Πρόσφατα μια φίλη επέστρεψε από ταξίδι στην Αγγλία έξαλλη. Όχι, δεν ήταν το #Brexit η πηγή της οργής της. Ήταν το crash test που έκανε άθελά της, στο μυαλό της, ανάμεσα στο σύζυγό της και αυτόν της κολλητής της. Η κολλητή, παντρεμένη με Σουηδό με όψη Βίκινγκ και τρόπους κολεγιόπαιδου, ζει στην ουτοπία που ονειρεύεται κάθε γυναίκα: σε ένα σπίτι με έναν άνδρα που είναι σύντροφος, φίλος, εραστής, σε φλερτάρει, σε φροντίζει, έχει τρόπους. Ένας τέλειος Σκανδιναβός, θα μου πεις, ας μη γενικεύουμε. Έλα όμως που την επομένη άλλη φίλη επέστρεψε από τη Γερμανία και είχε κι εκείνη μόνο επαίνους για το Γερμανό σύζυγο της Ελληνίδας μετοίκου και φίλης της, διανθισμένους με μια δόση από «ενώ ένας Έλληνας άνδρας δεν θα το έκανε ποτέ αυτό» (στη θέση του «αυτό» συμπληρώστε κάτι πολύ ευγενικό, πρακτικό, ρομαντικό ή ευχάριστα απρόβλεπτο). Και ξαφνικά όλο το γραφείο ξεσπάθωσε. Α, τους κακομαθημένους! Που δεν μας βοηθάνε στο σπίτι, που γι’ αυτούς το «μεγαλώνω παιδιά» σημαίνει «παίζω με τα παιδιά» και μετά κάθομαι στη σειρά μαζί τους για να μας ταΐσετε, πλύνετε και βάλετε για ύπνο/παρκάρετε μπροστά σε μια οθόνη.
Τι τρέχει με τους Έλληνες άνδρες; Γιατί ξαφνικά όπου και να κοιτάξω οι φίλες μου γκρινιάζουν; Τι τρέχει με τα (ενήλικα) αγόρια γύρω μας; Γιατί τα έχουν αφήσει όλα πάνω μας; Πάμε για φαγητό; Εμείς θα διαλέξουμε την παρέα και θα κλείσουμε τραπέζι. Παντρευόμαστε; Εμείς πρέπει να τρέξουμε για όλα τα διαδικαστικά και να φροντίσουμε όχι μόνο για την όψη αλλά και τα πρακτικά πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την τελετή. Είμαστε καλεσμένοι σε γάμο; Πρέπει να τους υπενθυμίσουμε εκατό φορές ότι θέλουμε να μας συνοδέψουν. Κάνουμε παιδί; Νομίζω η απάντηση των γυναικών γύρω μου στη σχετική με τη φροντίδα του ερώτηση ήταν «Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχα». Συγκέντρωσα προσεκτικά ένα υβρεολόγιο και σας παραθέτω το top 5: «Κομπλεξικοί», «βολεψάκηδες», «δεν δουλεύουν με τον εαυτό τους», «θέλουν τη μαμά τους», «δεν έχουν ανατροφή». Σε κάθε καρφί στο… φέρετρο της ταφής τους αντιστοιχεί μια σύγκριση με έναν άνδρα από το εξωτερικό –και όχι μόνο τον προαναφερθέντα, ενδεχομένως πολύ καλό για να είναι αληθινός Σουηδό. Ο Αυστραλός της Στέλλας μαγειρεύει καταπληκτικά και δεν αφήνει την κουζίνα σαν παιδότοπο ύστερα από πάρτι με 3χρονα που έπαιζαν τουρτοπόλεμο. Ο Γάλλος της Άννας φροντίζει να μην της λείπει τίποτα και την επαινεί όλη την ώρα για όσα έχει καταφέρει στη δουλειά της χωρίς να νοιάζεται (χωρίς να το δείχνει;) για το γεγονός ότι είναι πιο επιτυχημένη από εκείνον. Ο Φινλανδός της Δέσποινας όχι μόνο καθαρίζει το σπίτι καλύτερα και γρηγορότερα από αυτήν αλλά δεν την κοροϊδεύει ποτέ (όχι μπροστά μας τουλάχιστον) για την ασχετοσύνη της στα social media. Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν, οι συγκρίσεις συνεχίζονται, οι γυναίκες γύρω μου είναι αμείλικτες.
Κάτι πάω να ψελλίσω περί ελληνικού φιλότιμου, λεβεντιάς και έξω καρδιάς και με κολλάνε στον τοίχο τρεις παντρεμένες και μια χωρισμένη με βλέμματα ταβανόπροκες. Η πρώτη τα βάζει με τη μαμά του που τον καλόμαθε, η δεύτερη με τη δική της πεθερά που δεν του έμαθε ούτε τα κορδόνια του να δένει, η τρίτη με την αδελφή του που συχνά αντικαθιστά τη μαμά του σε ρόλο υπηρετικού προσωπικού και η τελευταία απλώς αναστενάζει: τι να το κάνεις το μεσογειακό ταμπεραμέντο όταν σε κάνει ρεζίλι στο camping με τις αγριοφωνάρες και την επιδειξιομανία του πλάι στον πράο, uber hot και εξαιρετικά ικανό στο στήσιμο σκηνής Δανό;
Εγώ θέλω τώρα να κάνω οπωσδήποτε το συνήγορο του διαβόλου και βάζω τα δυνατά μου. Εντάξει, οι Έλληνες άνδρες είναι φαφλατάδες και χαβαλέδες και τζάμπα μάγκες αλλά είναι και παθιασμένοι και φιλότιμοι και συναισθηματικοί και εφευρετικοί. Δεν είναι μηχανές, δεν είναι by the book Βρετανοί σύζυγοι, δεν είναι μελοδραματικοί Ιταλοί εραστές, δεν είναι αγαθά φιλαράκια από την Αμερική. Είναι ο παμπόνηρος Οδυσσέας και ο απόμακρος Αίαντας σε ένα. Οι παρομοιώσεις μου πέφτουν στο κενό. Οι γυναίκες γύρω μου είναι έξαλλες.
Μήπως να κάνωτο δικό τους συνήγορο τελικά; Ακούω τα παράπονά τους λίγο πιο προσεκτικά.
Ο μέσος Έλληνας θέλει μια γυναίκα καλλίγραμμη, αν όχι μοντέλο μια καλή προσομοίωση τουλάχιστον, όμορφη, περιποιημένη, μακιγιαρισμένη αλλά όχι έντονα (έτσι λέει), λίγο τακούνι, λίγο μίνι, γενικότερα κερδίζουν τα φορέματα, πλούσια μαλλιά που ανεμίζουν λες και υπάρχει πίσω μας ανεμιστήρας και μας ακολουθεί. Δεν είναι αστείο. Οι Έλληνες είναι κυνηγοί του ωραίου, του φτιαγμένου που ωστόσο δεν φαίνεται ότι είναι φτιαγμένο και της υπερπροσπάθειας που όμως έχει γίνει αόρατη κάτω από ένα πέπλο coolness. Τους αρέσουν όλες οι γυναίκες όταν τις βλέπουν σαν θηράματα αλλά πλάι τους θέλουν (στη συντριπτική πλειονότητά τους) μια μικρότερη γυναίκα, κάποια που θα μπορούν να πλάσουν το χαρακτήρα της, οι Πυγμαλίωνες, και να την οδηγήσουν στην ανακάλυψη (της δικής τους εκδοχής) του κόσμου.
Η εικόνα που μας μεταφέρουν οι φίλες οι οποίες ζουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ διαφορετική και αρκετά ενθαρρυντική. Οι περισσότεροι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, φεύγουν από τα σπίτια τους στην τρυφερή ηλικία των 18 χρόνων. Φεύγουν για να σπουδάσουν, να εργαστούν, να συγκατοικήσουν, σε κάθε περίπτωση αποχωρίζονται τους γονείς τους, που ούτως ή άλλως δεν θεωρούν τα παιδιά τους το κέντρο του κόσμου. Κι έτσι προκύπτουν λίγο πιο ισορροπημένοι ενήλικες, πιο ανοιχτόμυαλοι, με λιγότερα ταμπού. Πρώτο και καλύτερο απουσιάζει το ταμπού της ηλικίας αλλά και της ράτσας, της φυλής. Μεικτές οικογένειες, νεαροί μεταπτυχιακοί φοιτητές με πενηντάρες κυρίες δεν προκαλούν σχόλια ούτε θα δεις να σηκώνονται φρύδια στο πέρασμά τους. Με άλλα λόγια οι γυναίκες θεωρούνται γοητευτικές ακόμα κι αν έχουν παραπανήσια κιλά ή χρόνια. Ενώ τα εγχώρια αρσενικά μεγαλώνουν σαν πασάδες, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και δίπλα τους μπορεί να σταθεί μόνο μια Μις Υφήλιος με πτυχίο Νομικής από το Χάρβαρντ, οι Ευρωπαίοι διαλέγουν αληθινές γυναίκες της διπλανής πόρτας με κριτήριο τα κοινά ενδιαφέροντά τους και τους στόχους τους στη ζωή.
Αντιθέτως, ενταύθα, μια ολόκληρη γενιά γυναικών που ανατράφηκαν με φεμινιστικά ιδεώδη, με οικονομική άνεση και ανώτερη μόρφωση δεν έχει σύντροφο ή ταλαιπωρείται σε κατά συρροή ανεκπλήρωτα φλερτ. Όταν μοιράζομαι το στατιστικό με μια φίλη ψυχολόγο στο Λονδίνο, μου απαντά αμέσως με ελαφρύ μειδίαμα: «Πες στις φίλες σου να φύγουν από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα οι άνδρες είναι υπερβολικά κακομαθημένοι, δεν αναλαμβάνουν νωρίς την ευθύνη του εαυτού τους και γι’ αυτό φταίει σίγουρα η Ελληνίδα μάνα, όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό. Το βλέπω και στους ασθενείς μου –έχω Έλληνες με πάρα πολλά προβλήματα δέσμευσης. Στο εξωτερικό, και με αυτό εννοώ τις πολιτισμένες χώρες της Δύσης, οι άνδρες δεν στέκονται στην εξωτερική εμφάνιση και –πολύ σημαντικό!– σέβονται τις γυναίκες. Έχοντας φύγει από το σπίτι τους και μάθει να στηρίζονται οικονομικά στα πόδια τους, αναγκαστικά, από πολύ νέοι, δεν φοβούνται να αναλάβουν την ευθύνη ενός γάμου ή της δημιουργίας οικογένειας».
Η εμπειρία έχει δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις γυναίκες με καλό βιοτικό επίπεδο, αφού αναλώθηκαν σε σχέσεις που δεν ευδοκίμησαν σε αυτή την όμορφη γωνιά της Μεσογείου, βρήκαν αμέσως τον έρωτα και δημιούργησαν οικογένεια όταν μετακόμισαν στο εξωτερικό ή όταν «άνοιξαν» τα μάτια και τις επιλογές τους προς άλλες εθνικότητες. Λέει η Ειρήνη: «Στην Αθήνα ήμουν πολλά χρόνια single. Όταν ήρθα στο Βερολίνο, ύστερα από δύο περιπέτειες, γνώρισα τον Γιαν και τώρα έχω μια κανονική σχέση που λειτουργεί. Η απόσταση από την οικογένεια είναι μεγάλο game changer (σκέψου πόσοι συνομήλικοί σου μένουν πάνω, κάτω από ή πολύ κοντά στην οικογένειά τους). Η μεγάλη πληγή της ελληνικής οικογένειας είναι το σφιχταγκάλιασμα: τόσο σφιχτό που σε πνίγει, τόσο τρυφερό που σε κρατάει δέσμιο. Έτσι έχουμε μεγαλώσει, γυναίκες και άνδρες, στην κοινωνία μας που είναι βαθιά πατριαρχική. Οι άνδρες, κακομαθημένοι από τη μανούλα τους, φοβούνται τις έξυπνες γυναίκες (θα τους τυλίξουν τους άμοιρους). Αν πάλι γνωρίσουν μια γυναίκα η οποία θέλει να κάνει σεξ μαζί τους και δεν φοβάται να το δείξει, εκείνοι σκέφτονται ότι μάλλον αυτή η γυναίκα κάνει αυτήν τη δουλειά όλη την ώρα, δεν είναι προφανώς σοβαρή, δεν είναι το “καλό κορίτσι για σπίτι”, είναι μία από αυτές που του είπε η μανούλα του να προσέχει. Δεν μπορώ να μιλήσω για όλους τους ξένους, μπορώ να μιλήσω για τον Γιαν, με τον οποίο μαθαίνω να επανατοποθετούμαι σε θέματα που δυστυχώς και εγώ η μοντέρνα, η ψαγμένη, η cool πιπίλιζα όπως τα πήρα από τη μάνα μου και αυτή από τη γιαγιά μου. Ο φίλος μου δεν μου ανοίγει τις πόρτες και δεν τσακίζεται να πληρώσει το ποτό μας. Είμαστε δύο εργαζόμενοι άνθρωποι και πάνω σε αυτό βασίζεται η σχέση μας ισότιμα. Χωρίς να έχουμε ορίσει ποιος κάνει τι στο σπίτι, είναι αυτονόητο ότι θα κάνουμε και οι δύο πράγματα. Τέλος, με τον Γιαν σταμάτησα να κάνω σεξιστικά αστεία, αστεία που νόμιζα ότι είναι πιπεράτα ή προχωρημένα, γιατί πολύ απλά δεν γελούσε. “Πιστεύεις ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι οδηγοί από τις γυναίκες;” τον ρώτησα κάποια στιγμή. Έπρεπε να ακούσω το “όχι” του για να αντιληφθώ ότι είμαι εγώ κομμάτι της κοινωνίας που μας τοποθετεί σε συγκεκριμένους ρόλους. Εν ολίγοις, εισιτήριο χωρίς επιστροφή για να επαναπροσδιοριστούμε σαν γυναίκες και να βγούμε από το φαύλο κύκλο».
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Γιατί όλα δείχνουν πως η λύση για τις singles βρίσκεται σε ένα αεροπορικό εισιτήριο χωρίς επιστροφή.