έπιασε να διαβάζω την αργότερα «ερωμένη» μου. Όσο για της Ελληνίδες, ναι, διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες αυτό που εδώ στην Ελλάδα, πάλι λανθασμένα, χαρακτηρίζεται ως noir, όρος που αφορούσε μια παρτίδα γαλλικών ταινιών που γυρίστηκαν την δεκαετία του ’50 και με το οποίο ασχολήθηκαν κάμποσοι αμερικάνοι συγγραφείς, δεδομένου ότι δεν έχει καμιά σχέση με το έργο της αστυνομίας, που επιτελείται στο καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα.

Τι νιώθει άραγε ένα αγοράκι που δημοσιεύει το πρώτο του noir διήγημα στις αρχές των 50ς στην Ελλάδα;
Σωστά το χαρακτηρίσατε noir, αν και δεν είχε επινοηθεί ακόμα ο όρος, επειδή είχε να κάνει με τον υπόκοσμο μόνο, όπως οι περισσότερες γαλλικές ταινίες που σας είπα και τις οποίες οι Γάλλοι ονόμασαν έτσι. Όσο για τα αισθήματά μου, απ΄ ότι μπορώ να θυμηθώ, δεν ήμουν ακόμα ο εξωστρεφής Κορίνης που έγινα αργότερα, μάλλον το είδα ως επιβεβαίωση του ότι μπορούσα να γράψω και δεν θυμάμαι να το κουβέντιασα με κανέναν, επειδή δεν προερχόμουν από οικογένεια… λογίων, και δεν επρόκειτο να με καταλάβει κανένας (ούτε και οι συνομήλικοί μου που ήσαν «νορμάλ» παιδιά, έπαιζαν δηλαδή λογιών-λογιών παιχνίδια, που έπαιζαν τα παιδιά, ενώ εγώ διάβαζα «φθοροποιά» έντυπα, έγραφα ή προσπαθούσα να μάθω σκίτσο) οπότε ό,τι ένιωσα, το κράτησα για τον εαυτό μου και συνέχισα απλώς, ενθαρρυμένος, να γράφω.
Τι σας ελκύει στις αστυνομικές ιστορίες; Είναι η απόδοση δικαιοσύνης ή ο γρίφος που πρέπει να λυθεί που σας απασχολεί;
Για μένα, από τότε που πρωτοδιάβασα «Μάσκα» στα εννιά μου, δεν ήταν πλέον θέμα έλξεως, είχα ανακαλύψει τον «κόσμο» μου, είχα πάθει κάτι που δεν μπορούσα να το εξηγήσω ούτε εγώ, ούτε οι πέριξ εμού, είχε μπει στο DNA μου, θαρρείς, είχε γίνει η ζωή μου και ο τρόπος ζωής μου. Άλλαξε ακόμα και τον τρόπο που μιλούσα, ή φερόμουν, είχα γίνει «ψώνιο» που αργότερα, το χειμώνα, κυκλοφορούσε με γκαμπαρντίνα με τον γιακά σηκωμένο ψηλά, καπέλο τύπου fedora κι όποτε κατάφερνα να το κλέψω από τον κατά πολύ μεγαλύτερο αδερφό μου μ΄ ένα πιστόλι των 7.65 σε ειδική θήκη μασχάλης που είχα φτιάξει μόνος μου. ΨΩΝΙΟ, με κεφαλαία! Μεγαλώνοντας, το χρησιμοποίησα για την ανάπτυξη ορισμένων πιστεύω μου, αναφορικά με τη δικαιοσύνη, τον έρωτα, τη φιλία και την αφοσίωση στους φίλους.

Ονομάσατε τη μελέτη σας Pulp Fiction, όρος που έγινε ευρύτερα γνωστός από την ταινία του Ταραντίνο. Ποια είναι η γνώμη σας για την ταινία;
Η αρχική ονομασία, που μου έδωσε και την έμπνευση για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν «Και εγένετο… ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ!», τίτλος που εμπεριέχει και μια δόση χιούμορ, που είναι το αγαπημένο μου… σπορ! Ήταν, δηλαδή, σαν να έδωσε εντολή κάποιος Θεός και… εγένετο! Κρίθηκε, όμως, μη εμπορικός, οπότε καταλήξαμε στο PULP FICTION, που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα επειδή το crime fiction γεννήθηκε από τα pulp magazines της δεκαετίας του ’20 – τα «πολτοπεριοδικά», όπως τα ονόμασα εγώ στα γραψίματά μου – επειδή το χαρτί τους προερχόταν από πολτό ξύλου, λόγω της κρίσεως που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Αμερική. Όσο για την ταινία, βγήκε από μυαλό άλλου «τρελού» με το είδος, πολύ πιο νέου από εμένα, και ήταν η αμερικάνικη εκδοχή του noir, δεδομένου ότι διαδραματιζόταν μέσα στον ημίκοσμο/υπόκοσμο, που ανέφερα και πιο πάνω. Πολύ καλή δουλειά.
Επισημαίνετε ότι στο βιβλίο σας μάς ξεναγείτε στην αυθεντική αστυνομική λογοτεχνία. Πως την ορίζετε;
Σκόπιμα και παρά την θέλησή μου αναφέρθηκα στην «αστυνομική» λογοτεχνία, προκειμένου να καταλάβουν, όσοι δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα, τι πραγματεύεται το βιβλίο, γνωρίζοντας ότι αν το διάβαζαν θα καταλάβαιναν το λάθος που είχε γίνει από την αρχή και θα μάθαιναν τι είναι αυτό που διαβάζουν κάθε φορά που θα αγοράζουν ένα νέο βιβλίο και, το σπουδαιότερο, ότι το φερόμενο ως «αστυνομικό» αφήγημα δεν επινοήθηκε από τους Σκανδιναβούς. Έλεος!!! Τρίζουν συνέχεια τα κόκαλα του Poe, του Conan Doyle, του Ellery Queen, του Carroll John Daly,του Dashiell Hammet, του Lawrence Treat και του EdMcBain που το γέννησαν, το ανάθρεψαν και του έδωσαν την τελική μορφή του.
Τι κάνει την hard boiled λογοτεχνία αντρική υπόθεση;
Δεν νομίζω ότι ισχυρίστηκε κανείς ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά εξυπακούεται, επειδή, πέρα από το ότι δεν περιλαμβάνει τις γνωστές «λογοτεχνικές» φιοριτούρες, ρομαντικές περιγραφές ηλιοβασιλεμάτων και μπερδεμένες προτάσεις ο ήρωας μιας hardboiled ιστορίας είναι οπωσδήποτε, σκληρός, γενναίος μέχρι ανοησίας, μερικές φορές, μιλάει και κινείται με συγκεκριμένο τρόπο σε χώρους όπου δύσκολα θα πήγαινε μια γυναίκα μόνη της και τα βάζει με τύπους που δεν θα τα έβαζε μια γυναίκα εκτός κι αν ήταν καμιά απ΄ αυτές τις υπερ-ηρωίδες που έχει επινοήσει το Χόλιγουντ (Wonder Woman, Cat Woman κλπ).
Στα εξώφυλλα του περιοδικού (Hollywood, Phantom, Spicy) Detective oι γυναίκες είναι πληθωρικές και συχνά μελαχρινές. Υπάρχει ένα αρχέτυπο εξωτερικής εμφάνισης για τις γυναίκες ηρωίδες των νουάρ; Τι σκοπό εξυπηρετεί συνήθως;
Δεν νομίζω ότι είναι κανόνας οι μελαχρινές. Η σύντροφος του Simon Templar, The Saint, λόγου χάρη ήταν ξανθιά και οι διάφοροι ντετέκτιβς που πρωταγωνιστούσαν στα μυθιστορήματα που μετέφραζα εγώ κάποτε, έδειχναν μεγάλη αδυναμία στις ξανθές. Οπωσδήποτε, όμως, έπρεπε να είναι σαγηνευτικές και πλανεύτρες, αλλιώς πώς θα μπoρούσαν να ξελογιάσουν τον Mike Hammer, τον ήρωα του Mickey Spillane, λ.χ. και να τον κάνουν να πιστεύει άλλα αντ΄ άλλων μέχρι την τελευταία σελίδα δύο συγκεκριμένων βιβλίων του ή, μολονότι ένοχες, πώς θα μπορούσαν να πείσουν τον ήρωα μιας ιστορίας να τις βοηθήσει, παριστάνοντας τις αθώες ψυχές Βασικό στοιχείο του είδους η παρουσία πληθωρικής (από ομορφιά) γυναίκας!
Στο 15ο κεφάλαιο του βιβλίου σας παρελαύνουν οι Χρυσές Πένες του είδους. Μόνο δύο γυναίκες φιγουράρουν ανάμεσα σε σαράντα άνδρες. Οι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους Άγκαθα Κρίστι και Πατρίσια Χάισμιθ κάνουν, κατά τη γνώμη μου, για δέκα άνδρες συγγραφείς η μία. Εσείς τι θα λέγατε; Πως θα σχολιάζατε το ύφος τους;
Περί ορέξεως… πώς το λένε; Είχα το προνόμιο να μεταφράσω πρώτος, στην τρυφερή ηλικία των 20 ετών και για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου ΑΤΛΑΝΤΙΣ (Πεχνιβανίδης), το βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι «Ο φόνος του Ρότζερ Ακρόιντ», – ίσως το καλύτερο και πιο ευρηματικό μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ – και στη συνέχεια πολλά διηγήματά της με ήρωα τον Hercule Poirot για τα περιοδικά «Μυστήριο» και «Μάσκα». Με την Πατρίσια Χάισμιθ δεν ασχολήθηκα ποτέ. Δεν ήταν του δικού μου γούστου ή στιλ. Εγώ λάτρεψα, υπηρέτησα και υπηρετώ ακόμα το καθαρόαιμο police procedural με ήρωα τον Υπαστυνόμο Γιαννίδη και τους βοηθούς του Ανδρέα Μπάρκο και Μαρία Σεφέρη και το hardboiled με ήρωα τον «σκληροτράχηλο» ιδιωτικό ντετέκτιβ Πλάτωνα Καρτέση, που έκανε πρόσφατα το ντεμπούτο του και στην Αμερική. Κι αυτό όχι από κάποια διαστροφή, αλλά επειδή και τα δύο απαιτούν λακωνική, κινηματογραφική γραφή, αυτή που χειρίζομαι ΛΕΝΕ πολύ καλά, και σωστά δομημένες ιστορίες που στέκονται και θα μπορούσαν να συμβούν και συμβαίνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

Είστε υπέρ της ατμόσφαιρας όταν διαβάζει κανείς ένα αστυνομικό; Αν διάλεγα τρία βιβλία, τη Μαύρη Ντάλια του Τζέιμς Έλροϊ (είναι ο Τζέιμς Έλροϊ ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας νουάρ;), τον Μεγάλο Αποχαιρετισμό του Ρέιμοντ Τσάντλερ και το The Drowning Pool του Ρος Μακντόναλντ), θα σκηνοθετήσετε για εμάς την ανάγνωσή τους;
Ο καθένας από εμάς έχει διαφορετικά γούστα όσον αφορά την ανάγνωση ενός καλού μυθιστορήματος. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανόνας. Εγώ θέλω απόλυτη ησυχία, όπως κι όταν γράφω, γι’ αυτό και γράφω συνήθως γύρω στις 6 το πρωί που κοιμούνται όλοι κι είναι λιγότεροι οι θόρυβοι γύρω μου, οπότε μπορώ να συγκεντρωθώ χωρίς να αποσπάται η προσοχή μου. Αν έπινα – έπαψα να πίνω, ευτυχώς, πολύ νωρίς στη ζωή μου – θα έπινα ένα whiskey sour, που θα το έφτιαχνα μόνος μου, επειδή κανένας από τους «τεράστιους» σημερινούς bartenders δεν ξέρει να το φτιάχνει. Κι αν μου έκανε κέφι να ακούσω λίγη μουσική, θα άκουγα το ανεπανάληπτο Take Five του David Brubeck. Και τώρα, στο μεγάλο ερώτημα, αν, δηλαδή, ο James Elroy είναι ο καλύτερος εν ζωή συγγραφέας του είδους που με το ζόρι ονομάστηκε noir; Εν ζωή, ίσως, αλλά εγώ ανατράφηκα με τη δουλειά των σκαπανέων του είδους, των γιγάντων που έχτισαν το οικοδόμημα και δεν έκαναν απλώς τη διακόσμηση που έκαναν οι κατοπινοί κι έμαθα την «τέχνη» από αυτούς, οπότε δεν θα μπορέσω ποτέ να παραδεχτώ ότι θα υπάρξει ποτέ κάποιος καλύτερος απ΄ αυτούς!.
Το 1998 ο Τζίμμυ Κορίνης σκηνοθέτησε με το χαρακτηριστικό χιούμορ που τον διακρίνει, τη σύλληψή του με αφορμή την επανακυκλοφορία του περιοδικού ΜΑΣΚΑ. Δείτε το video εδώ|
Η σκηνοθετημένη «Σύλληψη του Τζίμμυ Κορίνη» όπως μεταδόθηκε από την τηλεόραση του ΑΝΤ1