Όταν το κίνημα #MeToo επιτέλους ξεκίνησε και στην Ελλάδα, γεννήθηκε μια ελπίδα. Μια ελπίδα ότι τα θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων θα μπορούσαν να βρουν το θάρρος να μιλήσουν, να καταγγείλουν χωρίς φόβο, χωρίς αμφιβολίες και χωρίς την καταπίεση της σιωπής που τόσα χρόνια τα είχε στοιχειώσει. Τουλάχιστον για λίγο καιρό είδαμε όλο και περισσότερα θύματα να μιλούν, να εκφράζουν την εμπειρία τους χωρίς να ανησυχούν για τον στιγματισμό, τη δυσπιστία ή την αναπαραγωγή του στερεοτύπου της «ψεύτικης καταγγελίας». Ακόμη ελπίζαμε σε μια δικαιοσύνη που θα ακούσει προσεκτικά και θα επιβραβεύσει το θάρρος τους, μειώνοντας στο ελάχιστο την εμφάνιση και τη συνέχιση των σεξουαλικών εγκλημάτων.
Αλλά η πραγματικότητα, όπως πάντα, είναι πιο σκληρή. Αντί να βλέπουμε τη δικαιοσύνη να στέκεται δίπλα τους, να τους δίνει χώρο και χρόνο να αναδείξουν την αλήθεια τους, φαίνεται πως το σύστημα αντλεί ακόμα από τις ίδιες ανασφάλειες και προκαταλήψεις. Τόσο στη δίκη του Δεκεμβρίου όσο και στην πιο πρόσφατη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη, οι ερωτήσεις του εισαγγελέα προς την μάρτυρα ήταν ανατριχιαστικές, αποκαλύπτοντας την αδιάφορη και ενίοτε απάνθρωπη στάση της δικαιοσύνης απέναντι στα θύματα. Με ατάκες όπως «Τι είδους εσωρούχο φορούσε εκείνη την ημέρα;» ή «Δεν έχετε ξανακούσει άντρα να την πέφτει σε γυναίκα άγρια;» όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται το σοκ και η τραυματική εμπειρία της καταγγέλλουσας, αντίθετα, ενισχύεται η σύγχυση και η αμφιβολία γύρω από την αλήθεια των καταγγελιών.
Κι εμείς αναρωτιόμαστε; Πού ακριβώς εξυπηρετούν τη δικαιοσύνη τέτοιου είδους ερωτήσεις; Αντί να ενθαρρύνουν τα θύματα να μιλήσουν, φαντάζουν σαν ένα ακόμα εμπόδιο, έναν ακόμα λόγο να σωπάσουν και να υπομείνουν τον πόνο τους δίχως αντίδραση. Όταν η δικαιοσύνη εξαναγκάζει το θύμα να αισθάνεται ότι τα λεγόμενά του αμφισβητούνται, όταν η πολιτεία μετατρέπει τις καταγγελίες σε σενάρια που συζητούνται με τον ίδιο τρόπο που συζητάμε τα καθημερινά γεγονότα, τι περιθώρια υπάρχουν για να μιλήσουν και άλλες γυναίκες; Ο φόβος επιστρέφει. Και τα θύματα ξαναβρίσκουν τη σιωπή ως μοναδική επιλογή.
Πού ακριβώς εξυπηρετούν τη δικαιοσύνη τέτοιου είδους ερωτήσεις; Αντί να ενθαρρύνουν τα θύματα να μιλήσουν, φαντάζουν σαν ένα ακόμα εμπόδιο, έναν ακόμα λόγο να σωπάσουν και να υπομείνουν τον πόνο τους δίχως αντίδραση.
Οι ερωτήσεις του εισαγγελέα στη δίκη Φιλιππίδη αποκαλύπτουν όχι μόνο ακραία αδιαφορία για τη σοβαρότητα της καταγγελίας, αλλά και μια επικίνδυνη αναπαραγωγή στερεοτύπων που σχετίζονται με την έμφυλη βία. Το να εξισώνει το έγκλημα σεξουαλικής παρενόχλησης με μια καθημερινή, “κοινή” συμπεριφορά είναι αναχρονιστικό και επικίνδυνο. Ειδικά από έναν θεσμικό παράγοντα, θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ευαισθησία και υπευθυνότητα, αντί για τέτοιες ανεύθυνες και προσβλητικές ερωτήσεις που υποβαθμίζουν την ουσία της υπόθεσης και αμφισβητούν την τραυματική εμπειρία του θύματος. Αντί να εξυπηρετεί τη δικαιοσύνη, αυτή η ερώτηση λοιπόν, απλώς ενισχύει την αίσθηση ότι η σεξουαλική βία αντιμετωπίζεται με αδιαφορία ή και υποτίμηση στο δικαστικό σύστημα.
Οταν η πολιτεία μετατρέπει τις καταγγελίες σε σενάρια που συζητούνται με τον ίδιο τρόπο που συζητάμε τα καθημερινά γεγονότα, τι περιθώρια υπάρχουν για να μιλήσουν και άλλες γυναίκες; Ο φόβος επιστρέφει. Και τα θύματα ξαναβρίσκουν τη σιωπή ως μοναδική επιλογή.
Η ερώτησή του, «Δεν έχετε ξανακούσει άντρα να την πέφτει σε γυναίκα άγρια;», είναι όχι μόνο απαξιωτική για το θύμα, αλλά και ενδεικτική της αδιαφορίας του για την σοβαρότητα του εγκλήματος. Το να αναπαράγει στερεότυπα και να υποβαθμίζει τη βία που υπέστη η καταγγέλλουσα, συγχέοντας την με κάτι “συνηθισμένο”, είναι επικίνδυνο και καταστροφικό για την πρόοδο στον αγώνα κατά της έμφυλης βίας.
Πέρα από την ανεπίτρεπτη αναφορά σε «70.000 βιασμούς στη Γαλλία», που μειώνει τη σοβαρότητα της κατηγορίας, η στάση του δείχνει την έλλειψη κατανόησης για το πώς η κοινωνία και οι θεσμοί πρέπει να αντιμετωπίζουν τέτοια εγκλήματα.Ένας θεσμικός παράγοντας θα έπρεπε να διασφαλίζει την πλήρη απονομή δικαιοσύνης. Όχι μόνο δεν προστατεύει την αλήθεια και δεν στηρίζει το θύμα, αλλά ενισχύει μια επικίνδυνη κουλτούρα αδιαφορίας και εξίσωσης της βίας με καθημερινές συμπεριφορές. Είναι λοιπόν ηθικά επιτακτικό να αναγνωρίσουμε ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να προχωρήσει όταν οι βασικοί φορείς της, αδυνατούν να αντιληφθούν την κρισιμότητα των καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση και να τις αντιμετωπίσουν με την ευαισθησία και σοβαρότητα που απαιτεί το συγκεκριμένο ζήτημα.
Αντί να προστατεύει την αλήθεια και να στηρίζει το θύμα, ο εισαγγελέας ενισχύει μια επικίνδυνη κουλτούρα αδιαφορίας και εξίσωσης της βίας με καθημερινές συμπεριφορές.
Δύο δίκες στη σειρά τώρα, μόνο αποτρεπτικά μπορούν να λειτουργήσουν για άλλα θύματα που ίσως σκέφτονται να μιλήσουν ή να καταγγείλουν τις επιθέσεις που έχουν υποστεί. Κι έτσι περνιέται το λάθος μήνυμα στην κοινωνία: ότι η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να θεωρηθεί κάτι συνηθισμένο ή ακόμα και να συγχωρηθεί από το σύστημα. Αυτό δεν είναι μόνο επικίνδυνο αλλά και άδικο απέναντι στον αγώνα που γίνεται τα τελευταία χρόνια ώστε να καταρριφθούν βαθιά ριζωμένα στερεότυπα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα θύματα φοβούνται ότι δεν θα τα πιστέψουν ή ότι θα τα κατηγορήσουν για υπερβολές ή ψέματα. Η δικαιοσύνη, αντί να προσφέρει ασφάλεια και ενίσχυση σε όσους υποφέρουν, γίνεται μέρος του προβλήματος, οδηγώντας τα να σιωπήσουν ή να αποτραβηχτούν ακόμα περισσότερο. Ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτή, όπου η καταγγελία αφορά άτομα με δύναμη και επιρροή, η σιωπή φαίνεται να είναι η μόνη «ασφαλής» επιλογή.
Η πραγματικότητα μας θυμίζει ότι η ανατροπή της κουλτούρας του σεξισμού και της αδιαφορίας δεν είναι εύκολη. Θα χρειαστεί περισσότερη δουλειά από όλους μας.
Το #MeToo έπρεπε να φέρει την αλλαγή, όχι μόνο στον τρόπο που βλέπουμε τα εγκλήματα, αλλά και στον τρόπο που η δικαιοσύνη τα αντιμετωπίζει (θα περιμένουμε). Και ενώ η αρχική ελπίδα παραμένει, η πραγματικότητα μας θυμίζει ότι η ανατροπή της κουλτούρας του σεξισμού και της αδιαφορίας δεν είναι εύκολη. Θα χρειαστεί περισσότερη δουλειά από όλους μας – από τη δικαιοσύνη μέχρι την κοινωνία – για να γίνει πραγματικότητα η σιωπηρή εκείνη υπόσχεση του κινήματος: κάθε θύμα να έχει το δικαίωμα να μιλήσει και να ξέρει ότι θα είναι ασφαλές και υποστηριζόμενο σε αυτό. Η σιωπή δεν είναι λύση, και η δικαιοσύνη δεν πρέπει να είναι το εμπόδιο στην αναζήτηση της αλήθειας.