Τέλος στην εκεχειρία που τέθηκε στις 19 Ιανουαρίου έβαλε το Ισραήλ με τη σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε τα ξημερώματα της Τρίτης, 18 Μαρτίου. Ο εκπρόσωπος της ισραηλινής κυβέρνησης, Νταβίντ Μενσέρ, σημείωσε πως οι βομβαρδισμοί έγιναν με την σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και επιβεβαίωσε ότι αυτή δεν ήταν υπόθεση μίας ημέρας. «Οι βομβαρδισμοί θα συνεχιστούν», είπε σε διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Για την ακρίβεια, το Ισραήλ δεσμεύτηκε να συνεχίσει την επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας έως ότου επιστρέψουν όλοι οι όμηροι, μετά τους βομβαρδισμούς που εξαπέλυσε στον παλαιστινιακό θύλακα – τους σφοδρότερους από τότε που τέθηκε σε εφαρμογή η εκεχειρία.

Αυτοί οι βομβαρδισμοί στοίχισαν τη ζωή σε πάνω από 400 ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν γυναίκες και παιδιά.

Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι στη Γάζα ξύπνησαν και πάλι με τον εφιάλτη των επιθέσεων. Οι σκηνές φρίκης που αντίκρισαν, όσοι επέζησαν, σίγουρα δεν ξεχνιούνται εύκολα, ενώ τα νοσοκομεία της Παλαιστίνης δεν έχουν έχουν λάβει ζωτικής σημασίας ιατρικές προμήθειες ή καύσιμα εδώ και 17 ημέρες – είναι υπερφορτωμένα και πασχίζουν να αντιμετωπίσουν την τεράστια εισροή τραυματιών. Ο πανικός και ο φόβος κυριαρχούν, τη στιγμή που οικογένειες που επέστρεψαν πριν από λίγο καιρό στα κατεστραμμένα σπίτια τους αντιμετωπίζουν τώρα το ενδεχόμενο να αναγκαστούν να φύγουν ξανά καθώς εκδίδονται νέες εντολές εκτοπισμού.

«Αυτή η εξωφρενική επιστροφή στις μαζικές επιθέσεις του ισραηλινού στρατού έρχεται την ώρα που οι άνθρωποι στη Γάζα εξακολουθούν να παραπαίουν έπειτα από 18 μήνες πολέμου και να ξεμένουν από τρόφιμα, νερό και άλλα είδη πρώτης ανάγκης εν μέσω πλήρους αποκλεισμού κάθε βοήθειας.

Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη ενώ οι Παλαιστίνιοι/ες στη Γάζα σκοτώνονται κατά εκατοντάδες: όλες οι προσπάθειες πρέπει να στραφούν προς την κατεύθυνση της παρότρυνσης όλων των μερών να σεβαστούν τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και να εφαρμόσουν πλήρως τις δεσμεύσεις τους.

Οι βομβαρδισμοί πρέπει να σταματήσουν, οριστικά, και η βοήθεια πρέπει να επιτραπεί να εισρεύσει απρόσκοπτα στη Γάζα πριν χαθούν άσκοπα κι άλλες ζωές», αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση η Action Aid, η οποία από την πρώτη στιγμή στέκεται στο πλευρό των πληγέντων

Οι φωτογραφίες που συγκλονίζουν

Τα φωτορεπορτάζ από τα σημεία των επιθέσεων μάς μεταφέρουν την πραγματική εικόνα. Έφηβοι που προσπαθούν να σώσουν μωρά βγαίνοντας από συντρίμμια, γυναίκες και άντρες που θρηνούν αναγνωρίζοντας πτώματα και αγκαλιάζονται στην όψη της φρίκης.

Getty Images
Getty Images

Η ιστορία του μικρού κοριτσιού που δεν θέλει να ζει άλλο τη φρίκη του πολέμου

«Μαμά, έχω κουραστεί, θέλω να πεθάνω», λέει η μικρή Σάμα Τουμπάιλ στη μητέρα της την ώρα που υποκρίνεται πως χτενίζει τα μαλλιά της με μία βούρτσα. Το 8 ετών κορίτσι πάσχει από αλωπεκία και έχει χάσει όλα της τα μαλλιά ως αποτέλεσμα μιας σειράς τραυματικών εμπειριών από την έναρξη του πολέμου και μετά. Είδε το σπίτι των γειτόνων της να βομβαρδίζεται στη Ράφα, τον Αύγουστο του 2024. Παράλληλα, από τη στιγμή που άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά της δέχεται bullying από τους συνομιλήκους της και πλέον βγαίνει σπάνια από το σπίτι φορώντας μόνο ένα ροζ μαντήλι στα μαλλιά της.

Το ρεπορτάζ του CNN που παρουσίασε την ιστορία της, αποκάλυψε ότι το κορίτσι δεν ζει στο σπίτι του, αλλά σε καταυλισμό στην Χαν Γιούνις, αφού η οικογένειά της εγκατέλειψε την οικία τους μετά τις ασταμάτητες επιθέσεις του Ισραήλ. «Μαμά, είμαι κουρασμένη – θέλω να πεθάνω. Γιατί δεν μεγαλώνουν τα μαλλιά μου;» ρωτούσε τη μητέρα της, Ομ-Μοχάμεντ, όταν το CNN επισκέφθηκε για πρώτη φορά την οικογένεια, τον Σεπτέμβριο του 2024. «Θέλω να πεθάνω και να μεγαλώσουν τα μαλλιά μου στον Παράδεισο, αν το θέλει ο Θεός». 

Λίγες μέρες πριν την επανεκκίνηση των εχθροπραξιών, το CNN μίλησε ξανά με την οικογένεια της μικρής Σάμα στον καταυλισμό της Χαν Γιουνίς. Μετά την κήρυξη της κατάπαυσης πυρός, τον περασμένο Ιανουάριο, χιλιάδες εκτοπισμένοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους στον βορρά. Όμως το σπίτι της Σάμα έχει ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς, και η οικογένειά της δεν έχει αρκετά χρήματα ούτε για να καλύψει το κόστος της μετακίνησης.

«Το σπίτι μας βομβαρδίστηκε και μαζί χάθηκαν οι αναμνήσεις μου – οι φωτογραφίες μου, τα βραβεία μου. Είχα φορέματα, είχα διάφορα πράγματα, αλλά το σπίτι χάθηκε και δεν μπορώ καν να το επισκεφθώ», είπε η Σάμα στη δεύτερη συνέντευξή της στο CNN τον Φεβρουάριο του 2025. «Τα έξοδα για να ταξιδέψουμε σπίτι είναι πολύ υψηλά. Ακόμη κι αν πηγαίναμε, δεν υπάρχει νερό και δεν ξέρουμε πού θα μείνουμε».

Στον καταυλισμό εκτοπισμένων στη Χαν Γιουνίς ζουν επίσης ο επτάχρονος Άνας Αμπού Εΐς και η οκτάχρονη αδελφή του, Ντόα, μαζί με τη γιαγιά τους, Ομ-Αλαμπέντ. Τα δύο αδέλφια έχασαν τους γονείς τους σε ισραηλινή επίθεση.

«Έπαιζα με την μπάλα μου, κατέβηκα τις σκάλες και βρήκα τον μπαμπά και τη μαμά πεσμένους στον δρόμο, ήρθε ένα drone και εξερράγη πάνω τους», είπε ο Άνας στο CNN τον Νοέμβριο του 2024. Στον ίδιο καταυλισμό εκτοπισμένων, η εξάχρονη Μανάλ Τζούντα μίλησε στο CNN για τη νύχτα που το σπίτι της καταστράφηκε, σκοτώνοντας τους γονείς της και παγιδεύοντάς την κάτω από τα συντρίμμια. Περιέγραψε τον τρόμο που ένιωθε καθώς περίμενε να τη σώσουν. «Είχα άμμο στο στόμα μου, ούρλιαζα, έσκαβαν με ένα φτυάρι, ο γείτονάς μας έλεγε “αυτή είναι η Μανάλ, αυτή είναι η Μανάλ”. Ήμουν ξύπνια, τα μάτια μου ήταν ανοιχτά, το στόμα μου ήταν ανοιχτό και η άμμος έμπαινε μέσα».

Η Ισραηλινή ψυχολόγος και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Έντνα Φόα, μιλώντας στο CNN για το ίδιο ρεπορτάζ τόνισε: «Δεν θα είναι ποτέ τα ίδια όπως πριν από τον πόλεμο, αλλά μπορούν να ανακάμψουν με τη σωστή φροντίδα, υπό την έννοια ότι θα μπορούν να είναι λειτουργικά. Ο στόχος για τα παιδιά στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω είναι να πάψουν να νιώθουν διαρκώς αγωνία και να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below