Σε μια χώρα που βρεχόταν γύρω γύρω από θάλασσα, ζούσε ένα κορίτσι που αγαπούσε πολύ τον παραμυθένιο κόσμο της τηλεόρασης. Μέρα και νύχτα κοίταζε την οθόνη και λαχταρούσε να μπει μέσα σε αυτήν, να νιώσει τα λαμπερά φώτα και να περπατήσει στα πλατό των στούντιο. Ήθελε να μπορεί να μιλάει σε όλο τον κόσμο μέσα από τη μαγική αυτή γυάλα και να τη βλέπουν παντού. Ήθελε να γίνει ένα τηλεοπτικό πρόσωπο και να τη γνωρίζει ο κόσμος, να μπορεί να δει τα πράγματα στην οθόνη από μέσα προς τα έξω κι όχι όπως τώρα παρακολουθώντας τα προγράμματα από το σπίτι της. Το ήθελε τόσο πολύ, μα δεν ήξερε πώς να το καταφέρει. Έτσι, από τη στεναχώρια της έπεσε άρρωστη βαριά. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη συνεφέρουν από τη μελαγχολία της και οι μέρες περνούσαν χωρίς κανείς να μπορεί να την κάνει χαρούμενη. Από τη μεγάλη της λύπη, έπεσε σ’ ένα λήθαργο βαθύ, οι αισθήσεις της την εγκατέλειψαν και τότε εκεί που όλοι νόμιζαν πως βρισκόταν σε βαθύ κώμα.
Το κορίτσι πέταξε από τη χαρά του! Σηκώθηκε πάνω, κράτησε την τηλε-νεραϊδούλα από το χέρι και μαζί μπήκαν μέσα στην οθόνη και προσγειώθηκαν στην τηλεχώρα. Η τηλε-νεραϊδούλα τότε άρχισε να εξηγεί στην Έλενα:
«Θέλω να σε ενημερώσω πως η τηλεχώρα είναι χωρισμένη σε ζώνες και σε κάθε μια από αυτές βασιλεύει μια ισχυρή βασίλισσα. Υπάρχουν τέσσερις ζώνες: H πρωινή, η μεσημεριανή, η απογευματινή και η βραδινή. Τέσσερις βασίλισσες κάθε μέρα βασιλεύουν διαδοχικά στην τηλεχώρα και το κοινό, και ο λαός τους, όσο πιο πολύ τις παρακολουθεί, τόσο πιο πολύ ενισχύει την εξουσία τους. Αν για κακή τους τύχη κάποια, δεν τη βλέπουν όσο θα ‘πρεπε, αυτή καθαιρείται και μια άλλη, καινούρια, καλείται να ανέβει στο θρόνο. Η παλιά βασίλισσα μαραζώνει και τελικά πεθαίνει από τη στενοχώρια της, ενώ ο θρόνος πάντα τρίζει για την κάθε νέα βασίλισσα, της οποίας η βασιλεία κάθε μέρα δοκιμάζεται και επ’ ουδενί δεν είναι παντοτινή. Οι βασίλισσες της τηλεχώρας ζουν όπως και οι νεράιδες. Παίρνουν ζωή από την αγάπη του κόσμου κι αν ο κόσμος πάψει να τις αγαπά, τότε αυτές χάνονται και πεθαίνουν κάπου μόνες τους και ξεχασμένες. Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια στα τηλεδρώμενα, αλλά ας πάμε να γνωρίσεις την πρώτη μεγάλη κυρία.. Ξημέρωσε βλέπω και η βασίλισσα της πρωινής ζώνης ανέβηκε στο θρόνο της…»
Ήταν μια πολύ δροσερή και λαμπερή κυρία, με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανa μάτια, με ροδοκόκκινα χείλη και μια φρεσκάδα σαν την πρώτη πρωινή ανοιξιάτικη αύρα. Ήταν πολύ χαμογελαστή, μύριζε σαν πεντανόστιμο γλυκό κι έμοιαζε προσιτή και φιλική. Η βασίλισσα της πρωινής ζώνης ήταν ανάλαφρη σαν πούπουλο, δεν περπατούσε στη Γη, αλλά πετούσε λιγάκι παραπάνω. Τα λόγια της ήταν ανάλαφρα σαν χάδια και σε έκανε να νιώθεις ότι την ξέρεις χρόνια. Ζούσε μέσα σε ένα πολύ σπιτικό πλατό. Οι συνεργάτες της έλεγαν αστεία κι εκείνη γελούσε ασταμάτητα. Τριγύρω, σου έσπαγαν τη μύτη διάφορες μυρωδιές φαγητών και άκουγες τραγούδια, ενώ όμορφα κορίτσια έδειχναν ρούχα και χόρευαν χαρούμενα.. Στους αναπαυτικούς καναπέδες της κάθονταν διάφοροι καλεσμένοι που μιλούσαν για διάφορα καθημερινά θέματα που ενδιαφέρουν το μέσο τηλεθεατή, πολλά μα πάρα πολλά δώρα χάριζε η βασίλισσα σε αυτούς που την έβλεπαν και η ατμόσφαιρα ήταν πάντα χαρούμενη και ξέγνοιαστη όπως ο πρωινός ήλιος που τρυπώνει στα σπίτια από τις χαραμάδες των παραθύρων και τους ξεσηκώνει για να ξεκινήσει μια όμορφη ωραία μέρα. Σε ένα διαφημιστικό διάλειμμα, η Έλενα και η τηλε-νεραϊδούλα μπόρεσαν να ρωτήσουν την πεντάμορφη βασίλισσα τι αγαπάει περισσότερο και τι φοβάται περισσότερο στην τηλεχώρα… Η πρώτη κυρία της πρωινής ζώνης είπε πως πιο πολύ αγαπάει τον πρωινό της καφέ και περισσότερο απ’ όλα φοβάται τη δύση της καριέρας της. Η Έλενα σκέφτηκε, παρατηρώντας τη βασίλισσα της πρωινής ζώνης πως είναι η γυναίκα που έκανε τη νοικοκυρά να νιώθει ντίβα. Είναι η γυναίκα που έβαλε τη μόδα μέσα στο νεροχύτη δείχνοντας στην κυρία των οικιακών πώς να συνδυάζει τη ζαρτιέρα με το ημίψηλο καπέλο σε προχωρημένες επιδείξεις στιλ, που κρατάει συντροφιά στις γυναίκες που σιδερώνουν και τους έδειξε πώς να μαγειρεύουν avant garde φασολάδα με ευφάνταστες ελαφρώς παραλλαγμένες συνταγές. Είναι τελικώς η γυναίκα που απενοχοποίησε τις πρωινές ώρες αυτών που δεν εργάζονται και μάλιστα σκανδάλισε και αυτούς που εργάζονται, διότι σε ουκ ολίγα γραφεία μπαίνει η δεσποσύνη τα πρωινά. Ναι, πράγματι δεν ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ούτε είχε πτυχίο από το Harvard και σαφώς δεν της χρειάζονταν όλα αυτά μια κι έμπαινε σε νοικοκυρόσπιτα. Η βασίλισσα, όση ώρα διήρκεσε η βασιλεία της, μοίρασε απλόχερα 348.875 χαμόγελα, 590 φιλιά, 12 τηλεοράσεις και 3 σετ σιδερώματος. Έκανε το κοινό της ευτυχισμένο και τις αντίζηλές της να σκάσουν στα γύρω χωριά της τηλεχώρας. Παρέδωσε τη σκυτάλη στην επόμενη, τη μεγάλη κυρία με το φτυάρι, τη βασίλισσα της μεσημεριανής ζώνης.
Στη μεσημεριανή ζώνη τα πράγματα έμπλεκαν λίγο. Η πρωινή χαρά είχε κάπως κοπάσει. Η βασίλισσα αυτής της ζώνης ήταν κάπως εντυπωσιακή, αλλά όχι τόσο χαρωπή όσο η πρωινή. Ήταν όμορφη κι αυτή, αλλά με μια περίλυπη έκφραση κι ένα πονεμένο βλέμμα, το οποίο στη στιγμή σαν από θαύμα, μετατρεπόταν σε ένα σκληρό προσωπείο, με μια πολύ έντονη επικριτική διάθεση και τα λόγια της έκοβαν σαν ξυράφια ή τρυπούσαν σαν καρφιά. Στο μάγουλό της γυάλιζε ένα δάκρυ στις ανάλογες περιστάσεις, αλλά δεν ήταν αληθινό, ήταν faux bijoux. Μαζί της είχε για συμπαρουσιαστή έναν κροκόδειλο, ο οποίος έκλαιγε ασταμάτητα με τα περίφημα πλέον «κροκοδείλια δάκρυα» του. Αυτή η βασίλισσα δεν αστειευόταν. Έβαζε τα πράγματα στη θέση τους και έπρεπε να μαθαίνει και να λέει τα πάντα τα οποία συνέβαιναν στον καθένα στο κοινό της προς τέρψιν της περιέργειας. Στο πλατό της μεσημεριανής βασίλισσας δεν υπήρχαν πολλά νταβαντούρια, ούτε χοροί μήτε τραγούδια. Δεν μαγείρευαν ούτε διάβαζαν τ’ άστρα. Η βασίλισσα και οι συνεργάτες της κάθονταν πίσω από έναν πάγκο κι έμοιαζαν με έδρα δικαστηρίου στην οποία και θα έδιναν λόγο όλοι. Στην άκρη καθόταν ο κροκόδειλος κι έδινε το ρυθμό σταθερά με το κλάμα. Η βασίλισσα βούρκωνε, συμβούλευε, ανέκρινε, θύμωνε ,μάλωνε, ξεμπρόστιαζε ,ηθικολογούσε γινόταν μαλλιά και κουβάρια με τους υπηκοόους της που είχαν ‘υποπέσει’ σε κάποιο σφάλμα στη δημόσια ή ακόμα χειρότερα στην ιδιωτική τους ζωή. Ξετρύπωνε κάποιους από τους διάσημους πολίτες που κάπου κυκλοφόρησαν με το ή την σύντροφό τους ,που κάποτε τσακώθηκαν μεταξύ τους, που έκαναν κάτι στα κρυφά και τους έκανε βούκινο δημοσίως προς ενημέρωση του αδηφάγου τηλεοπτικου κοινού. Ενίοτε δε, όταν είχε μαζί τους τηλεφωνική επικοινωνία η ανάκρισή της άγγιζε αυτή του τρίτου βαθμού και οι επιπλήξεις της ήταν σκληρές και ταπεινωτικές. Χρησιμοποιούσε το φονικό της φτυάρι κι έπαιρνε κεφάλια. Με αυτό έσκαβε τους λάκκους των ‘αμαρτωλών’ και τους πέταγε μέσα, φτυάριζε για να τους θάψει και στο τέλος κάρφωνε στο μνήμα το φτυάρι της, επισφραγίζοντας έτσι την σταυροφορία της για το γενικό καλό του τόπου και της κοινωνίας , μια και το κουτσομπολιό είναι δικαίωμα όλων. Κανείς δε μπορεί να στερήσει από το λαό της μεσημεριανής βασίλισσας το δικαίωμα του να μαθαίνει τα προσωπικά των επωνύμων. Κι όμως, όσο σκληρά κι αν τους φερόταν, όσο βαθυά κι αν έχωνε τη μύτη της παντού, το κοινό της τη λάτρευε και την παρακολουθούσε φανατικά. Μια αρρωστημένη εξάρτηση γέμιζε τα μεσημέρια τους με έναν απολαυστικό κι αποκαλυπτικό κλαψύγελο τον οποίο είχαν αεροβαφτίσει ψυχαγωγία. Η τηλε-νεραιδούλα, φοβόταν λιγάκι τη βασίλισσα της μεσημεριανής ζώνης μη θυμώσει μαζί της και της χώσει καμία με το φτυάρι έτσι είπε στην Έλενα να πάει μόνη της και να γνωρίσει τη σιδηρά κυρία. Διστακτικά η Έλενα πλησίασε τη βασίλισσα και τη ρώτησε τι αγαπάει και τι φοβάται περισσότερο στην τηλεχώρα. Εκείνη, σε μια κρίση ειλικρίνειας απάντησε πως αγαπάει τις ανθρώπινες αδυναμίες και φοβάται μην πέσουν οι τηλεθεατές της για μεσημεριανό ύπνο.
Oι ώρες περνούσαν και η νεράιδα με την Έλενα ήρθε η ώρα να φτάσουν στο πλατό της απογευματινής βασίλισσας. Εκεί βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια έκπληξη. Η απογευματινή βασίλισσα δεν τους επέτρεπε να την πλησιάσουν. Μπορούσαν μονάχα να τη δουν από μακρυά. Συνήθιζε να κάθεται στο μαγικό παράθυρό της κι από κει να επικοινωνεί με το κοινό της. Κάθε απόγευμα λοιπόν, έφτανε κοντά στο περβάζι της κι έτσι περνούσε όλο της το χρόνο, ανοιγοκλείνοντας τα μαγικά της παραθυρόφυλλα και μια βρισκόταν εδώ και μια εκεί σε διαφορετικές τηλεοπτικές συζητήσεις λέγοντας τη γνώμη της πανταχόθεν και περί παντός επιστητού. Η απογευματινή βασίλισσα έκανε πως τα ήξερε όλα. Είχε αναλάβει το ρόλο του συνηγόρου του πολίτη. Δεν της ξέφευγε τίποτε. Για όλα είχε κάτι να πει και έχοντας μια λύση για κάθε πρόβλημα όπως και ένα πρόβλημα σε κάθε λύση. Ήταν κομματάκι μορφωμένη, όχι πολύ, ίσα ίσα για να μπορεί να σταθεί στο παράθυρο και να μην την περάσουν για γλάστρα. Δεν έβλεπες αν ήταν όμορφη, γιατί στο πρόσωπό της φορούσε μια μάσκα, άλλωστε τους τηλεθεατές δεν τους ενδιέφερε τόσο το παρουσιαστικό της όσο τα λεγόμενά της. Πιστεύω πως αυτή η βασίλισσα είχε πολλές αδελφές που βασίλευαν μαζί της για να μπορούν να παρευρίσκονται σε όλων των ειδών τις συζητήσεις και σε όλα τα κανάλια ταυτόχρονα και συγχρονισμένα. Ήταν κάτι σαν το τάγμα του Ρομπέν των Δασών. Έπρεπε να υπερασπίζονται τα δικαιώματα του λαού με τον δικό τους μάλλον απαράδεκτο τρόπο ανά πάσα στιγμή και σε κάθε πάνελ. Πίστευε πως ο καθένας θα έπρεπε να ταυτίζεται με τα λεγόμενά της, να μπορεί να μπει στη θέση της και να τα πει έξω απ τα δόντια. Η βασίλισσα αυτή ήταν η φωνή του λαού. Κάτω από το κρυμμένο πρόσωπο όμως, ήταν ντυμένη προκλητικά .Κι έτσι έπρεπε, για να ιντριγκάρει ακόμα και τους πιο αδιάφορους. Αυτούς που αδιαφορούν για τα λεγόμενα που μπορεί να είναι και μπούρδες και να μπερδεύονται με τις φαμφάρες υποκύπτοντας στο αμάρτημα της λαγνείας του λόγου. Στο πλατό ήταν μόνη της με τους τεχνικούς και με μοναδικό της αξεσουάρ ένα μικρόφωνο. Μέσα σε ένα απόγευμα, πέρασε από όλα τα κανάλια της τηλεχώρας, και μίλησε για όλα τα θέματα της επικαιρότητας. Βρίστηκε με πολλούς κι αγαπήθηκε με τους περισσότερους. Έχωσε μπηχτές και πέταξε σπόντες. Έκανε τη συνδικαλίστρια, την ειδήμων, τη σπλαχνική, την ενημερωμένη, την καυστική και τη μαχητική. Τα έδωσε όλα κι εξαντλημένη πια, προς το τέλος των συζητήσεων εκνευρισμένη φανερά με έναν από τους συνομιλητές της, έκανε μια θριαμβευτική έξοδο, τράβηξε το ακουστικό κι έβγαλε το μικρόφωνό της απόχωρόντας αιφνιδιαστικά από το πλάνο. Αυτή ήταν η απογευματινή βασίλισσα, η μπουμπουλίνα της τηλεχώρας. Κι αλοίμονο σ’αυτούς που θα προσπαθούσαν να πλανέψουν το κοινό της. Αυτή θα άνοιγε τα μάτια στους πολίτες και θα διεκδικουσε το δίκιο του. Έδινε κάθε μέρα την τηλεμάχη της. Τελικά όμως δεν το έκανε ανιδιοτελώς. Αυτός ήταν ο τρόπος της να βασιλεύει, εκμεταλλεύόταν την υπεράσπιση των αδυνάτων για προσωπικό της όφελος. Η Έλενα συνειδητοποίησε πως όσο περνούσε η ώρα τα πράγματα σοβάρευαν και οι βασίλισσες αγρίευαν. Η μικρή τηλε-νεραιδούλα το ήξερε αυτό αλλά δεν την είχε προειδοποιήσει .Ήθελε να καταλάβει τα πράγματα από μόνη της. Η Έλενα συνειδητοποίησε πως όποια ερώτηση κι αν έκανε σε αυτή τη βασίλισσα θα απαντούσε, διάλεξε όμως την ίδια. Έφτασε κάτω από το παράθυρό της και τη ρώτησε: «Σε τι πιστεύεις και τι φοβάσαι βασίλισσα μου;» Εκείνη καθώς απομακρυνόταν από το περβάζι φώναξε : «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα, είμαι ελεύθερη».
Ήταν πλέον φανερό πώς όσο έπεφτε η νύχτα τόσο τα πράγματα σκούραιναν. Όσο περνουσε η ώρα οι βασίλισσες γίνονταν πιο ισχυρές και μάχιμες. Είχε μείνει πια μονάχα η τελευταία , η σοβαρή, η ενημερωτική, η ειδησεογραφική ζώνη. Η νυχτερινή.
Η μικρή νεράιδα ένιωσε την αύρα της βασίλισσας να πλησιάζει από μακρυά. Η Έλενα ένιωσε να τρίζουν τα πατώματα και άκουσε να παίζει η επιβλητική μουσική της έναρξης του δελτίου ειδήσεων. Η βασίλισσα της νυχτερινής ζώνης προκαλούσε κάτι περισσότερο από δέος στο πέρασμά της. Όλα πάνω της ήταν προβλεπόμενα. Το χτένισμα, το σακάκι, η καρφίτσα, το στυλό, τα σκουλαρίκια και το μακιγιάζ της. Τίποτε περισσότερο τίποτα λιγότερο, τίποτα τυχαίο. Μέσα στα μάτια της έβλεπες μια υπεροπτική σιγουριά για τον εαυτό της μια προσωπική έπαρση που αγκομαχούσε σα να ήθελε να κρυφτεί και δε μπορούσε ,αλλά δημιουργούσε μια λάμψη στην άκρη του ματιού της που κάποιοι θα την χαρακτήριζαν εξυπνάδα. Το πλατώ της ήταν σκουπισμένο, τακτοποιημένο, όλα τα συστήματα δούλευαν στην εντέλεια και οι τεχνικοί ήταν κουρεμένοι, ξυρισμένοι ,είχαν κάνει μπάνιο κι είχαν πλύνει τα δόντια τους. Η κυρία ήταν μορφωμένη. Ήταν ελκυστική και γοητευτική .Ήταν αδίστακτη και αδυσώπητη. Αυτοθυσιαζόταν πάνω στο βωμό της έγκυρης και έγκαιρης ενημέρωσης, έσφαζε όμως και με το γάντι τους αντιφρονούντες. Γιατί αυτή ήταν η δημόσια τιμωρός τους σε σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές υποθέσεις και ήξερε καλά πώς δύσκολα αποφεύγουν μετά τον διασυρμό όσοι αποκαλύπτεται πως παραστρατούν. Όταν ήταν πιο νέα ,τα δελτία ειδήσεων δεν ήταν η ενφάν γκατέ της τηλεχώρας. Τώρα που ωρίμασε αυτή ,η βραδυνή ζώνη έγινε συνώνυμη της κυρίαρχης δύναμης που ακούει στο όνομα ειδησεογραφία. Έτσι αυτή ήπιε το ελιξήριο της νιότης που μόνο μια βασίλισσα μπορεί να βρει και να χρησιμοποιήσει για το prestige της και κέρδισε το χαμένο έδαφος. Έγινε πιο όμορφη από τις νεότερες και παρέμεινε πολύ πιο αξιόλογη και καλλιεργημένη από αυτές. Δεν την ένοιαζε τίποτε .Ένιωθε πρώτη και καλύτερη στην τηλεχώρα κι αυτό απέπνεε στο πέρασμά της. Τις άλλες βασίλισσες τις θεωρούσε παρακατιανές ,δεν το είχε πει ποτέ, αλλά τις άφηνε ασχολίαστες τόσο μα τόσο, που ήταν ολοφάνερο πως τις θεωρούσε ανύπαρκτες .Ουσιαστικά θεωρούσε πως με τις προηγούμενες βασίλισσες, απλά πέρναγε ο χρόνος μέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της βασιλείας. Ήταν η μόνη απ’όλες που είχε καταφέρει όχι μόνο να μονοπωλεί το δελτίο ειδήσεων αφανίζοντας όποιον άλλον αντιβασιλέα τολμούσε να σταθεί απέναντί της, αλλά είχε κι άλλη εκπομπή δική της, στην ίδια ζώνη και οι καλεσμένοι της ήταν πάντα σοβαροί και βαρυά ονόματα της πολιτικής κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας. Η Έλενα σκέφτηκε πως αυτή τη βασίλισσα, ούτε τη ρώτησε ποτέ κανείς, ούτε πρόκειται να τολμήσει να τη ρωτήσει. Αυτή είναι πλασμένη μόνο για να κάνει ερωτήσεις, να ορίζει ποιος θα τις απαντήσει, και πόση ώρα θα του επιτρέψει να μιλήσει. Επίσης ήταν εξουσιοδοτημένη από το Θεό να κρίνει τις απαντήσεις αυτές και να τις διορθώνει σύμφωνα με τα δικά της πιστεύω για να μην επέλθει το θανάσιμο αμάρτημα της παραπληροφόρησης του λαού της από κανένα τσαρλατάνο. Και μόνο που τα σκέφτηκε όλα αυτά η Έλενα, κοίταξε την τηλε-νεραιδούλα και σκέφτηκαν κάποια στιγμή να διοργανώσουν ένα ντιμπέιτ ,γιατί η συγκεκριμένη βασίλισσα μόνο με μια τέτοια διαδικασία θα καταδεχόταν να δώσει απαντήσεις και μόνο ενώπιον ολόκληρου του λαού της τον οποίο ήθελε καθηλωμένο στις οθόνες για να ακούσει τις απαντήσεις της.
«Ο χρόνος μας τελειώνει Έλενα» ψέλλισε η τηλε-νεραιδούλα. «Σε λίγο το ρολόι θα δείξει 12 κι αφού είδες και τις τέσσερις βασίλισσες θα πρέπει να επιστρέψεις πίσω στην πατρίδα σου, η τηλεχώρα δε μπορεί να σε φιλοξενήσει άλλο. Σε λίγο η οθόνη θα σβήσει και το τηλε παραμύθι που έζησες θα τελειώσει.Πές μου,έχεις μια ευχή. Ποια είναι αυτή;»
Η Έλενα σκέφτηκε λίγο και είπε στην καλή τηλε-νεραιδούλα : «Θέλω να με κάνεις την Πέμπτη Βασίλισσα, αυτή που θα μπορέσει να βασιλεύσει σε όλες τις ζώνες αλλάζοντάς αυτά που δεν της αρέσουν προς το καλύτερο, αυτή που θα συγκεντρώνει τα καλά όλων των προηγουμένων και θα είναι απαλλαγμένη από όλα τα ελλατώματά τους. Αυτή που θα την αγαπήσει το κοινό όλων των ηλικιών και όλων των επιπέδων. Αυτή που δε θα φοβάται τα μηχανάκια της τηλεθέασης. Αυτή που θα είναι ταυτόχρονα νέα, όμορφη, έξυπνη, ειλικρινής, μορφωμένη, ευχάριστη και συμπαθητική. Θέλω να γίνω το Πέμπτο Στοιχείο.»
Η μικρή νεράιδα κοίταζε αποσβολωμένη την Έλενα. Στο τέλος, γύρισε και της είπε :« Κοριτσάκι μου , αυτά που ζητάς, δε γίνονται ούτε στα παραμύθια». Και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα…
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Uman τον Ιανουάριο του 2008