Η Βάσια Τζανακάρη τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή του αναγνωστικού κοινού με το βιβλίο «11 Μικροί φόνοι, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008), για το οποίο ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Η συγγραφέας, που γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980, σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και μετάφραση-μεταφρασεολογία στην Αθήνα. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια γράφει και μεταφράζει Virginia Woolf (βραβείο Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών Λογοτεχνίας για το Ένα δικό της δωμάτιο), Ian Rankin, Stuart Neville, Emily St. John Mandel, μεταξύ άλλων). Κι αφού μάς χάρισε έναν έρωτα- road movie με το μυθιστόρημα «Τζόνι και Λούλου» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011), και μία ιστορία γεμάτη μνήμες από τη δεκαετία του 1990 («Αδελφικό»), επιστρέφει στη συναρπαγή του έρωτα με το «Γεννιέται ο κόσμος» στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Βάσια, είναι το «Γεννιέται ο κόσμος» το πιο προσωπικό σου βιβλίο, το πιο αυτοαναφορικό, το αγαπημένο σου;
Ως αναγνώστες και αναγνώστριες συχνά αναρωτιόμαστε αν όσα γράφει ο/η συγγραφέας είναι αληθινά γεγονότα. Η περιέργεια και η αναζήτησή της αλήθειας είναι στην ανθρώπινη φύση. Στη λογοτεχνία όμως δεν έχει και τόση σημασία. Είμαι σίγουρη πως όσοι διαβάζουν το «Αδελφικό» θεωρούν ότι είμαι η Μάρω. Είμαι η Μάρω, φυσικά, αλλά είμαι και ο Μελισσινός. Οι συγγραφείς είμαστε όλοι μας οι ήρωες. Το έχει πει και ο Νικ Κέιβ: «Είμαι ο Στάγκερ Λι αλλά είμαι και ο Μπίλι Ντίλι», αναφερόμενος στο κομμάτι Stager Lee. Το «Γεννιέται ο κόσμος» είναι πράγματι πολύ προσωπικό. Θέλησα, Αναστασία, να καταγράψω την αρχή του έρωτα. Είναι μαγική η αρχή του έρωτα και με λυπεί που το αρχικό συναίσθημα αναπόφευκτα χάνεται και μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, βαθύτερο ενδεχομένως —δεν παύει όμως να χάνεται. Εγώ είμαι ρομαντική. Θέλω συνέχεια να είναι όλα όπως στην αρχή αλλά ξέρω ότι δεν γίνεται —ίσως μόνο στη λογοτεχνία, το σινεμά, τη μουσική. Έτσι θέλησα να αποκρυσταλλώσω μια αρχή, για να την κρατήσω για πάντα. Είναι το πιο προσωπικό βιβλίο μου με την έννοια ότι είναι το πιο ειλικρινές ως προς το συναίσθημά του, με λιγότερες επιφάσεις και φίλτρα. Το πιο αυτοαναφορικό βιβλίο μου είναι το «Αδελφικό», γιατί αναφέρεται σε μια εποχή που με σημάδεψε, τη δεκαετία του ‘90. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ανάμεσα στα βιβλία μου, τα αγαπώ όλα για διαφορετικούς λόγους.
Νόμιζα ότι είχα βαρεθεί, εδώ και καιρό, τις ερωτικές ιστορίες, αλλά το «Γεννιέται ο κόσμος»με συγκίνησε γιατί μου θύμισε τον μετεφηβικό εαυτό μου. Ποια ήταν η πρώτη ύλη για αυτή την ιστορία;
Ίσως ο ενθουσιασμός της αφηγήτριας να είναι μεταδοτικός. Αποτύπωσα στο βιβλίο ένα συναίσθημα που ένιωσα μετά τα σαράντα μου, κι ίσως γι’ αυτό μπόρεσα να το δω με τόση διαύγεια (πάντα όμως με ενθουσιασμό, επιμένω!). Νομίζω πως δύο πράγματα μας κρατάνε κοντά στον νεανικό εαυτό μας: το ένα είναι η απουσία φόβου και το άλλο η περιέργεια. Μεγαλώνοντας φοβάσαι περισσότερο γιατί έχεις δει πολλά πράγματα και ταυτόχρονα για τον ίδιο λόγο ατονεί η περιέργεια σου. Νομίζω πως στο «Γεννιέται ο κόσμος» μάλλον βρήκες τον μετεφηβικό εαυτό σου τόσο στην τόλμη της αφηγήτριας, η οποία ξεπερνά τον φόβο της και αφήνεται να το ζήσει στο φουλ, τόσο στην περιέργειά της να ανακαλύψει τον καινούργιο άγνωστο τόπο, αυτόν τον άνθρωπο που ερωτεύεται.
Πιστεύεις στον ιδανικό έρωτα;
Ποιος είναι άραγε ο ιδανικός έρωτας; Ο έρωτας που κυλάει αρμονικά; Ο έρωτας που σε σπρώχνει να φέρεις τα πάνω κάτω στη ζωή σου; Για μένα ίσως είναι ο έρωτας που σε κάνει να νιώθεις λαχτάρα και ηρεμία μαζί. Συμβαίνει. Σπάνια, αλλά συμβαίνει.
Συχνά οι μεγάλοι έρωτες περιγράφονται στη λογοτεχνία ως καταστροφικοί, μοιραίοι, ανεκπλήρωτοι, έχουν μία γερή δόση από σκοτάδι στο DNA τους. Γιατί έχουμε την τάση να συνδέουμε τους μεγάλους έρωτες με την καταστροφή;
Ένας έρωτας που έχει κακό τέλος είναι ένα δραματικό γεγονός, ένας θάνατος θα λέγαμε, και η πορεία προς την καταστροφή μας ασκεί γοητεία στη μυθοπλασία, γιατί μας επιτρέπει να γίνουμε κοινωνοί της παραμένοντας ασφαλείς. Αντιλαμβάνομαι τη γοητεία κάτι τέτοιου στην τέχνη, όμως στην πραγματική ζωή οι μεγάλοι έρωτες για μένα είναι αυτοί που έχουν happy ending.
Αυτός που περιγράφεις είναι ένας έρωτας της διπλανής πόρτας, χαμηλών (;) τόνων, μυρίζει πορτοκάλι και σπιτική θαλπωρή. Έχει χώρο η εποχή που ζούμε για τέτοιους έρωτες ή μας ρούφηξε το ηλεκτρονικό ποτάμι;
Η επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις έχει αλλάξει πολύ, αλλά αφού υπάρχουν άνθρωποι που ζουν τέτοιους έρωτες, τότε υπάρχει χώρος και γι’ αυτούς ή αυτοί οι έρωτες τον δημιουργούν.
Είμαστε στο 2025 και τα έμφυλα στερεότυπα εξακολουθούν να λειτουργούν υπόγεια και διαβρωτικά.
Τρεις δεκαετίες στα εκδοτικά πράγματα, τι έχεις να μας πεις για την αντιμετώπιση των γυναικών;
Υπάρχουν άνθρωποι που μας αντιμετωπίζουν με τον αυτονόητο σεβασμό και την αυτονόητη ισοτιμία. Έχω την τύχη να συνδιαλέγομαι με τέτοιους ανθρώπους στις εκδόσεις Καστανιώτη αλλά και στην προσωπική μου ζωή. Ωστόσο, στον λογοτεχνικό χώρο γενικότερα οι γυναίκες δημιουργοί έχουμε μια αίσθηση, χωρίς να μπορούμε να την προσδιορίσουμε με ακρίβεια, ότι μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Η αίσθηση αυτή δεν είναι ουρανοκατέβατη, απλώς δεν βασίζεται σε κάτι συμπαγές όπως επιθέσεις ή προσβολές. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: ένας άνδρας και μια γυναίκα γράφουν το πρώτο τους βιβλίο, παίρνουν συμπαθητικές κριτικές, είναι υποψήφιοι για βραβεία, δεν βραβεύεται κανένας από τους δύο. Όταν επανέρχονται με το δεύτερο πόνημά τους, η κριτική θα πει για τη γυναίκα: «στη δεύτερη προσπάθεια της διαφαίνονται σημάδια ωρίμανσης σε σχέση με την πρώτη της απόπειρα» ενώ για τον άντρα «έχοντας ήδη κατακτήσει μια θέση στα γράμματα με το εξαιρετικό πρώτο του βιβλίο». Κάποιες από αυτές τις κριτικές μάλιστα είναι γραμμένες από γυναίκες —το να είσαι γυναίκα και να γράφεις συστηματικά θετικά μόνο για άντρες και να αναδεικνύεις κυρίως βιβλία ανδρών εμένα μου θυμίζει λογική γκρούπι. Ένα σχεδόν αστείο περιστατικό μου συνέβη πρόσφατα σε μια δημόσια υπηρεσία όπου βρέθηκα για ζήτημα που αφορούσε τον γιο μου: όταν δήλωσα επάγγελμα συγγραφέας, η κατά τα άλλα προοδευτικής ιδεολογίας υπάλληλος με ρώτησε αν γράφω παιδικά —επειδή προφανώς είμαι μαμά. Δεν πιστεύω ότι θα ρωτούσε αντίστοιχα έναν μπαμπά συγγραφέα αν τα βιβλία του είναι παιδικά. Συμβαίνει επίσης να κάνεις μια ομιλία για ένα θεωρητικό λογοτεχνικό θέμα και μετά το τέλος της να σε πλησιάσει ένας συγγραφέας ή ένας κριτικός και αντί για την ομιλία να σχολιάζει το φόρεμα ή τα μαλλιά σου. Ό, τι συμβαίνει και στην υπόλοιπη κοινωνία δηλαδή. Το ξέρουμε ότι τα στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα στην ελληνική κοινωνία, απλώς αιφνιδιάζεσαι όταν βλέπεις να τα υιοθετούν άτομα που πλήττονται ουσιαστικά από την ύπαρξη τους και άτομα που κινούνται σαν έναν κατ’ εξοχήν χώρο πολιτισμού, όπως είναι ο χώρος του βιβλίου. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, ιδίως στις νεότερες γενιές, που ξεφεύγουν απ’ όλα αυτά, δεν ισοπεδώνω την κατάσταση, απλώς έχουμε δρόμο ακόμα, είμαστε στο 2025 και τα έμφυλα στερεότυπα εξακολουθούν να λειτουργούν υπόγεια και διαβρωτικά.
Ως μεταφράστρια, βουτάς συχνά στον λογοτεχνικό πλούτο άλλων κειμένων. Τι κρατά την αγάπη σου για τη λογοτεχνία ζωντανή, τι σε σπρώχνει να δημιουργείς η ίδια;
Την αγάπη μου για τη λογοτεχνία την κρατά ζωντανή η καλή λογοτεχνία. Ένα πολύ καλό βιβλίο με κάνει να πω «αχ, τι ωραία δουλειά, άντε να στρωθώ κι εγώ». Αν μάλιστα είναι βιβλίο που μεταφράζω, τότε ακόμα περισσότερο, γιατί μπαίνω στον πυρήνα του. Αυτό που με σπρώχνει να δημιουργώ είναι η αγάπη μου για τις λέξεις, οι ιστορίες που θέλω να αφηγηθώ, ορισμένες συνθήκες που δεν μου είναι εύκολο να διαχειριστώ με λογικές διεργασίες, εικόνες που βλέπω και με συγκινούν είτε με την αισθητική είτε με το συναίσθημά τους, άνθρωποι-χείμαρροι πού γνωρίζω, στίχοι τραγουδιών που ακούω.
Οι εκδόσεις Καστανιώτη και η Βάσια Τζανακάρη παρουσιάζουν το «Γεννιέται ο κόσμος» τη Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025 στις 7.30 μ.μ. στο «Barrett». Με τη συγγραφέα συνομιλούν οι bookstagrammers Τζωρτζίνα Παναγοπούλου και Βάσια Κατσαούνου. Αποσπάσματα διαβάζει η συγγραφέας Αλεξάνδρα Κ*, ενώ η βραδιά κλείνει με DJ set από τον Βασίλη Ντζούνη.