Αν και είναι δύσκολο να συγκεντρώσουμε όλα όσα θα θέλαμε να μάθουμε για τη γονεϊκότητα σε μια μόνο συζήτηση, ακόμα και σε ένα βιβλίο, η κα. Μερόπη Μιχαλέλη, ψυχαναλύτρια με πολυετή πείρα στην περιγεννητική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία σε δημόσια και ιδιωτικά κέντρα της Ελλάδας, ιδρύτρια και επιστημονικά υπεύθυνη της Κοιτίδας, καταφέρνει μέσα σε μόλις 200 σελίδες να αναλύσει όλα όσα μπορεί να περνούν από το μυαλό ενός ανθρώπου από τη στιγμή που ξεκινά να σκέφτεται αν θα γίνει γονέας μέχρι τη στιγμή που θα κρατήσει αγκαλιά το παιδί του και την ηλικία που αυτό θα πάει παιδικό σταθμό.
Στο βιβλίο, με τίτλο «Διαδρομές Γονεϊκότητας: Πώς γινόμαστε ή δεν γινόμαστε γονείς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, προσεγγίζει το ζήτημα της γονεϊκότητας μέσα από το πρίσμα της ψυχολογίας των γονέων, χωρίς να ξεχνά την εύθραυστη και εύπλαστη ψυχολογία των μωρών, απευθυνόμενη όχι μόνο σε ανθρώπους που είναι ή θέλουν να γίνουν γονείς, αλλά και σε εκείνους που αποφάσισαν πως δεν θέλουν να αποκτήσουν παιδιά καθώς και σε ειδικούς του ιατρικού χώρου γύρω από τη γονεϊκότητα και την εγκυμοσύνη.
Η απαρχή για το βιβλίο «Διαδρομές Γονεϊκότητας: Πώς γινόμαστε ή δεν γινόμαστε γονείς»
«Το βιβλίο είναι καρπός μιας εμπειρίας που διαρκεί περισσότερα από 35 χρόνια και αφορά κυρίως την παρέμβαση στην κοινότητα, την εκπαίδευση των επαγγελματιών που πλαισιώνουν την εγκυμοσύνη και τα πρώτα χρόνια της ζωής και τις κλινικές δράσεις που έχουν υλοποιηθεί και υλοποιούνται σε δημόσια και ιδιωτικά μαιευτήρια καθώς και σε χώρους υποδοχής και φροντίδας γονέων και βρεφών. Είναι το έργο μιας ζωής. Έχει βασιστεί στην εκπαιδευτική και κλινική μου εμπειρία και των συνεργατών μου, ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα τους. Πρόκειται για μια εξερεύνηση των διαφορετικών μονοπατιών που περιηγούνται τα άτομα και τα ζευγάρια, καθώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της γονεϊκότητας. Εμβαθύνει στους κοινωνικούς, ψυχολογικούς και συναισθηματικούς παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την απόφαση, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ένας μοναδικός “σωστός” τρόπος προσέγγισης της γονεϊκότητας ούτε μια καθολική εμπειρία της. Οι ιστορίες, μάλιστα, που αναφέρονται στο βιβλίο είναι όλες αληθινές. Δεν διαχωρίζω και δεν ξεχνάω καμία. Οι άνθρωποι με τους οποίους εργάζομαι μού είναι σημαντικοί,τους θυμάμαι όλους, ακόμη και έπειτα από 20 χρόνια».
Δεν πάνε όλοι οι άνθρωποι σε ψυχολόγους και ψυχαναλυτές – πάνε, όμως, σε παιδιάτρους, σε μαίες, σε γυναικολόγους. Αυτοί πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν τα πρώτα σημεία ψυχοπαθολογίας σε ένα παιδί, σε μία έγκυο, στον σύντροφο ή τη σύντροφό της.
Η Κοιτίδα και η προσφορά της στους γονείς
Στην παρουσίαση του βιβλίου της στο Μέγαρο Μουσικής, πέρα από επαγγελματίες, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ήταν άνθρωποι που με τις συμβουλές της κατάφεραν να δουν το ζήτημα της γονεϊκότητας ολιστικά και ξεκάθαρα. Άλλωστε, αυτός είναι και ο στόχος της στην Κοιτίδα, το κέντρο που ίδρυσε με σκοπό να παρουσιάσει στους γονείς και τους επαγγελματίες τις πολλαπλές και εντυπωσιακές ικανότητες ενός βρέφους. Όπως μας είπε: «Το μωρό είναι ένα υποκείμενο, δεν είναι πλαστελίνη που πάνω της γράφουμε ό,τι θέλουμε».
«Στην Κοιτίδα κάνουμε πάρα πολλές εκπαιδεύσεις. σε ανθρώπους που έρχονται οικειοθελώς. Είναι για γιατρούς, μαίες και νοσηλεύτριες, οι οποίοι θέλουν μια διαφορετική προσέγγιση στην πρακτική τους. Εμάς μας ενδιαφέρει να αλλάξει η νοοτροπία γύρω από τη γονεϊκότητα. Το βιβλίο και η Κοιτίδα δεν απευθύνονται μόνο στους γονείς, Αν έπρεπε να ιεραρχήσω μάλιστα τη σειρά θα έλεγα είναι πρώτα γραμμένο για τους επαγγελματίες. Δεν είναι ένα βιβλίο λύσεων ή κατευθύνσεων. Είναι ένα βιβλίο που θέλει να δώσει τρόπους να σκεφτούν και να προβληματιστούν όλοι – όχι μόνο οι γονείς ή οι μέλλοντες γονείς, γύρω από τις προσωπικές μας εμπειρίες φροντίδας από τα σημαντικά πρόσωπα της διαδρομής μας»».
Στο βιβλίο δίνεται μεγάλη σημασία στα πρώτα χρόνια ζωής του μωρού, τα οποία η κα. Μιχαλέλη τονίζει πως είναι τα πιο σημαντικά.
«Μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια οργανώνεται ο εγκέφαλος. Όταν γεννιέται ένα παιδί είναι ατελής ο εγκέφαλος, συνεχίζει να ολοκληρώνεται μέχρι το τέλος του 1ου και του 2ου έτους. Επομένως, οι εμπειρίες εκείνων των ετών είναι καίριο να εντοπιστούν από τους επαγγελματίες υγείας – όχι τους ψυχολόγους και τους ψυχαναλυτές – αλλά τους γυναικολόγους, τις μαίες, τους παιδιάτρους. Εκείνοι πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι.
Δεν πάνε όλοι οι άνθρωποι σε ψυχολόγους και ψυχαναλυτές – πάνε, όμως, σε παιδιάτρους, σε μαίες, σε γυναικολόγους. Αυτοί πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν τα πρώτα σημεία ψυχοπαθολογίας σε ένα παιδί, σε μία έγκυο, στον σύντροφο ή τη σύντροφό της.
Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στην κοινωνία μας αν οι επαγγελματίες πρώτης γραμμής δεν εκπαιδευτούν κατάλληλα, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσουν τα πρώιμα σημάδια ψυχοπαθολογίας σε ένα παιδί, σε μία έγκυο, στον σύντροφο ή τη σύντροφό της και να παρεμβαίνουν έγκαιρα μέσω εξειδικευμένων πρακτικών πρώιμης θεραπείας πριν εγκατασταθούν και εγγραφούν αυτά τα παθολογικά μοντέλα σχέσης ανάμεσα στους γονείς το παιδί και το περιβάλλον τους. Αυτές οι πρώιμες θεραπευτικές παρεμβάσεις έχουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα τα δύο πρώτα έτη και ωφείλουν να ξεκινούν ήδη από το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Δυστυχώς, είμαστε από τις ελάχιστες χώρες που δεν διαθέτουν πρώιμα κέντρα περιγεννητικής,νεογνικής και βρεφικής φροντίδας στα οποία θα προσφέρονται ολοκληρωμένες υπηρεσίες ψυχικής φροντίδας ήδη από την αρχή της εγκυμοσύνης και πριν από αυτήν και σε όλη την διάρκεια τουλάχιστον των δύο πρώτων χρόνων της ζωής».
Τα κέντρα περιγεννητικής φροντίδας
«Στα κέντρα αυτά, που υπάρχουν και σε άλλες χώρες σχεδόν σε όλον τον κόσμο, θα εκπαιδεύονται κατ’ αρχάς οι επαγγελματίες και θα έχουν δια βίου χώρους συζήτησης και παρουσίασης της δουλειάς τους, σημεία για να βρίσκονται και να μιλούν για τις δυσκολίες του επαγγελματός τους, για περιστατικά, για έρευνες. Πρέπει να μην είναι μόνοι τους, όπως σήμερα, σε ιδιωτικά και δημόσια νοσοκομεία να αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά περιστατικά χωρίς καμία βοήθεια.
Την ίδια στιγμή θα είναι χώροι υποδοχής των ανθρώπων από την ώρα που σκέφτονται να γίνουν γονείς, μέχρι την ώρα που θα κυοφορήσουν και τελικά θα αποκτήσουν παιδί. Χώροι για να εκφράσουν προβληματισμούς, δυσκολίες, φόβους. Και όταν αποκτήσουν (με όποιον τρόπο το αποκτήσουν, μπορεί να είναι η υιοθεσία ή η αναδοχή) αυτό το παιδί χώροι για να μπορούν να συναντούν άλλους ανθρώπους, να συζητούν ξανά όσα τους προβληματίζουν, να μιλούν για τις ανησυχίες τους. Χώροι στους οποίους θα ξέρουν ότι ανήκουν, ότι δεν είναι μόνοι, ότι υπάρχει μία κοινότητα που νοιάζεται για εκείνους και για τα παιδιά τους.
Με λίγα λόγια στα συγκεκριμένα κέντρα θα παρέχεται εκπαίδευση, συνοδεία και πρώιμες θεραπευτικές παρεμβάσεις όταν τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά».
Οι δύο εξελισσόμενες πανδημίες της εποχής μας
«Από την κλινική μου εμπειρία διαπιστώνω ότι υπάρχουν δύο εξελισσόμενες “πανδημίες” σήμερα, . Η μία είναι ο καρκίνος σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και η άλλη είναι η εγκυμοσύνη στην εφηβεία, ως έκφραση και αποτέλεσμα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης που διατρέχουμε ως κοινωνία και της διάρρηξης του υποστηρικτικού κοινωνικού ιστού.
Οι ψυχολογικές συνέπειες από εγκυμοσύνες που διακόπτονται στην εφηβεία, χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη ψυχολογική συνοδεία και υποστήριξη της έφηβης, είναι μακροχρόνιες και ανυπολόγιστες. Η νέα γυναίκα “κουβαλά” μία ασυνείδητη ενοχή και ένα αίσθημα λάθους για το οποίο της αξίζει να πληρώνει ένα μεγάλο τίμημα: να μην μπορεί να μείνει έγκυος αργότερα, να έχει μία διάχυτη κατάθλιψη που συνοδεύεται από ένα αίσθημα αναξιότητας και ανεπάρκειας και άλλες μορφές έκφρασης ενός πένθους για το “μωρό που χάθηκε”, και δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Επίσης, σε περιπτώσεις φτωχού κοινωνικοοικονομικού και υποστηρικτικού περιβάλλοντος, οι άκαιρες και ατελέσφορες εγκυμοσύνες μπορεί να επαναλαμβάνονται και τα βρέφη να εγκαταλείπονται.
Στην περίπτωση του καρκίνου που εμφανίζεται είτε κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του πρώτου χρόνου μετά, αντιμετωπίζουμε μόνο την θερπεία του καρκίνου της μητέρας και όχι τις συνέπειες του στο μωρό και την σχέση της μητέρας μαζί του».
Η κοινωνία μας δεν είναι καθόλου παιδοκεντρική. Έτσι λοιπόν σήμερα είναι σαν να τίθεται ένα δίλημμα στη γυναίκα που θέλει να εξελιχθεί επαγγελματικά και να κάνει παιδί. “θα γίνω μητέρα ή θα είμαι μια γυναίκα που θα εξελιχθώ επαγγελματικά;”
Οι πιο διαδεδομένοι μύθοι γύρω από τη γονεϊκότητα
«Η πρόταση με την οποία ξεκινάει το βιβλίο μου, και αν έπρεπε να επιλέξουμε μία φράση προς όλους τους γονείς, είναι ότι γονέας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Είναι πολύ μεγάλος μύθος το ότι η γονεϊκότητα είναι κάτι έμφυτο. Έμφυτες είναι οι πρώιμες εγγραφές, οι δικές μας εμπειρίες γονεϊκής φροντίδας, οι οποίες θα εμφανιστούν ξανά όταν εμείς γίνουμε γονείς.
Το ότι είναι κάτι έμφυτο όμως, δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα και σωστό. Μπορεί οι πρώιμες εμπειρίες να είναι ένας επωφελής τρόπος για εσένα και το παιδί σου να είσαι γονέας.
Το ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν παιδιά, λοιπόν, είναι ένας ακόμη πολύ διαδεδομένος μύθος γύρω από τη γονεϊκότητα. Όπως και το ότι το να είσαι γονιός είναι πάντα γεμάτο από αγάπη, λατρεία και ολοκλήρωση. Δεν ισχύουν όλα και πάντα. Γονέας γίνεσαι, και αν θέλετε γονέας γίνεσαι, σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Είναι άλλος ο γονέας ενός παιδιού ενός έτους, είναι άλλος ο γονέας ενός έφηβου και άλλος ο γονέας ενός ανθρώπου που ετοιμάζεται να αφήσει το παιδί του να πετάξει με τα δικά του τα φτερά.
Το ότι είμαστε γονείς μια και έξω και για πάντα, είναι ένας μεγάλος μύθος γύρω από τη γονεϊκότητα. Για ποιον γονιό μιλάμε ακριβώς; Δεν υπάρχει ένας τρόπος να είσαι γονέας μια ζωή».
Το δίλημμα που τίθεται στις γυναίκες: Εργασία ή μητρότητα;
«Οι μύθοι που αναφέραμε ήταν η πιο βασική προσέγγιση της γονεϊκότητας παλαιότερα. Αρκούσε να είμαστε καλοί άνθρωποι, να κάνουμε παιδιά και να φροντίζουμε τις πρωταρχικές τους ανάγκες.
Στη σύγχρονη εποχή, όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Σήμερα, οφείλουμε να σεβόμαστε το αν θέλει κάποιος να γίνει γονιός, αλλά και το τι σημαίνει το “επιθυμώ να κάνω ένα παιδί” για τον καθένα. Να σεβόμαστε την ιστορία μας και τις διαδρομές της και να συνδέουμε με αυτήν την επιθυμία απόκτησης παιδιού και όχι με το τι συμβουλεύουν οι γονείς, η γειτόνισσα,οι φίλοι, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό που είναι πολύ σημαντικό σήμερα είναι το πώς μπορούν οι γονείς, κυρίως οι γυναίκες, να κατανοήσουν ότι μπορεί να υπάρξουν και εκτός μητρότητας. Οι Ελληνίδες σήμερα δεν έχουν κατακτήσει αυτήν την νέα νοοτροπία του μπορώ και να δουλεύω και να είμαι μητέρα.
Ούτε η κοινωνία μας το αναγνωρίζει, καθώς δεν υπάρχουν δομές και προγράμματα στήριξης. Ούτε η κοινωνία μας υποστηρίζει αυτή την διπλή ταυτότητα, καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς και κατάλληλα στελεχωμένες δημόσιες δομές ημερήσιας υποδοχής και φροντίδας βρεφών και νηπίων. Με τον τρόπο αυτό, είναι σαν να πρέπει οι γυναίκες να επιλέξουν αν θα πρέπει να είναι εργαζόμενες ή μητέρες. Η κοινωνία μας δεν είναι καθόλου παιδοκεντρική. Έτσι λοιπόν σήμερα είναι σαν να τίθεται ένα δίλημμα στη γυναίκα που θέλει να εξελιχθεί επαγγελματικά και να κάνει παιδί. “θα γίνω μητέρα ή θα είμαι μια γυναίκα που θα εξελιχθώ επαγγελματικά;”.
Αλλά ούτε και το να υπάρχει η γυναίκα ως ολοκληρωμένο υποκείμενο ανεξαρτήτως του αν έκανε ή όχι παιδιά, είναι μέρος των κοινωνικών μας αναπαραστάσεων και αντιλήψεων».
Η εικόνα των καταθλιπτικών μωρών δεν είναι γνωστή και στους παιδιάτρους και μωρά που έχουν κατάθλιψη διαγιγνώσκονται ως αυτιστικά ή ότι ανήκουν στο φάσμα ή αργότερα ότι έχουν διάσπαση ελλειμματικής προσοχής.
Η ολοκληρωτική εξάρτηση από ένα μωρό και η κατάθλιψη
«Μεγάλο μέρος των καταθλίψεων παράγεται από αυτό το δίλημμα: “εργασία ή μητρότητα”.
Καθώς δεν υπάρχει κοινωνική και επιστημονική ευαισθητοποίηση, στα όσα συμβαίνουν σε ψυχικό επίπεδο στην νέα μητέρα τον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού της, οι γυναίκες δεν είναι έτοιμες να παραδοθούν με έναν παθητικό τρόπο στον ρόλο της μητρότητας: να αφιερωθούν στην παρατήρηση, εκπλήρωση των αναγκών και στη φροντίδα του μωρού τους, ως πρωταρχική ενασχόληση.
Το να μπορεί να παραδοθεί μια γυναίκα στη φροντίδα του μωρού της και την οικοδόμηση της σχέσης μαζί του ως πρωταρχική ενασχόληση χωρίς να φοβάται ότι θα χάσει τον προηγούμενο εαυτό της, την ταυτότητα της, τη δουλειά της, προκαλεί συχνά έντονες καταθλιπτικές σκέψεις.
Φοβούνται πάρα πολύ οι σημερινές γυναίκες την εξάρτηση από ένα μωρό. Αυτή η ολοκληρωτική εξάρτηση των μωρών από τη μητέρα τους, είναι κάτι που είναι ενάντια στην εξελισσόμενη και μεταλλασόμενη γυναικεία ταυτότητα. Είναι σαν να μην έχει επέλθει μια ισορροπία ανάμεσα στους παραδοσιακούς ρόλους του να μεγαλώνεις παιδιά και στους σύγχρονους ρόλους μια γυναίκας που θέλει να εξελιχθεί και να είναι αυτάρκης.
Αυτή η σύγκρουση είναι η βάση αρκετών από τις καταθλίψεις που βλέπουμε και πολλών γυναικών που έρχονται στην Κοιτίδα και μας λένε ότι δεν μπορούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους».
Γιατί δεν μπορούν οι γυναίκες να βρουν την ισορροπία;
«Επειδή δεν αναγνωρίζεται ανοιχτά και δημόσια ότι μία μητέρα μπορεί να θέλει να φροντίσει το μωρό της, αλλά ταυτόχρονα να θέλει και να διατηρήσει ένα μέρος του τρόπου ζωής που είχε. Δεν μπορεί δηλαδή ξαφνικά να γίνεις μητέρα και να ξεχάσεις τα πάντα. Στην αρχή οι γυναίκες έχουν έναν φόβο να παραδοθούν στις ανάγκες του μωρού τους που τους φέρνει αμφιθυμία, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό.
Στην αρχή οι γυναίκες έχουν έναν φόβο να παραδοθούν στις ανάγκες του μωρού τους, αυτό τους προκαλεί αμφίθυμα συναισθήματα. Αυτό είναι φυσιολογικό και πρέπει να αναγνωρίζεται στη νέα μητέρα .
Είναι φυσιολογικό όταν μια γυναίκα δεν κοιμάται για νύχτες ολόκληρες να της “έρχεται να πετάξει το μωρό της από το παράθυρο”. Αυτές που το πράττουν είναι ελάχιστες, έχουν σοβαρή ψυχική διαταραχή και είναι εκείνες που το περιβάλλον τους δεν αναγνώρισε καθόλου αυτά τα βίαια συναισθήματα και δεν παρείχε τον χώρο έκφρασης τους στις κατάλληλες δομές και στους κατάλληλους επαγγελματίες υγείας.
Δεν είμαστε εξοικειωμένη ως κοινωνία ούτε με το δικαίωμα της γυναίκας και των οικογενειών να έχουν προστασία, συνοδεία, δομές που τους στηρίζουν και στην εγκυμοσύνη και μετά. Δεν υπάρχουν χώροι που να μπορούν οι ίδιοι να μιλήσουν για την κατάθλιψη και για αυτά τα αντιφατικά συναισθήματα, τα οποία είναι φυσιολογικά να υπάρχουν».
Οι πρώιμες καταθλίψεις στα μωρά
«Τα κέντρα περιγεννητικής φροντίδας είναι ο μόνος τρόπος για να κάνουμε πρόληψη στην ψυχοπαθολογία των παιδιών και των ενηλίκων, αλλά και εξοικονόμηση πόρων. Διότι όταν μία γυναίκα εγκατασταθεί μέσα στην ψύχωση και την κατάθλιψη πέρα από τον ανθρώπινο πόνο, αυτό κοστίζει στο κράτος πάρα πολλά χρήματα.
Ταυτόχρονα, αυτές οι μαζικές διαγνώσεις που γίνονται πλέον στα παιδιά, ότι όλα έχουν διάσπαση προσοχής ή αυτισμό, πολύ συχνά είναι πρώιμες καταθλίψεις. Η εικόνα των καταθλιπτικών μωρών δεν είναι γνωστή και στους παιδιάτρους και μωρά που έχουν κατάθλιψη διαγιγνώσκονται ως αυτιστικά ή ότι ανήκουν στο φάσμα ή αργότερα ότι έχουν διάσπαση ελλειμματικής προσοχής. Αν γνώριζαν οι παιδίατροι την κλινική μορφή των πρώιμων καταθλίψεων σε βρέφη και νήπια, θα μπορούσαν μέσα από σύντομες παρεμβάσεις, οι κλινικές εικόνες αυτές να υποχωρήσουν, οι άνθρωποι να είναι πιο χαρούμενοι, τα μωρά να εξελίσσονται και να αναπτύσσουν το δυναμικό τους και το κράτος να εξοικονομεί πόρους που διατίθενται για τους λάθος λόγους.
Αν μπει σε ένα μωρό την ταμπέλα του αυτιστικού, αυτή θα το ακολουθεί δια βίου, με αποτέλεσμα το ίδιο και οι άνθρωποι γύρω του να γίνονται δυστυχισμένοι και το κράτος να καταναλώνει πόρους σε αναποτελεσματικές θεραπείες.
Όλα όσα γνωρίζουμε πλέον για τις πολύπλοκες ικανότητες των βρεφών από τη στιγμή της γέννησης τους να σχετισθούν, απαιτούν να γνωρίσουμε το παιδί μας ως ένα ξεχωριστό υποκείμενο, ποιος είναι αυτός ο νέος άνθρωπος που ήρθε στην ζωή μας, να το παρακολουθήσουμε, να δούμε με ποιον έχουμε να κάνουμε, να γνωρίσουμε τους ρυθμούς του, τις ικανότητες ή τις αδυναμίες του. Οι γονείς πρέπει να προσαρμοστούν στο μωρό και όχι το μωρό στους γονείς.
Το μωρό είναι ένα υποκείμενο. Δεν είναι μία πλαστελίνη που θα πάμε να γράψουμε πάνω ότι εμείς θέλουμε.
Σε έναν χώρο υποδοχής γονέων και μωρών, που σε άλλες χώρες υπάρχουν στην κάθε γειτονιά, με εκπαιδευμένες μαίες, νοσηλεύτριες όχι μόνο ψυχολόγους και ψυχαναλυτές, αυτό θα ήταν το κεντρικό κομμάτι. Είχαμε κάποτε τον θεσμό των επισκεπτριών υγείας, γιατί τον καταργήσαμε; Πήγαιναν στα σπίτια και έβλεπαν πάρα πολλά, ξεκινώντας από το πώς χτίζεται σιγά σιγά η σχέση του μωρού με τη μητέρα και το περιβάλλον του».
Οι γονείς δεν βάζουν τα όρια και αυτό επειδή δεν αναγνωρίζουν ότι το παιδί γίνεται ένα χωριστό υποκείμενο με δικές του ανάγκες.
Ο ρόλος του πατέρα, ειδικά στους πρώτους μήνες ζωής του μωρού
«Στη σύγχρονη κοινωνία δεν μιλάμε μόνο για μητέρα ή πατέρα. Μιλάμε για γονείς. Πλέον, ένα παιδί μπορεί να μεγαλώνει είτε με έναν άντρα και μία γυναίκα είτε με δύο γυναίκες ή με δύο άντρες. Δεν επιτρέπεται να αγνοούμε την κοινωνική πραγματικότητα των νέων μορφών οικογένειας.
Η μητέρα και ο πατέρας παραπέμπουν σε ένα παραδοσιακό μοντέλο γονεϊκότητας, το οποίο ακόμα υπάρχει, αλλά δεν είναι το μόνο, οπότε ας ονομάσουμε τον άλλο γονιό “ο τρίτος”
Ακόμα και στα ομόφυλα ζευγάρια, ακόμα και όταν είναι δύο γυναίκες που έχουν παιδί υπάρχει μια διαφοροποίηση στους ρόλους. Ο ρόλος του “τρίτου”, “του άλλου γονέα” ή, παραδοσιακά, του πατέρα είναι να διαχωρίζει τη μητέρα από αυτή τη συγχωνευτική τάση, την οποία έχει εκ της φύσεώς της να προσκολλάται στο μωρό της.
Στη φύση της μητέρας της είναι να μην θέλει να αποχωριστεί το μωρό της, διότι αυτό βγήκε από μέσα της, ήταν ένα με το σώμα της και το ένιωθε για εννέα μήνες.
Από τον τέταρτο μήνα και σίγουρα από το δεύτερο εξάμηνο και μετά,η μητέρα οφείλει να διαχωρίζεται από το παιδί. Αν αφήναμε μία μητέρα με το μωρό της, σε πολλές περιπτώσεις δεν θα διαχωρίζονταν ποτέ. Χρειάζεται, λοιπόν, κάποιος να έρθει και να πει στη μητέρα “είμαι και εγώ εδώ, σταμάτα αυτή την τρέλα, δεν βοηθάς το παιδί σου. Υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή σου”.
Το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας θέλει στήριξη στον ρόλο που αναλαμβάνει. Ο “τρίτος”, ανεξαρτήτως φύλου, έρχεται για να διαχωρίζει τον πρωταρχικό φροντιστή από την τάση συγχώνευσης και αδιαφοροποίητης σχέσης που έχει με το μωρό».
Γιατί δεν υπάρχουν όρια σήμερα;
«Η λέξη όριο σημαίνει διαφορά – διαφορά ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά, ανάμεσα σε εμένα και ένα άλλο άτομο που δεν ειμαι εγώ. Όταν λοιπόν λέμε όριο εννοούμε ότι διαχωρίζουμε δύο περιοχές, όπως λέμε το “όριο αυτής της πόλης ή το όριο σε αυτό το χωράφι”, έτσι και στη σχέση γονέα – παιδιού.
Δεν υπάρχουν όρια, επειδή οι σύγχρονοι γονείς – για πάρα πολλούς λόγους, που έχουν να κάνουν με την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά με τα οποία εκείνοι έχουν μεγαλώσει – νιώθουν μια μεγάλη ενοχοποίηση σχετικά με το να πούν “όχι”.
Σκέπτονται πως βάζοντας όρια δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες του παιδιού τους. Από τη μία υπάρχει αυτός ο φόβος, να αφεθούν δηλαδή, εντελώς στο παιδί και από την άλλη βλέπουμε, για παράδειγμα, παιδιά που φτάνουν τα 5 και 6 χρόνια και κοιμούνται με τους γονείς τους στο ίδιο κρεβάτι ή και θηλάζουν.
Αυτές οι αντιλήψεις, που προωθούνται συχνά από ανθρώπους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που δεν είναι γνώστες των επιστημονικών αρχών που προάγουν την θεμελίωση της αυτονόμησης και της ανθεκτικότητας ενός παιδιού, είναι ο προάγγελος της μη οριοθέτησης και αργότερα της βίας. Όταν ένα παιδί είναι προορισμένο από τη φύση του μετά τον τέταρτο – πέμπτο μήνα να βγάζει δόντια, έρχεται εξελικτικά από την φύση το όριο: μπορεί να ξεκινήσει να τρώει στέρεες τροφές και όχι να σιτίζεται μόνο θηλάζοντας. Από τον έβδομο ή όγδοο μήνα θα αρχίσει να μπουσουλάει ή και να περπατάει.
Ενώ, λοιπόν, η φύση του έχει δώσει τη δύναμη να κινείται και να τρώει, εμείς θηλάζοντάς το αποκλειστικά και επιτρέποντάς του να κοιμάται μαζί μας, δεν του αναγνωρίζουμε την κατάκτηση αυτών των νέων ορόσημων εξέλιξης που θα οδηγήσουν σταδιακά στην αυτονόμηση του και την διαφοροποίηση του από το σώμα της μητέρας.
Γίνεται ένα χωριστό υποκείμενο με δικές του ανάγκες. Όταν του λέμε “φάε μόνο από το στήθος μου” ή το κρατάμε στο δωμάτιό μας δεν το σεβόμαστε.
Το ότι τα παιδιά δεν έχουν όρια, οφείλεται στο ότι οι γονείς δεν τα θέτουν.Οι σύγχρονοι γονείς θεωρούν ότι είναι καλοί μόνο όταν λένε “ναι” σε όλα και ας είναι εξουθενωμένοι, και θυμωμένοι μέσα τους. Δεν αναγνωρίζουν την πολύ απλή διαφοροποίηση: “εσύ θέλεις αυτό, εγώ κάτι άλλο, θα τα πούμε το πρωί”.
Αργά ή γρήγορα το παιδί θα πάει σχολείο. Εκεί θα ακούσει το “όχι” και δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί ψυχικά στην ματαίωση,αν εμείς το μεγαλώνουμε μέχρι τότε σε μία αυταπάτη, σε ένα ψέμα ότι όλα είναι εφικτά».
Η μη οριοθέτηση βρίσκεται και στη βάση της βίας που βλέπουμε διαρκώς να αυξάνεται στους εφήβους και γενικώς στην κοινωνία.
Τι συμβαίνει όταν δεν μπαίνουν όρια
«Όταν αυτή η σύγχυση, αυτή η “πολτοποίηση”, έτσι θα χαρακτήριζα τη συγκεκριμένη συμπεριφορά προς το παιδί, συνεχίζεται οι γονείς αντιστρατεύονται και αντιτίθενται στην εξέλιξη του παιδιού, πράγμα που ξέρουμε ότι προκαλεί μεγάλη ένταση. Αν δεν υπάρχουν όρια θα υπάρχει μια διάχυτη διέγερση, διαρκής αναστάτωση, μια συνεχής γκρίνια και από την πλευρά των γονιών και από την πλευρά του παιδιού, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τα παιδιά να φωνάζουν και να χτυπούν το ένα το άλλο αργότερα στους παιδικούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία.
Σε αυτό, βέβαια, συνέτεινε και η απομόνωση από τον Covid-19, όπου οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια. Διερράγη ο κοινωνικός ιστός, ενώ τα παιδιά εκείνης της γενιάς δεν αναγνωρίζουν καν τα συναισθήματα στα πρόσωπα των άλλων, λόγω της μακροχρόνιας χρήσης μάσκας από τα πρόσωπα που τα φρόντιζαν καθημερινά».
Η μη οριοθέτηση βρίσκεται και στη βάση της βίας που βλέπουμε διαρκώς να αυξάνεται στους εφήβους και γενικώς στην κοινωνία. Για να μην είμαστε βίαιοι πρέπει να αναγνωρίσουμε από πάρα πολύ νωρίς ότι ο άλλος είναι διαφορετικός και οι ανάγκες / επιθυμίες μας διαφορετικές.
Αυτό είναι η πρόληψη της βίας. Αν δεν μάθουμε από πολύ νωρίς στους ανθρώπους τι σημαίνει να σέβονται τον άλλο ,την διαφορετικότητα του, δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, δεν αντιμετωπίζεται η βία με διοικητικά μέτρα. Τότε μόνο σχετιζόμαστε και γινόμαστε ενήλικες – όταν αναγνωρίσουμε ότι ο άλλος είναι διαφορετικός, είτε αυτός είναι το παιδί μας είτε ο γονιός μας. Τον αγαπάμε και μας αγαπάει, παρά τις διαφορές μας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή οι άνθρωποι είναι φορτωμένοι λανθασμένες αντιλήψεις. Η ενημέρωση δεν ελέγχεται, το διαδίκτυο είναι ένα πάρα πολύ χρήσιμο εργαλείο, αλλά κάνει και πάρα πολύ κακό, διότι κυκλοφορούν μέσω αυτού ανεξέλεγκτα πληροφορίες. Αυτή η ευκολία με την οποία διαχέονται οι πληροφορίες έχει δώσει βήμα σε ανθρώπους ακατάλληλους που γράφουν και διαχέουν στοιχεία εντελώς λανθασμένα. Ποιοι είναι οι άνθρωποι που τα διαχέουν όλα αυτά; Εκείνοι, ίσως, που στερήθηκαν τους γονείς τους. Εκείνοι που σήμερα είναι 30, 35 ή 40 ετών, παιδιά δηλαδή που μεγάλωσε η δική μου η γενιά, οι baby boomers, οι περισσότεροι εκ των οποίων θελήσαμε να κάνουμε καριέρα,υπερκαταναλώνοντας και αγνοώντας ,κάποιοι ποιο ποιοτικά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά των σχεσεων.
Ίσως γι αυτό σήμερα τα παιδιά μας , οι Millenials, προσπαθούν να εξισορροπήσουν το μοντέλο γονεϊκότητας που αυτοί δεν είχαν. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Xρειάζεται ορθή ενημέρωση, χρειάζονται δημόσιες καμπάνιες, χρειάζεται γνώση που έρχεται από οι ειδικούς στο αντικείμενο».
Το δημογραφικό πρόβλημα και το παράδοξο της γονεϊκότητας
«Λέμε διαρκώς ότι πρέπει να λύσουμε το δημογραφικό μας. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Σημαίνει απλώς να αυξηθούν οι γεννήσεις; Δεν είναι παράδοξο σε μια κοινωνία η οποία αγωνίζεται, κάνει καμπάνιες για την αύξηση του πληθυσμού της να μην υπάρχει καμία πρόβλεψη για το πώς μεγαλώνουν και πώς συνοδεύονται κατάλληλα τα παιδιά στην ανατροφή τους;
Πριν να λύσουμε το δημογραφικό, πρέπει να εστιάσουμε στο ότι η κοινωνία μας δεν είναι καθόλου παιδοκεντρική και δεν υπάρχει επαρκής ευαισθητοποίηση σχετικά με τους παράγοντες και τις καλές πρακτικές που ευνοούν την ομαλή σωματική και ψυχική εξέλιξη των μικρών παιδιών.
Αυτοί οι οποίοι σχεδιάζουν τις πολιτικές ημερήσιας φροντίδας και ψυχικής υγείας και ανάπτυξης των παιδιών πρέπει να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο στην καθοριστική σημασία που διαδραματίζουν οι πρώιμες εμπειρίες φροντίδας τα πρώτα χρόνια της ζωής στην εδραίωση και ανάπτυξη της ψυχικής και σωματικής υγείας του ανθρώπου για όλη την διάρκεια της .
Ο δείκτης πολιτισμού μίας κοινωνίας σχετίζεται με τα μέτρα και τις πρακτικές που έχουν σχεδιασθεί και εφαρμόζονται για την προστασία και προαγωγή της ψυχικής υγείας των εγκύων, των βρεφών και του περιβάλλοντος τους».