Δεκαετία του ’90. Στο περιοδικό «Γυναίκα» επικρατεί εργασιακός οργασμός. Η Λάουρα Ντε Νίγκρις, διευθύντρια μόδας του εμβληματικού γυναικείου περιοδικού της εποχής, υποδέχεται την ομάδα της καθισμένη σε αναπαυτικές μαξιλάρες. Αν και η εμφάνισή της με τα γατίσια μάτια και τα ξανθά μαλλιά ξεγελά, την εκρηκτική Βραζιλιάνα ακολουθούσε η φήμη της… bitch. Μιλά και όλοι την παρακολουθούν με προσοχή. Μια κουβέντα της άλλωστε μπορούσε να φτιάξει ή να διαλύσει καριέρες, καθώς το μεγάλο της προσόν ήταν να ανακαλύπτει ταλέντα. Από σχεδιαστές μόδας και μοντέλα μέχρι φωτογράφους και στυλίστες.
Η προσωπική διαδρομή της ξεκίνησε από το κέντρο του Σάο Πάολο. «Η πρώτη μου επαφή με τη μόδα είχε ήδη γίνει από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια», αναφέρει και συνεχίζει: «Ο παππούς μου έραβε φράκα και η γιαγιά μου διατηρούσε οίκο μόδας με είκοσι ράφτρες. Εφτιαχνε το ίδιο ρούχο για εμένα και τη μητέρα μου και τις Κυριακές βγαίναμε βόλτα φορώντας τα ίδια. Η γιαγιά μου ήταν σαν μάνα μου, από εκείνη απέκτησα και τις αρχές και την αισθητική μου. Θυμάμαι, έπαιρνα κομματάκια ύφασμα και έφτιαχνα ρουχαλάκια. Ο πατέρας μου ήταν αρχιτέκτονας και η μητέρα μου, όποτε δούλευε, εργαζόταν ως γραμματέας». Ανήσυχη φύση από μικρή, η -εύθραυστη μόνο στην εμφάνιση- Λάουρα αποφάσισε να σταματήσει το σχολείο για να παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας. Κοριτσάκι ακόμη μισούσε τα τετριμμένα, ακόμη και αν έφτανε στην υπερβολή.
Ηθελε να δημιουργήσει, να ανοίξει τα φτερά της, να γνωρίσει τον κόσμο. Δεν άργησε να έρθει και η φωτογράφηση που άλλαξε τα δεδομένα στη ζωή της, όταν ανταποκρίθηκε στην πρόκληση να ποζάρει η ίδια. Φωτογράφοι, στυλίστες και fashion editors μαγεύτηκαν από αυτό που είδαν να αποτυπώνεται στο χαρτί. Η Λάουρα Ντε Νίγκρις απέκτησε τον τίτλο του μοντέλου και τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. «Εφυγα από τη Βραζιλία έχοντας στην τσέπη μόνο 300 δολάρια από κάποια κοσμήματα που πούλησα. Καταλαβαίνεις… Πέρασα δύσκολα στην αρχή, τρώγοντας λίγο, όπως όλα τα μοντέλα, αλλά όχι από επιλογή», αποκαλύπτει χωρίς δισταγμό.
Σύντομα άρχισε να εργάζεται για μεγάλους οίκους μόδας. Μιλάνο και Παρίσι έγιναν οι νέες πατρίδες της. Βρισκόταν στην Ευρώπη τη χρυσή εποχή του μόντελινγκ, απολάμβανε την ελευθερία της, αλλά είχε έναν αντίπαλο: το κρύο, το οποίο δεν αντέχει μέχρι σήμερα. Είχε ακούσει ότι η Ελλάδα όπου ζούσε μια θεία της έχει πιο ζεστό κλίμα από την υπόλοιπη Ευρώπη και έτσι πήρε την απόφαση να έρθει εδώ.
Η ξαδέλφη της γνώριζε τον Μιχάλη Ασλάνη και σε κάποια βόλτα στο Κολωνάκι είχαν ανταλλάξει στοιχεία. Λίγες ημέρες αργότερα πρωταγωνιστούσε σε φωτογράφηση. Η επόμενη έγινε για το περιοδικό «Γυναίκα». Ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει τη δουλειά στο εξωτερικό και ξανάφυγε, αν και ένας απροσδόκητος έρωτας με Ελληνα την έκανε να επισκέπτεται την Ελλάδα συχνά.
Σε κάποιο ταξίδι της ανακάλυψε τη Μύκονο. Περιφερόταν με τη γνωστή χίπικη διάθεσή της στον Αγιο Σώστη, όταν ζήτησε από έναν άνδρα τη φωτιά του για να ανάψει τσιγάρο. Ηταν ο Αρης Τερζόπουλος. Γιος εκδότη που του άρεσε να κρατά μυστική την οικογενειακή ταυτότητά του, intellectual, μοναχικός, διαφορετικός.
Η Λάουρα θυμάται: «Πιάσαμε κουβέντα και μου είπε ότι με είχε προσέξει σε εκείνη την πρώτη φωτογράφηση που είχαμε κάνει για το περιοδικό “Γυναίκα”. Μιλήσαμε ώρα και ξαναβρεθήκαμε. Μου άρεσε ο Αρης, ήταν διαφορετικός. Πολύ διαφορετικός από τους νέους του κοινωνικού του κύκλου. Είχε μόνο δύο παντελόνια, δεν του άρεσε να πολυβγαίνει και διάβαζε πολύ. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε με ρώτησε πώς μου φαίνεται το περιοδικό του. Του είπα ότι κάποια πράγματα δεν μου άρεσαν και ότι θα μπορούσα να τα αλλάξω. Οτι θα μπορούσα να του στήσω ένα θέμα μόδας. Θα μου κάλυπτε μόνο τα έξοδα κι αν του άρεσε, θα το αγόραζε. Οταν βγήκε αυτό το ρεπορτάζ έγινε χαμός. Ολη η αγορά παραμιλούσε. Επαιρναν τηλέφωνο και ρωτούσαν ποιος έχει κάνει τη δουλειά. Το λέω μέχρι σήμερα: ο Αρης με παντρεύτηκε για να μη με χάσει ως συνεργάτη!»
Ως σύζυγος του Αρη Τερζόπουλου η Λάουρα Ντε Νίγκρις μεγαλούργησε. Ο Βασίλης Ζούλιας, ο Μιχάλης Πάντος, ο Βαγγέλης Κύρης, η Μάρα Δεσύπρη, ο Ηλίας Μιχαλόλιας είναι κάποιοι μόνο από τους σχεδιαστές και ανθρώπους του εγχώριου fashion system που της χρωστούν την καριέρα τους.
«Εκείνο που έφερε την επιτυχία ήταν η χημεία της παρέας. Φωτογράφοι, στυλίστες, μακιγιέρ, μοντέλα και hair stylists ήμασταν μια παρέα που ζούσαμε έντονα και χαιρόμασταν αυτό που κάναμε. Ως σύζυγος του Αρη Τερζόπουλου είχα την ελευθερία να υλοποιήσω τις ιδέες μου. Κάναμε τρελά πράγματα. Ταξιδεύαμε όλοι πρώτη θέση, μέναμε στα καλύτερα ξενοδοχεία και απολαμβάναμε στρείδια με σαμπάνια -μιλάμε για τρέλες-, αλλά ήταν η εποχή τέτοια. Είχαμε, δε, πολλαπλούς ρόλους. Στη φωτογράφηση που κάναμε στο ξενοδοχείο “La Mamounia” στο Μαρακές δεν ήμουν μόνο fashion editor, μαζί με τη Σιλβάνα έκανα και το μοντέλο», εξιστορεί. Η φωτογράφηση αυτή έχει μείνει ανεξίτηλη στη συλλογική μνήμη των αναγνωστών -και όχι μόνο-, καθώς ο φωτογράφος Βαγγέλης Κύρης είχε την προχωρημένη για την εποχή ιδέα να βάλει τις δύο γυναίκες να ερωτοτροπούν.
Τη ρωτώ γιατί ποτέ δεν αποδέχτηκε το επώνυμο Τερζοπούλου. «Ούτε Τερζοπούλου, ούτε Καλογιάννη έγινα ποτέ. Δεν άλλαξα ποτέ το επώνυμό μου, είμαι η Λάουρα Ντε Νίγκρις», απαντά, και συνεχίζει με εξομολογητική διάθεση: «Με τον Αρη είχαμε μια ελεύθερη σχέση όπου καθένας έκανε τη ζωή του. Ζούσαμε σε διαφορετικούς ορόφους μέσα στο σπίτι. Θα σου φανεί απίστευτο, αλλά και στους δύο άντρες που παντρεύτηκα, και στον Αρη και στον Θανάση, εγώ έκανα πρόταση γάμου. Του Αρη του είχα πει μάλιστα: “Αν δεν ήσουν πλούσιος, δεν θα σε είχα παντρευτεί!”. Σε πληροφορώ ότι το εκτίμησε. Ηξερε ότι πολλές γυναίκες αυτό σκεφτόντουσαν, μόνο εγώ όμως είχα την ειλικρίνεια να το πω».
Ο Κωστόπουλος, το επαγγελματικό διαζύγιο και ο κεραυνοβόλος έρωτας με τον Θανάση Καλογιάννη
Η Λάουρα Ντε Νίγκρις έμαθε ελληνικά προκειμένου να μπορεί να γράφει η ίδια για τη μόδα. Σήμερα αποκαλύπτει ότι οι πρώτες λέξεις που έμαθε ήταν «φούστα» και «μπλούζα».
Κάποια μέρα την πόρτα του περιοδικού χτύπησε ένας γοητευτικός νέος ο οποίος εργαζόταν στο υπουργείο Νέας Γενιάς. Τη ρώτησε αν ήθελε να μπει στην επιτροπή ενός διαγωνισμού που διοργάνωνε το υπουργείο για την ανάδειξη νέων σχεδιαστών. Ηταν ο Πέτρος Κωστόπουλος, με συνοδεία τον Βαγγέλη Κύρη και τον Ηλία Μιχαλόλια. «Τότε δεν υπήρχαν μεγάλα ονόματα στον χώρο της μόδας. Υπήρχε μόνο η Κατερίνα Τερζοπούλου που έκανε σημαντική δουλειά, αφού πήγαινε στο εξωτερικό προκειμένου να φωτογραφίζει τα μεγάλα ντεφιλέ. Η Ελλάδα ήταν πίσω στο κομμάτι αυτό», εξηγεί η Λάουρα, η οποία είχε αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις κατά τη θητεία της ως μοντέλο στο εξωτερικό. Επιπλέον, διέθετε ένα ελευθεριάζον καλλιτεχνικό μυαλό. Ανακάλυπτε ανθρώπους και τους έδινε ευκαιρίες. Αυτή ήταν, άλλωστε, ο άνθρωπος που έβαλε τον Πέτρο Κωστόπουλο να δουλέψει στα περιοδικά του Αρη Τερζόπουλου μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση.
«Ο Κωστόπουλος είχε ιδέες και έφερε έναν άλλο αέρα με τα περιοδικά που δημιούργησε. Το “ΚΛΙΚ” ήταν απολύτως δική του επιτυχία. Οταν έθεσε στον Αρη το τελεσίγραφο “ή γίνομαι μέτοχος στην εταιρεία ή φεύγω” εγώ ήμουν υπέρ της άποψης ότι ο Τερζόπουλος δεν έπρεπε να δεχτεί την πρόταση. Σήμερα αναγνωρίζω ότι η συγκεκριμένη άποψή μου ήταν λάθος. Κάποιος που βοηθάει στην επιτυχία μιας εταιρείας έχει το δικαίωμα να γίνει συνέταιρος. Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές στην Αμερική», σημειώνει.
Την εποχή εκείνη η φίλη της Λάουρας, Σιλβάνα, επίσης μοντέλο από τη Βραζιλία, η οποία έβγαινε με τον πρωταθλητή του στίβου Λάμπρο Παπακώστα, της ανέφερε συχνά ότι ο πρωταθλητής στα 400 μ. εμπόδια Θανάσης Καλογιάννης την είχε δει σε μια φωτογράφηση, είχε τρελαθεί με την ομορφιά της και ήθελε να τη γνωρίσει.
«Μου έλεγαν ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο παιδί με γαλάζια μάτια και ξανθιά μαλλιά, χρώματα που σιχαινόμουν στον άντρα, γι’ αυτό και αρνιόμουν. Μια ημέρα που τους είχα καλέσει στο σπίτι, χωρίς ουσιαστικά να το ξέρω, τον έφεραν μαζί τους. Με το που άνοιξε η πόρτα… μαγεύτηκα, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Λίγο καιρό αργότερα πήγα στον Αρη και του είπα: “Αρη, χωρίζουμε, ερωτεύθηκα!”. Ο Αρης, που αντιμετωπίζει με μια σοφία τα πράγματα, με βοήθησε να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου. “Εχεις δίκιο, είναι ο ωραιότερος νέος που κυκλοφορεί”, μου είπε. Ο πρώτος μου άνδρας ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερός μου και ο δεύτερος 10 χρόνια μικρότερος. Εκείνη την εποχή ο Θανάσης ήθελε να σταματήσει τον αθλητισμό και καθώς αγαπούσε τη φωτογραφία, τον βοήθησα να γίνει φωτογράφος και να δουλεύει μαζί μου. Πολλοί από τους συνεργάτες μου είχαν δυσαρεστηθεί. Hθελα να δουλεύω με τον Θανάση όχι μόνο γιατί τον πίστευα, αλλά και γιατί ήθελα να είμαι συνεχώς μαζί του. Ο Θανάσης Καλογιάννης ήταν για μένα ο άνθρωπός μου, αυτό που αποκαλούμε αδελφή ψυχή. Αφού συνηθίζαμε να λέμε ότι για να έχουμε τέτοιο δέσιμο, δεν μπορεί, μας έχουν χωρίσει με το ζόρι σε κάποια άλλη ζωή», εξομολογείται.
Θανάσης Καλογιάννης και Λάουρα Ντε Νίγκρις παντρεύτηκαν δύο φορές. Μία με πολιτικό γάμο σε δημαρχείο της Αθήνας και μία με θρησκευτικό στο Παλμ Σπρινγκς. «Ο γάμος της Αμερικής ήταν ό,τι πιο τρελό. Εγώ ήμουν με βρεγμένα μαλλιά από την πισίνα, ενώ ο Θανάσης φορούσε σαγιονάρες Birkenstock», περιγράφει.
Την ηρεμία στην ταραχώδη ζωή της πολυτάλαντης Βραζιλιάνας έφερε όχι μόνο ο άλλοτε πρωταθλητής του στίβου, αλλά και ο Ινδός γκουρού Σάι Μπάμπα. «Μία ημέρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μας και ένας φίλος μας που τον ξέραμε πάντοτε συννεφιασμένο με προβλήματα ήταν πιο ήρεμος και πιο όμορφος από ποτέ. Μας μίλησε για τον Σάι Μπάμπα και πήραμε την απόφαση να ταξιδέψουμε στην Ινδία. Τον γνωρίσαμε και ενστερνιστήκαμε αμέσως τη φιλοσοφία ζωής του. Θυμάμαι ότι στην πρώτη μας συνάντηση ήθελα να του θέσω έξι ερωτήματα. Μου τα απάντησε πριν καν τον ρωτήσω. Τα διαισθάνθηκε. Οι νέες αναζητήσεις άλλαξαν τη ζωή μου. Μοίρασα τα ρούχα της ντουλάπας μου, απαρνήθηκα την ύλη, γνωρίζοντας πλέον ότι μπορώ να ζω πιο απλά και έκοψα το κρέας. Για γούνες, δε, ούτε κουβέντα», αναφέρει.
Το γεγονός ότι ο αδελφός του Αρη Τερζόπουλου, Χρήστος, της έδειξε την πόρτα της εξόδου από τα περιοδικά σε συνδυασμό με το ότι ο σύζυγός της Θανάσης Καλογιάννης ήθελε να σπουδάσει σκηνοθεσία οδήγησαν το ζευγάρι στην ιδιαίτερη πατρίδα της Λάουρας, τη Βραζιλία. «Είχα προσφέρει τόσα στα περιοδικά και όμως ο Χρήστος με έδιωξε. Τα αδέλφια Τερζόπουλου είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες μεταξύ τους, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν». Εζησαν στη Βραζιλία κάποια χρόνια. Ο Θανάσης Καλογιάννης εργαζόταν για τη βραζιλιάνικη τηλεόραση ενώ εκείνη άρχισε να σχεδιάζει faux bijoux και κοσμήματα τα οποία κατασκευάζει μέχρι σήμερα.
«Με τον Θανάση περάσαμε μια κρίση στη σχέση μας όπως όλα τα ζευγάρια μετά από χρόνια. Κάποιο βράδυ του είπα τα παράπονά μου, μου είπε και εκείνος τα δικά του και από εκείνη τη στιγμή ξαναβρήκαμε και πάλι τη γαλήνη», θυμάται και προσθέτει: «Το διάστημα που ακολούθησε ήταν σαν ένας δεύτερος μήνας του μέλιτος».
Επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν η κρίση άγγιξε τη Βραζιλία: «Οταν ξαναπάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα, ανέπνευσα τον αέρα της και αισθάνθηκα ευτυχισμένη. Κατά βάθος εδώ ήθελα να ζήσω πάντα».
Ηταν τον περασμένο Οκτώβρη, όταν ο Θανάσης Καλογιάννης και η Λάουρα Ντε Νίγκρις στο πλαίσιο της Ελληνικής Εβδομάδας Μόδας παρακολούθησαν μια επίδειξη. Κατά την επιστροφή τους ο 52χρονος πρωταθλητής άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Ζήτησε από το ταξί να σταματήσουν για να πάρει λίγο αέρα. Λίγη ώρα αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι τους στα Μελίσσια. «Οταν ο Θανάσης έφυγε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν πίστευα ότι μας συνέβη αυτό. Είχα χάσει τον άνθρωπό μου και όλο μου τον κόσμο. Μου πήρε καιρό για να συνέλθω, ωστόσο ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει μέρα που να μην τον σκεφτώ. Οταν πέθανε ο Θανάσης νόμιζα ότι δεν ήμουν ικανή να κάνω τίποτα. Βρήκα όμως κουράγιο και σηκώθηκα. Περίεργα τα παιχνίδια της ζωής. Τη μια νομίζεις ότι δεν έχεις τη δύναμη για τίποτα και την άλλη ότι μπορείς να ξανακάνεις τα πάντα. Αυτή την εποχή φτιάχνω κοσμήματα και ψάχνω έναν επενδυτή προκειμένου να ανοίξω ένα κατάστημα Laura De Nigris με κοσμήματα, ρούχα και έπιπλα της δικής μου αισθητικής», καταλήγει, ολοκληρώνοντας τη