Το εξοχικό μας σπίτι κι εγώ ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι. Οι γονείς μου το απέκτησαν 3-4 χρόνια προτού γεννηθώ και οι αναμνήσεις μου από εκεί ξεκινούν όταν είμαι περίπου πέντε χρόνων. Η Ραφήνα στις αρχές των 90s ήταν παράδεισος. Το σπίτι μας ήταν περίπου 200 μέτρα από τη θάλασσα, μια κατηφορίτσα. Ομως θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι η μαμά μου δεν το ήθελε γιατί η ανηφόρα και τα σκαλιά της επιστροφής από τη θάλασσα δεν είναι ό,τι καλύτερο όταν έχεις τρία κουτσούβελα και κουβαλάς την προίκα τους προς και από την παραλία. Αλλά για εμάς τα παιδιά ήταν παράδεισος. Τον Ιούνιο, μόλις τέλειωναν τα σχολεία, ο μπαμπάς φόρτωνε στο αυτοκίνητο παιδιά, καναρίνια, βαλίτσες και ξεκινούσαμε. Την ιστορία για το πώς η οικογένεια απέκτησε καναρίνι δεν τη θυμάμαι, αλλά μου την έχουν διηγηθεί. Ημουν ακόμη πολύ μικρή, δεν μιλούσα καν, όταν ένα μεσημέρι άρχισα να δείχνω στον πατέρα μου κάτω από το τραπέζι και να λέω «το – το – το». Κοίταξε και βρήκε ένα καναρίνι που το μάζεψε και από τότε είχαμε πάντα καναρίνια στο σπίτι μας. Στην αρχή δεν είχαμε κήπο, η αυλή μας ήταν ένα κοκκινόχωμα που ο μπαμπάς κάλυπτε με άμμο που έφερνε από τη θάλασσα για να παίζουμε. Ηταν ένα πολύ χύμα σπίτι, καθώς ο μπαμπάς μου δεν αγαπούσε τους τύπους. Το ακριβώς αντίθετο ήταν ο νονός μου. Οι δυο τους ήταν γείτονες στη Ραφήνα, που έγιναν φίλοι κι έτσι όταν η μαμά μου ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί, εμένα, ο νονός πρότεινε στον μπαμπά μου να με βαφτίσει. Ο νονός μου λοιπόν ήταν πολύ υποχόνδριος, δεν ήθελε ούτε πευκοβελόνα να βλέπει στην αυλή του, μια ζωή με μια σκούπα κι ένα λάστιχο στο χέρι. Κι όμως, ο άνεμος τις μάζευε στην αυλή του ενώ το χίπικο σπίτι μας παρέμενε πεντακάθαρο.
Εμαθα να κολυμπάω στο Κόκκινο Λιμανάκι. Με έμαθε ο μπαμπάς μου και μάλιστα θυμάμαι ότι είχε τότε ένα σωρό τσούχτρες κι εκείνος τις έπιανε και τις πέταγε έξω στο κοκκινόχωμα. Από τις ωραιότερες αναμνήσεις μου από το σπίτι στη Ραφήνα είναι τα πάρτυ για τα γενέθλια της μεγάλης μου αδερφής, της Δήμητρας, κάθε χρόνο στις 24 Ιουλίου. Ο μπαμπάς γέμιζε πήλινα κιούπια με πάγο για τα αναψυκτικά, κατεβαίναμε για μπάνιο, βοηθούσαμε τη μαμά στην κουζίνα…
Το σπίτι αυτό έγινε το 2000 η μόνιμη κατοικία της Δήμητρας, που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικούς μήνες. Το σπίτι κάηκε μία μέρα πριν από τα γενέθλιά της. Θα γινόταν 38. Εγώ μετακόμισα εκεί πριν από δύο χρόνια για να τη βοηθήσω με την αρρώστια της (υπέφερε από καρκίνο) και όταν έχασα την αδερφή μου το σπίτι έγινε σπίτι μου. Με ρωτούσαν καμιά φορά «καλά, δεν φοβάσαι να μένεις εκεί μόνη σου;».
Από τα σπίτια της γειτονιάς κάηκε το δικό μου και άλλη μία μόνιμη κατοικία, ενώ τέσσερα σπίτια στη σειρά έμειναν άθικτα, με τη φωτιά να περνάει από πάνω τους.
Οταν ξέσπασε η φωτιά ήμουν στο σπίτι με τα παιδιά της μεσαίας αδερφής μου, που είναι 9 και 6 ετών. Τους παρήγγειλα πίτσα και ήμασταν στο τραπέζι όταν είδαμε τον καπνό στην Καλλιτεχνούπολη. Τηλεφώνησα στην αδερφή μου να έρθει να καθίσει με τα παιδιά, ενώ εγώ θα έβρισκα κάνα λάστιχο για να καταβρέξω. Δεν σκεφτήκαμε στιγμή ότι κινδυνεύαμε σε εκείνη τη φάση. Η φωτιά που είχε απειλήσει την περιοχή στο παρελθόν δεν είχε περάσει ποτέ τη Μαραθώνος. Θυμάμαι, ας πούμε, το 1996 να μας έχει ετοιμάσει ο μπαμπάς για να εγκαταλείψουμε το σπίτι, αλλά η φωτιά να μην περνάει ποτέ τη Μαραθώνος. Ο μπαμπάς μου έχει πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια αλλά τον θυμάμαι να λέει ότι αν η φωτιά περάσει τη λεωφόρο θα σταματήσει μόνο στη θάλασσα. Ολα τα σπίτια περιτριγυρίζονταν από πεύκα. Εμείς είχαμε ένα στην αυλή που ακουμπούσε σχεδόν στο σπίτι.
Οταν έφτασε η αδερφή μου, αρχίσαμε να καταβρέχουμε χωρίς να πιστεύουμε ότι διατρέχουμε σοβαρό κίνδυνο. Η φωτιά έμοιαζε να είναι πολύ μακριά, δεν χτύπησε καμία καμπάνα, δεν ακούσαμε σειρήνες, τίποτα. Οι γείτονές μας έφυγαν πριν από εμάς. Είδαν κλειστή την αυλόπορτά μας, θεώρησαν ότι είχαμε ήδη φύγει και δεν μας αναζήτησαν. Καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά όταν εμφανίστηκαν διάφορα αυτοκίνητα που προφανώς δεν ήξεραν τους δρόμους στην περιοχή, έφταναν ως το σπίτι μας, έβλεπαν ότι είναι αδιέξοδο και έκαναν αναστροφή για να προλάβουν να ξεφύγουν. Τότε είδαμε ότι η φωτιά είχε περάσει από κάτω, όχι μόνο πίσω μας, που είναι η Καλλιτεχνούπολη, αλλά και από τη μεριά της θάλασσας. Αρχίσαμε να μαζεύουμε πράγματα – η αδερφή μου η Μάρω έβαλε τα παιδιά στο αυτοκίνητο με βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο, ο καπνός είχε φουντώσει κι εγώ άρχισα να μαζεύω φωτογραφίες της αδερφής που χάσαμε, της Δήμητρας. Αφού έδιωξα την αδερφή μου, με τα παιδιά να μου φωνάζουν να φύγω κι εγώ και τα τηλέφωνα να χτυπάνε ασταμάτητα, άρπαξα γυαλιά οράσεως και διαβατήριο και άρχισα να ρίχνω ρούχα σε μια βαλίτσα. Βγήκα στη βεράντα για να δω πόσο χρόνο έχω για να μαζέψω πράγματα και τότε ήταν που έσκασαν στα πόδια μου τα πρώτα κάρβουνα. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε καθόλου χρόνος να κουβαλήσω ως το αυτοκίνητο την παραγεμισμένη βαλίτσα μου, άρπαξα μια τσάντα και χωρίς να έχω μαζί μου τα κλειδιά του σπιτιού μπήκα μέσα στο Smart μου για να φύγω. Στο αυτοκίνητο δεν έβρισκα τα κλειδιά μου, πανικοβλήθηκα, αλλά ήξερα ότι δεν υπήρχε χρόνος για να ξαναμπώ μέσα στο σπίτι, τα βρήκα τελικά και μέσα στην ταραχή μου δεν είδα ότι η αυλόπορτα είχε κλείσει από τον αέρα και την πήρα σβάρνα, σπάζοντας φανάρια, καθρέφτες και τα λοιπά. Καθώς κατέβαινα το δρόμο μας, τη Ρούμελης, εκεί στη μικρή κατηφορίτσα που την κουτρουβαλούσαμε παιδιά για να φτάσουμε στη θάλασσα συνάντησα τη φωτιά. Πέρασε κυριολεκτικά μέσα από το αυτοκίνητο καθώς έτρεχα σε ένα στριφογυριστό δρόμο χωρίς ορατότητα. Δεν έβλεπα τίποτα, οδήγησα στα τυφλά μέσα στον μαύρο καπνό για περίπου 500 μέτρα, δεν ξέρω πώς έστριβα εκεί που έστριβα, πως δεν έπεσα πάνω σε μαντρότοιχους ή φλεγόμενα δέντρα. Η μόνη μου σκέψη ήταν «προχώρα και βλέπουμε». Είχα ανοιχτά τα παράθυρα και οδηγούσα στην άκρη του καθίσματος, είχαν πέσει κάρβουνα στην πλάτη μου, στα πόδια μου, η μπλούζα μου ήταν μισοκαμένη. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν μπροστά από ένα πυροσβεστικό όχημα. «Καιγόμαστε», του φώναξα, «Φύγε», μου απάντησε.
Δεν κοίταξα ποτέ πίσω. Θυμάμαι όταν έπεσα πάνω στο μαντρότοιχο να φωνάζω το όνομα του γείτονά μας, αλλά είδα ότι έλειπε το αυτοκίνητο και κατάλαβα ότι είχαν φύγει. Βρέθηκα με τη αδερφή μου σε ένα ψιλικατζίδικο κοντά στη στροφή για τη Ραφήνα, όπου είχαν μαζευτεί κι άλλοι άνθρωποι σε απόγνωση. Γινόταν πανζουρλισμός. Μας έδιωξαν και από εκεί γιατί η φωτιά πλησίαζε στο Μπλε Λιμανάκι και βγήκαμε στη διασταύρωση όπου ακούσαμε εκρήξεις γιατί υπήρχε εκεί κοντά μια αποθήκη με χρώματα…
Η μητέρα μου όλη αυτή την ώρα ήταν στο σπίτι της στο Πικέρμι. Βρεθήκαμε μαζί της αργά τη νύχτα. Είχε πιστέψει ότι έχασε κι άλλο παιδί. Με το πρώτο φως, στις 6 το πρωί, ξεκινήσαμε με την αδερφή μου για το σπίτι μου στη Ραφήνα. Από ένα σημείο και μετά μας σταμάτησαν εξηγώντας μας ότι μπορούμε να πλησιάσουμε μόνο με τα πόδια. Εκείνη τη στιγμή η αδερφή μου συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μαζί της κλειδιά. «Δεν είμαι σίγουρη ότι θα μας χρειαστούν», θυμάμαι να της λέω. Οταν φτάσαμε εκεί όπου άλλοτε στεκόταν το λυόμενο σπίτι μας δεν υπήρχε τίποτα. Ηταν μια πολεμική ζώνη όπου κάπνιζαν 2-3 πεύκα και είχαν ισοπεδωθεί τα πάντα σαν να είχε πέσει βόμβα. Από το σπίτι μας υπήρχαν μόνο η μάντρα και το σχήμα από το τζάκι. Κάπου ξεχώρισα κάτι σαν σίδερα και υπέθεσα ότι εκεί ήταν το κρεβάτι μου.
Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό που συνέβη, τις πρώτες μέρες μετά την πυρκαγιά έκλαιγα ασταμάτητα. Δεν είχα πια τίποτα ρούχα, εσώρουχα, φακούς επαφής, οδοντόβουρτσα… Φορούσα τα αθλητικά παπούτσια του ανιψιού μου. Ξέρεις, αν είσαι και κορίτσι που αγαπάς τα όμορφα πράγματα, λίγο κοκέτα, σκέφτεσαι ότι θα έρθει χειμώνας και δεν θα έχεις τα ρούχα σου, τις μπαλαρίνες σου, τίποτα. Μετά όμως συνειδητοποιείς ότι ο άνθρωπος από τον οποίο αγόραζες παγωτό ή καλημέριζες στο δρόμο για τη θάλασσα αγνοείται, μαθαίνεις ότι χάθηκαν τόσες ζωές, μικρά παιδιά. Τότε καταλαβαίνεις ότι τα σπίτια και τα υλικά αγαθά δεν έχουν καμία σημασία, σημασία έχει ότι γλίτωσες, σώθηκες. Οταν πήγαμε να φτιάξουμε το Smart μου, μας είπαν ότι είχε αρχίσει να λιώνει το πλαστικό και ότι για δευτερόλεπτα δεν πήρα φωτιά. Θεώρησα ότι είμαι πολύ τυχερή μέσα σε όλη αυτή τη συμφορά, που δεν χάθηκε κάποιος από την οικογένειά μου.
Είμαι ζωντανή. Σε αυτή τη φράση βρίσκω νόημα για να συνεχίσω σήμερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον εαυτό μου να σκέφτεται εκείνο το «προχώρα και βλέπουμε». Εξι μήνες πριν, όταν έχασα τη μεγάλη μου αδερφή από καρκίνο, γύρισα στο σπίτι, άφησα το σάκο με τα πράγματά της στο δωμάτιό της και έκτοτε δεν ήθελα να μπαίνω σ’ εκείνο το δωμάτιο, δεν είχα τολμήσει να ανοίξω το σάκο, να μυρίσω ξανά τη μυρωδιά της. Και τώρα εκείνος ο σάκος δεν υπάρχει πια, εξαϋλώθηκε.

Μετά τη φωτιά πήγαινα κάθε μέρα στο σπίτι, στεκόμουν άπραγη, το κοίταζα κι έφευγα. Τις προάλλες πήγα και είπα «θα σε ξαναφτιάξω». Τον τελευταίο χρόνο μπορεί να είχαμε πολύ κλάμα και πολλή δυστυχία μέσα σε εκείνο το σπίτι γιατί η αδερφή μου υπέφερε, όμως για τρεις δεκαετίες ήταν ένα ευτυχισμένο σπίτι, τα πάρτυ ξεκινούσαν στη 1 το μεσημέρι και τελείωναν την άλλη μέρα το πρωί. Θυμάμαι τους φίλους του μπαμπά μου ξαπλωμένους στο γρασίδι κι εκείνον να τους καταβρέχει με το λάστιχο, θυμάμαι τραγούδια και χορούς, θυμάμαι γειτονιές. Ελπίζω να μη γίνουν ξενοδοχειάρες στην περιοχή, ελπίζω να ξαναγίνουμε γειτονιά. Αυτή τουλάχιστον την υπόσχεση δώσαμε ο ένας στον άλλον με τους γείτονές μου μετά τη φωτιά.
*Η Χριστιάννα Μπέλμπα εργάστηκε στο παρελθόν για το Marie Claire ως στυλίστρια. Σήμερα ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση.
To θέμα δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Σεπτεμβρίου που κυκλοφορεί στα περίπτερα.