Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Yes, Please η Έιμι Πέλερ ξεκαθαρίζει από την αρχή: «Δεν είμαι τόσο καλή όσο νομίζετε» και, όπως καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας παρακάτω, το εννοεί. «Μα πώς;» μπορεί να αναρωτηθεί ο αναγνώστης φέρνοντας στο μυαλό την ξανθιά γαλανομάτα κωμικό με το απίστευτο χιούμορ που σε τίποτα δεν θυμίζει το στερεότυπο της bitch με το κόκκινο κραγιόν, το ένα φρύδι σηκωμένο και τον Μπραντ Πιτ στα πόδια της σε ρόλο εκπαιδευμένου τσιουάουα.
Φυσικά πρόκειται για παρεξήγηση καθώς η συγγραφέας δεν εννοεί καθόλου ότι πορεύεται στη ζωή ως ενσάρκωση της Κρουέλα ντε Βιλ –εννοεί αυτό ακριβώς που λέει. Ότι δεν είναι υπερβολικά καλή μονίμως. Πράγμα που την κάνει bitch μόνο σε αυτούς που πιστεύουν στο σύμπαν του άσπρου και του μαύρου, της μέρας και της νύχτας, του καλού κοριτσιού και της άκαρδης σκύλας. Και όλοι ξέρουμε πόσο ρεαλιστικός είναι ο κόσμος όπου υπάρχουν μόνο οι απόλυτες αντιθέσεις και μετά το χάος. Δυστυχώς, ρεαλιστικός ή μη, ο κόσμος είναι –ακόμα– φτιαγμένος από αυτό το σκληρό ύφασμα όπου ό,τι παρεκκλίνει από το μοντέλο της ντοπαρισμένης με ενισχυμένες δόσεις σεροτονίνης γυναίκας εμπίπτει αυτόματα στην κατηγορία bitch. Είσαι φιλόδοξη; Bitch. Δεν χαμογελάς ευγενικά όταν κάποιος θεωρεί την ευγένειά σου δεδομένη; Bitch. Απαιτείς να αναγνωρίζεται η δουλειά σου και όχι η προθυμία σου; Πολύ bitch. Ο κανόνας που μαθαίνουμε από μικρά κορίτσια είναι να είμαστε καλά παιδιά και στην άκρη του ουράνιου τόξου θα επιβραβευτούμε για κάθε μας κατάφαση και μάλιστα με τόκο.
Η πραγματικότητα βέβαια έρχεται να ποδοπατήσει τη συγκεκριμένη φιλοσοφία με αβρότητα ιπποπόταμου: στον κανονικό κόσμο η Σταχτοπούτα πρέπει να φτιάξει και το γοβάκι και την άμαξα, για να μην πω και το παλάτι, μόνη της. Και σίγουρα δεν θα το καταφέρει όσο δέχεται να πλένει τις κουρτίνες της μητριάς της χορεύοντας και τραγουδώντας. Το παράδοξο είναι η συλλογιστική που επικρατεί και λέει ότι ο δρόμος προς την επιτυχία (επαγγελματική και προσωπική) είναι στρωμένος με διπλωματικούς ελιγμούς. Να πεις αυτό που θες αλλά με τρόπο. Να δώσεις κάτι που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έδινες για να πάρεις κάτι άλλο. Ταυτόχρονα δε να ξέρεις να βάζεις τα όριά σου και, κυρίως, να δέχεσαι την κριτική με χάρη, σαν να σου απονέμεται Όσκαρ. Μόνο που η ζογκλερική ψυχολογία δεν είναι ευχάριστος τρόπος για να περπατήσεις στη ζωή και, επιπλέον, κανείς δεν σου υπόσχεται ότι αν καταφέρεις να πορευτείς κάνοντας από μέσα σου ένα ατέρμονο παζάρι, θα πάρεις και αυτό που θέλεις. Γενικά μιλώντας, βέβαια, είναι δύσκολο να μη λαμβάνεις υπόψη τη γνώμη των άλλων και μάλλον είναι και κακώς εννοούμενα εγωιστικό το να αδιαφορείς παντελώς για τα αισθήματα, κυρίως, εκείνων που έχουν σημασία. Εντάξει, όχι μάλλον, σίγουρα. Από εκεί και πέρα, όμως, το να θέτεις σαφώς τα όριά σου και να λες και κανένα όχι πού και πού είναι η αφετηρία που θα σε πάει, όχι απαραίτητα πιο γρήγορα αλλά πιο σίγουρα, στο προσωπικό σου Ελντοράντο.
Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό αφορά εμένα, ένα meeting σε περιοδικό όπου εργαζόμουν και μια διευθύντρια που είχε τη φαεινή ιδέα να μας προτείνει να δουλέψουμε τις ημέρες των Χριστουγέννων για να προλάβουμε τα deadlines που μας ξέφυγαν εξαιτίας δικής της κακής οργάνωσης (όχι δεν το είπε έτσι). Απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα αρνητικά. Όταν μου ζητήθηκε ο λόγος σε κλίμα βαθιάς κατάψυξης, εξήγησα ότι σέβομαι το χρόνο μου και δεν αισθάνομαι ότι δεν ήμουν σωστή στην παράδοση της δουλειάς μου, ώστε να υποστώ αυτή την τιμωρία. Έγινα αντιπαθητική; Φυσικά αλλά δεν έκανα αυτό που δεν ήθελα. Στην πορεία βέβαια απολύθηκα, που αρχικά δεν το λες και ωραία εξέλιξη, αλλά αμέσως μετά βρήκα μια δουλειά που μου άρεσε και όπου κανείς δεν μου ζήτησε να παριστάνω το σκλάβο στη γαλέρα του και μάλιστα μόνο και μόνο για τη χαρά της κωπηλασίας. Κανείς δεν λέει ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν πάει απείρως χειρότερα, αυτή όμως ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχα για μια πιθανότητα στο να πάνε κάπως καλύτερα.
Η άλλη μου επιλογή, το να έχω δεχτεί κάτι που θεωρώ ότι με αδικεί, θα σήμαινε ότι μάλλον θα ήμουν ακόμα εκεί, να μισώ τη δουλειά μου, τη ζωή μου και κυρίως τον εαυτό μου που δεν τον υπερασπίστηκα στα βασικά. ΜΕΡΙΚ Α ΣΠ ΑΣΜΕΝ Α ΑΥΓ Α Μερικά «όχι» είναι αυτονόητα αν θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτά τα περιβόητα όρια, όσο αντίθετα κι αν είναι στο ηλίθιο στερεότυπο περί θηλυκότητας που λέει ότι πρέπει να δέχεσαι τις πιο παράλογες απαιτήσεις χαμογελώντας στωικά. Γιατί ακόμα ισχύει και όποιος δεν το πιστεύει μπορεί να ρίξει μια ματιά στις συμβουλές περί επιτυχίας που δημοσιεύονται κατά καιρούς. Εκεί θα δει ότι αν και στα περί προσωπικών η στρατηγική λέει να μη δέχεσαι μύγα στο σπαθί σου από εκείνον που προσπαθεί να σε καπελώσει, στα επαγγελματικά το τι «πρότεινε καινούργια πρότζεκτ», τι «τελείωσε πριν το deadline», τι «κάνε δουλειά που δεν σου ζήτησαν» κυκλοφορεί δεν λέγεται, μόνο το «πώς να χαρίσεις τον πρωτότοκό σου στη διευθύντριά σου» δεν έχουμε διαβάσει ακόμα κι αυτό μάλλον επειδή δεν θέλει παιδιά. Και φυσικά όλα αυτά όταν απευθύνονται στα θηλυκά. Για τα αρσενικά δεν θεωρείται πετυχημένη στρατηγική το να συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες χαρτοπετσέτες. Στην πραγματικότητα, αυτό το «όχι και τόσο καλή» που διευκρινίζει η Πέλερ στο βιβλίο της δεν είναι και ο ορισμός του bitch. Το να εκφράζεις τι θέλεις και να μη δέχεσαι ό,τι υποκατάστατο σου προσφέρεται δεν είναι κακία. Η κωμικός επίσης περιποιείται με τον τρόπο της και το κλισέ της επίπλαστης σεμνότητας και δηλώνει ορθά κοφτά πως ό,τι πέτυχε το πέτυχε με τη δουλειά και την προσωπικότητά της και όχι επειδή τη βοήθησαν κάποιοι που της έδωσαν ευκαιρίες. Σε έναν κόσμο που θεωρείται «μη θηλυκό» το να είσαι δηλωμένα φιλόδοξη, να μη δέχεσαι καταστάσεις που δεν θα επέλεγες ποτέ και να μη χαμογελάς όταν ακούς κριτική που δεν ζήτησες (από το αφεντικό, το σύντροφο, τη μάνα σου, διαλέγεις και παίρνεις), το αυτονόητο χαρακτηρίζεται bitchy ή, ακόμα χειρότερα, φεμινιστικό.
H συγγραφέας Ρεμπέκα Γουέστ το είχε διατυπώσει ωραιότατα λέγοντας «το μόνο που ξέρω είναι ότι ο κόσμος με λέει φεμινίστρια όταν εκφράζω αισθήματα που με διαφοροποιούν από το χαλάκι της πόρτας». Ε, αν σκεφτούμε τις πιο πετυχημένες γυναίκες εκεί έξω, το σύνδρομο «χαλάκι της πόρτας» είναι ακριβώς αυτό που δεν τις χαρακτηρίζει. Περί του πώς να μάθεις να λες «όχι» και να μην επιτρέπεις στον πάσα ένα να ανακατεύεται στη ζωή σου έχουν γραφτεί ανησυχητικά πολλά άρθρα και βιβλία. Προφανώς βοηθάει και η προπαγάνδα του ότι πρέπει να είσαι αρεστή σχεδόν σε όλους, η οποία μάλλον ως ψυχολογική πανώλη έχει τόσο πολλά θύματα ώστε να πρέπει να δημιουργηθεί ειδική βιβλιογραφία για το πώς να πεις στο διευθυντή που σου ζητάει να πεταχτείς στο σούπερ μάρκετ να του πάρεις λεμόνια για το σπίτι ή στη θεία σου που έχει άποψη για το πόσα κιλά πρέπει να χάσεις να πάει να πνιγεί. Κανείς δεν λέει βέβαια ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι φρικτά στους άλλους προκειμένου να προκόψεις αλλά το σύνδρομο του καλού κοριτσιού δεν είναι ακριβώς και η φιλοσοφία του νικητή. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να συμπαθούμε αυτούς που κάνουμε ό,τι θέλουμε αλλά η εκτίμηση και η συμπάθεια είναι δύο πολύ διαφορετικές έννοιες που δεν ταυτίζονται σώνει και καλά στο ίδιο πρόσωπο.
Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Forbes έδειξε ότι στο επαγγελματικό περιβάλλον άτομα που χαρακτηρίζονται ως δυσάρεστα κερδίζουν 18% περισσότερα χρήματα από εκείνα που κάνουν τον κόπο να είναι ευχάριστα στους συναδέλφους τους. Και όχι, δεν ήταν όλοι διευθυντές ώστε να είναι αναμενόμενα και τα κέρδη αλλά και η αντιπάθεια. Προφανώς το κλειδί είναι να προσπαθείς για το στόχο σου και, αν χρειαστεί, να συγκρουστείς γι’ αυτόν. Η Έιμι Πέλερ στο βιβλίο της έχει πολλά αστεία περιστατικά που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση αλλά την καλύτερη περιγραφή του γιατί το να είσαι συνέχεια καλός δεν αποδίδει την έκαναν σε ένα επεισόδιο των Simpsons. Εκεί, ένας οδηγός σχολικού προσπαθούσε να μπει σε μια διασταύρωση και μη θέλοντας να ενοχλήσει περίμενε να τον αφήσει κάποιος οδηγός να περάσει στη λωρίδα του. Τέσσερις ώρες μετά το σχολικό βρισκόταν ακόμα στην ίδια θέση. Ναι, το να είσαι καλή με όλους είναι υπερτιμημένο, ειδικά αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένεις στη στροφή για πάντα.