Η παράσταση «Γιάννης το Βουδί» ήρθε για να φωτίσει μια σκοτεινή και επώδυνη πτυχή της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας. Ένα κομμάτι της που όλοι γνωρίζουμε, αλλά επιμελώς αφήνουμε ανέγγιχτο.
Στην καρδιά του έργου βρίσκεται η ιστορία του Γιάννη, ενός νέου ανθρώπου που προσπαθεί να κρύψει την αληθινή του ταυτότητα και να συμβιβαστεί με τις προσδοκίες ενός κόσμου που δεν τον κατανοεί.
Η παράσταση αναδεικνύει τις ψυχικές επιπτώσεις της καταπίεσης, της μοναξιάς και της απομόνωσης. Μέσα από τη φωνή του Γιάννη και τις αλήθειες που ξεπηδούν, η συγγραφέας, Ευαγγελία Γατσώτη, και ο σκηνοθέτης, Παναγιώτης Λιαρόπουλος, επιδιώκουν να προκαλέσουν τον θεατή να σκεφτεί τις συνέπειες της αδιαφορίας και του στιγματισμού, αλλά και την ανάγκη για αποδοχή και κατανόηση της ανθρώπινης φύσης.
Λίγο πριν από την τελευταία παράσταση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (το έργο πήρε ήδη μία φορά παράταση), συνομιλήσαμε με μία εκ των πρωταγωνιστριών, τη Σταύρια Νικολάου – τόσο για το ίδιο το έργο, όσο και για όσα αυτό πραγματεύεται και προσπαθεί να μηνύσει στο κοινό.
Ο Γιάννης το Βούδι: Μίλησέ μας για το έργο που συμμετέχεις φέτος και τον ρόλο που έχεις σε αυτό.
Ο Γιάννης το Βούδι είναι ένα έργο που το παρουσιάσαμε πρώτη φορά στα τέλη του 2023 σε μορφή αναλογίου και τον Οκτώβρη του 2024 αρχίσαμε πρόβες για να το ανεβάσουμε κανονικά. Είμαι πολύ χαρούμενη που συμμετέχω σε αυτό γιατί, πέραν του ότι είμαστε όλοι φίλοι μεταξύ μας – κι αυτό κάνει πολύ ιδιαίτερη τη δημιουργική διαδικασία-, η ιστορία που αφηγούμαστε είναι πραγματική και, κυρίως, «θαμμένη». Μια ακόμα σκληρή ιστορία που έχει κρυφτεί κάτω από το χαλί.
O Γιάννης το Βούδι είναι ένα αληθινό πρόσωπο, που έζησε μια πολύ σύντομη ζωή. Υπήρξε σε αυτόν τον κόσμο μόνο δεκαέξι χρόνια. Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και κάπου αρχές της δεκαετίας του ‘60-όταν μαθεύτηκε πως ήταν ομοφυλόφιλος-αυτοκτόνησε. Όμως, η ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν την απλοϊκή περιγραφή που δίνω. Και αυτό ακριβώς πραγματεύεται το έργο.
Οι ρόλοι του έργου είναι πάρα πολλοί, όπως και οι εναλλαγές του χρόνου είναι πάρα πολλές. Ξεκινάμε από το σήμερα, όπου μια νεαρή κοπέλα καταφθάνει στο μέρος αυτό για να συναντήσει έναν λαογράφο και μαζί να πάρουν συνεντεύξεις από τους ηλικιωμένους, πια, ανθρώπους που τότε ήταν έφηβοι και ξέρουν «από μέσα» την ιστορία του Γιάννη. Και με αυτήν την αφετηρία, στροβιλιζόμαστε στον χώρο και στον χρόνο, υποδυόμαστε όλοι πολλούς ρόλους, άντρες και γυναίκες, συγχωριανούς, πότε έφηβους στο τότε, πότε γέρους στο σήμερα, τους γονείς του Γιάννη, ζωντανούς και πεθαμένους, την αδερφή του, πότε έφηβη κι αυτή και πότε ηλικιωμένη. Εγώ υποδύομαι μερικούς χωρικούς, την νεαρή κοπέλα και την αδερφή του, μικρή και ηλικιωμένη.
Πώς προσέγγισες τους ρόλους και ποιο ήταν το κομμάτι που σε δυσκόλεψε περισσότερο;
Μιλάμε για μια αληθινή ιστορία, για ανθρώπους που έζησαν και πέθαναν, και κάποιοι ζουν ακόμα, δεν έχεις περιθώρια να «παίξεις» με αυτά τα πράγματα.
Οφείλεις σε κάθε περίπτωση να σεβαστείς κάποια όρια. Και αυτό συνέβη εκ μέρους όλων μας. Φυσικά φωτίζεις αθέατες πτυχές, φυσικά υπάρχει και κομμάτι μυθοπλασίας στο έργο, όμως γίνονται όλα με ένα συγκινησιακό φορτίο τόσο όσο χρειάζεται για να αφουγκραστούν την ιστορία οι θεατές. Αφήνεις τα σχόλια και τα συμπεράσματα σε εκείνους . Είδαμε την ιστορία του Γιάννη σαν έναν επικήδειο λόγο, ένα ποίημα, αφιερωμένο σε ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο που μόλις έφυγε από τη ζωή.
Εμένα πιο πολύ με δυσκόλεψαν οι απότομες εναλλαγές. Κάθε σκηνή είναι σαν να κάνει ένα κατ και μπαίνεις σε κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Είσαι άλλο πρόσωπο, σε άλλο μέρος (σπίτι, πλατεία κλπ) σε άλλη ηλικία και σε άλλο χρόνο. Περνάς από το τότε στο τώρα και αντιστρόφως μέσα σε δευτερόλεπτα. Αυτή η διαδικασία απαιτεί φοβερή συγκέντρωση, όχι μόνο ατομική αλλά όλης της ομάδας. Δεν μπορείς ως θεατής να «δεις» κάθε φορά το νέο μέρος και τα νέα πρόσωπα αν δεν είμαστε όλοι μαζί σε αυτές τις εναλλαγές.
Το έργο βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία. Πιστεύεις το θέατρο μπορεί να αποτελέσει μέσο για κάθαρση πληγών του παρελθόντος;
Ναι, το πιστεύω και δεν είναι η πρώτη φορά που συμμετέχω σε παράσταση με περιεχόμενο «ιστορικό», που αφορά αληθινά πρόσωπα και γεγονότα και έχει έναν ρόλο «αποκατάστασης της αλήθειας». Το θέατρο από μόνο του είναι μια τελετουργία κάθαρσης. Κάθε φόρα πιάνει ένα θέμα ή πολλές θεματικές με στόχο να αγγίξει εκείνες τις λεπτές χορδές του θεατή που θα τον συγκινήσουν. Και συν-κινούμαι σημαίνει μετακινούμαι, σημαίνει προβληματίζομαι, ευαισθητοποιούμαι, εξοργίζομαι, ταυτίζομαι, παρηγορούμαι. Αυτή η τελετουργική φύση του θεάτρου δεν θα μπορούσε παρά να του επιτρέπει να είναι και ένας τρόπος κάθαρσης πληγών. Είναι μια βιωματική τελετουργία που συντελείται ενώπιον των θεατών και όλοι μαζί συμμετέχουμε σε αυτήν την διαδικασία «εξαγνισμού». Εν προκειμένω, για την ιστορία του Γιάννη, κάθε παράσταση αποτελεί ένα μνημόσυνο για αυτό το παιδί, μια εκ των υστέρων αποκατάσταση της τιμής, της αλήθειας και της δικαιοσύνης για τον Γιάννη.
Το έργο θίγει μεταξύ άλλων την έννοια της ιστορικής αλήθειας και τη συλλογικής μνήμης. Πώς προσεγγίσατε αυτό το κομμάτι με τον σκηνοθέτη και τη συγγραφέα;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως με πολύ σεβασμό, με επίγνωση της αναφοράς σε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις, όμως πάντα με μια ματιά καλλιτεχνική και με μια θέση στα πράγματα. Δεν είναι στόχος η παράθεση των γεγονότων λες και κάνουμε ρεπορτάζ. Θέλει να περάσει καθαρά μηνύματα στο κοινό.
Κι επειδή η ιστορία είναι αληθινή, δεν σημαίνει πως τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως τα μεταφέρουν όσοι είναι εν ζωή. Και αυτό είναι κάτι ενδιαφέρον που βλέπει κανείς στο έργο. Η ιστορική αλήθεια είναι σχετική. Έχουμε ένα καθαρό συμβάν, αυτό της αυτοκτονίας, κάποιες σίγουρες πληροφορίες στις οποίες συμφωνούν όλοι, από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι λόγια του χωριού και αποφάσεις της Ευαγγελίας ως συγγραφέα. Ο μόνος που ξέρει την αλήθεια της ιστορίας του ήταν ο Γιάννης. Και ο Γιάννης δεν ζει.
Η Ευαγγελία (συγγραφέας) και ο Παναγιώτης (σκηνοθέτης) έχοντας κάνει έρευνα πάνω στην ιστορία του Γιάννη, αυτό που ήθελαν να περάσουν σαν μήνυμα είναι πως όλη η κοινωνία, και η οικογένειά του μαζί, ώθησαν αυτό το παιδί σε αυτήν την απόφαση και στη συνέχεια θέλησαν να κλείσουν το θέμα σαν να μην συνέβη ποτέ, σαν να μην υπήρξε αυτός ο άνθρωπος ποτέ.
Πόσο θλιβερό είναι αυτό, και ακόμη πιο θλιβερό που είναι σίγουρα τόσο επίκαιρο. Μιλάμε για κανονικό κανιβαλισμό. Ένας άνθρωπος οδηγείται από την κοινωνία στην αυτοκτονία και στη συνέχεια έρχεται η κοινωνία, ο κάθε ένας δηλαδή από το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, να πλύνει τα χέρια του, να πει δεν είδα, δεν άκουσα, δεν ήξερα, εγώ δεν έκανα τίποτα, έλα μωρέ τώρα, δεν πήγαινε καλά, τα ‘θελε και τα ‘παθε, και όλες τις σχετικές φράσεις που 65 χρόνια μετά ακούγονται απόλυτα οικείες.
Πώς αντιδρά το κοινό στο έργο και ποιο θεωρείς είναι το κυριότερο μήνυμά του;
Πολλοί άνθρωποι συγκινούνται βαθειά κυρίως γιατί τους δημιουργείται ένα αίσθημα συνενοχής και αδικίας. Ότι πραγματικά καθημερινά κάνουμε όλοι μας μικρές ή μεγάλες πράξεις κανιβαλισμού και αυτό είναι κάτι που όταν το συνειδητοποιείς – γιατί όλοι το κάνουμε- έρχεσαι αντιμέτωπος με μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου. Κι εκεί για μένα είναι και το κυριότερο μήνυμα του έργου.
Δεν αφορά μόνο το Γιάννη, το αν ήταν gay το τι έκανε ή τι δεν έκανε. Αφορά αυτή την νοοτροπία της ανούσιας κριτικής, του ρατσισμού και του φασισμού, της κουλτούρας του #cancel, του μηδενισμού ανθρώπων, της βάναυσης σκληρότητας των πληκτρολογίων. Είναι κρίμα να πρέπει να φτάνει ο Γιάννης και ο κάθε Γιάννης σε μια πράξη αυτοκτονίας για να αναρωτιόμαστε τι δεν πάει καλά. Όλοι μας δεν πάμε καλά. Ένας ένας από εμάς πρέπει καθημερινά να προσπαθεί να αντισταθεί σε όλες αυτές τις μικρές ή μεγάλες πράξεις κανιβαλισμού, στις μικρές ή μεγάλες πράξεις αδικίας.
Τελικά αξίζει να ανακαλύπτουμε όλες τις αθέατες πτυχές μιας ιστορίας;
Δεν ξέρω, εξαρτάται θα πω. Εξαρτάται από το πώς και γιατί μας αφορά η ιστορία και τι ιστορία είναι αυτή. Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό είναι ναι, πρέπει πάντα να τις φωτίζουμε. Αλλά όσον αφορά την τέχνη δεν ξέρω. Πάντα; όλες τις πλευρές της; δεν είμαι σίγουρη. Ίσως να μην χρειάζεται. Κάποιες φορές το αθέατο είναι και το πιο ουσιαστικό για να προχωρήσουμε και να δημιουργήσουμε. Τα κενά δηλαδή που θα χρειαστεί να γεμίσουμε εμείς ώστε να φωτίσουμε την αλήθεια μιας ιστορίας με τον τρόπο που εμείς θέλουμε να την επικοινωνήσουμε στο κοινό.
Λίγα λόγια για την πλοκή του έργου
Ένας λαογράφος και μια νεαρή γυναίκα αγκυροβολούν ένα ζεστό καταμεσήμερο στο λιμάνι ενός νησιού με rooms to let, με την ελπίδα να μαζέψουν ζουμερούς καρπούς από τα εύφορα λιβάδια της λαϊκής παράδοσης. Οι δυο τους, ξεκινούν τη φολκλορική τους αναζήτηση, παίρνοντας συνεντεύξεις απ’ τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι αφηγήσεις, ωστόσο, που έρχονται στο φως, ανατρέπουν εντελώς την εικόνα του καλοσυνάτου ροδαλού χωρικού, όπως εκείνοι την έχουν στο μυαλό τους. Ακολουθώντας τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις, οι πρωταγωνιστές μας βουτούν σε μία σπείρα γεγονότων από τον κόσμο της σιωπής και της συνενοχής, η οποία θα τους στροβιλίσει βασανιστικά ως το τελικό σημείο της κάθαρσης.
Ταυτότητα παράστασης:
- Κείμενο/Σύλληψη: Ευαγγελία Γατσωτή
- Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Λιαρόπουλος
- Σκηνογράφοι: Αλκυόνη Δίβαρη, Λία Μαντούβαλου
- Ενδυματολόγος: Αρχοντούλα Τσατσουλάκη
- Μουσικός επί σκηνής: Hydrama
- Σχεδιασμός φωτισμών: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
- Βοηθός σκηνοθέτη: Άνθια Μουστάκα-Κολυβά
- Φωτογραφίες- Trailer -εικαστικό αφίσας: Daniel Voreakos
Παίζουν: Φίλιππος Κοντογιώργης, Θανάσης Λυσανδρόπουλος, Σταύρια Νικολάου, Γρηγόρης Πανταζής
Τελευταία παράσταση:
1 Μαρτίου 2025, 21:30
Βρείτε εισιτήρια εδώ.
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Πειραιώς 206, Ταύρος, Αθήνα
Φωτογραφίες: Χριστίνα Σπηλιωτοπούλου