Από την Alexandra English, απόδοση: Δανάη Χριστοπούλου
Την πρώτη φορά που η Τζίλιαν Άντερσον προσπάθησε να καταγράψει μια σεξουαλική της φαντασίωση, το στυλό της αιωρούνταν πάνω από τη σελίδα για ώρα. «Έλεγα στον εαυτό μου: “Απλά γράψε τις λέξεις!”», λέει γελώντας. «Έχω δει και βιώσει πολλά, δεν σοκάρομαι εύκολα, αλλά δεν είχα ξαναχρησιμοποιήσει κάποιες από αυτές τις λέξεις στο χαρτί. Μπορεί να τις είχα σκεφτεί ένα εκατομμύριο φορές, μπορεί να ήμουν σε θέση να τις πω, αλλά o γραπτός λόγος τις έκανε να μοιάζουν ακόμα πιο αποκαλυπτικές».
Εντέλει τα κατάφερε και δημοσίευσε τη φαντασίωσή της στο «Θέλω», ένα βιβλίο με 170 παρόμοιες -ανώνυμες- επιστολές. Το βιβλίο (στα ελληνικά εκδ. Bell) περιλαμβάνει εξομολογήσεις γυναικείων φαντασιώσεων από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία, την Ισλανδία, την Κολομβία, τη Λιθουανία, τη Λιβύη και τη Ρουμανία. Οι απαντήσεις υποβλήθηκαν στη διαδικτυακή πύλη Dear Gillian το 2023, και ήταν αρκετές για να γεμίσουν οκτώ βιβλία. Πολλές κόπηκαν λόγω χώρου – ώστε το «Want» να παραμείνει ευκολοκουβάλητο.
Δημοσίευσε τη φαντασίωσή της στο «Θέλω», ένα βιβλίο με 170 παρόμοιες -ανώνυμες- επιστολές. Το βιβλίο (στα ελληνικά εκδ. Bell) περιλαμβάνει εξομολογήσεις γυναικείων φαντασιώσεων από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία, την Ισλανδία, την Κολομβία, τη Λιθουανία, τη Λιβύη και τη Ρουμανία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η Άντερσον βρίσκεται στο Κάλγκαρι του Καναδά για τα γυρίσματα της νέας σειράς του Netflix «The Abandons», ένα γουέστερν στο οποίο η Άντερσον παίζει την κακιά: η Κονστάνς Βαν Νες είναι μια κληρονόμος ορυχείων διψασμένη για εξουσία. Οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές στην περιοχή τους υποχρέωσαν να γυρίσουν τις εξωτερικές σκηνές σε εσωτερικούς χώρους. Ετσι, η κουβέντα της με το Marie Claire για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των γυναικών γίνεται λίγο προτού επιστρέψει στη σκόνη και τα άλογα του πλατό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Άντερσον είναι εν μέσω ενός project ενώ μιλάει για ένα άλλο. Κάποτε περιέγραψε τον εαυτό της ως «δραστήριο αλλά όχι τρομερά φιλόδοξο», κάτι που προκαλεί έκπληξη αν σκεφτούμε τα 73 credits της ως ηθοποιός, δύο ως σκηνοθέτης και ένα ως παραγωγός, τους θεατρικούς ρόλους, τη ραδιοφωνική εκπομπή, τα βιβλία και τις περισσότερες από 139 υποψηφιότητες για βραβεία (με 40 νίκες). Η Τζίλιαν, όπως και οι γυναίκες που έγραψαν τις ανώνυμες επιστολές στο «Θέλω», δεν είναι μονοδιάστατη.
Το «Θέλω» δεν είναι how-to οδηγός για τη γυναικεία ικανοποίηση. Οι ερωτικές φαντασιώσεις στις σελίδες του είναι αλληλένδετες με θέματα πολιτικής φύλου, σεξουαλικής ταυτότητας, οικογένειας, θρησκείας, ντροπής και σύγχυσης. Κάποιες από αυτές κουβαλούν αρκετή θλίψη. «Ένα από τα πράγματα που με εξέπληξαν ήταν το πόση τρυφερότητα και οικειότητα αποζητούν οι γυναίκες: θέλουν κάποιον να τις δει και να τις αγαπά για το ποιες είναι πραγματικά». Μια μητέρα ονειρεύεται έναν εραστή που προβλέπει κάθε της ανάγκη. Μια σύζυγος ονειρεύεται πως ο άντρας της αναλαμβάνει τα ψώνια, την πηγαίνει σινεμά και της λέει ότι είναι όμορφη. Πολλές γυναίκες αυτοαναλύονται, αναρωτιούνται γιατί φαντασιώνονται αυτό που φαντασιώνονται. Μια σκληροπυρηνική φεμινίστρια που ονειρεύεται ότι υποτάσσεται σε έναν άντρα δεν ξέρει γιατί ερεθίζεται από κάτι που έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις αξίες της. Μια ομοφυλόφιλη γυναίκα δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί ποθεί το ανδρικό μόριο. «Συχνά βρίσκω τον εαυτό μου να αναρωτιέται για την ντροπή που συνοδεύει τις επιθυμίες μου. Μήπως όλοι ντρέπονται και προσποιούνται ότι δεν ντρέπονται;», αναρωτιέται μία από τις ανώνυμες γυναίκες. Με το «Want» η Aντερσον ήθελε να βάλει τέλος στα ταμπού γύρω από τη σεξουαλική ζωή των γυναικών. «Η φαντασία είναι ένας ασφαλής χώρος, όχι μια αντανάκλαση αυτού που θα θέλαμε να είναι αληθινό», λέει η ίδια. «Δεν υπάρχει λόγος να ντρεπόμαστε».
Με το «Want» η Aντερσον ήθελε να βάλει τέλος στα ταμπού γύρω από τη σεξουαλική ζωή των γυναικών. «Η φαντασία είναι ένας ασφαλής χώρος, όχι μια αντανάκλαση αυτού που θα θέλαμε να είναι αληθινό», λέει η ίδια. «Δεν υπάρχει λόγος να ντρεπόμαστε».
Στο βιβλίο, κάθε επιστολή συνοδεύεται από δημογραφικά στοιχεία: φυλή, εθνικότητα, θρησκεία, εισοδηματική ομάδα, σεξουαλικός προσανατολισμός, οικογενειακή κατάσταση, παιδιά (ή όχι). Ωστόσο, απουσιάζει η ηλικία, «σε μια προσπάθεια να μη δημιουργηθούν πολλές προκαταλήψεις», όπως εξηγεί η Aντερσον. Η συμπερίληψη του εισοδήματος και όχι της ηλικίας δείχνει επίσης ότι «ανεξάρτητα από τις συνθήκες που ζούμε, από το πόσο αγχωτικές είναι οι ζωές μας, όλοι είμαστε γεμάτοι λαχτάρα. Το βιβλίο μας βοηθάει να κατανοήσουμε το πόσο ζωντανοί είμαστε, πόσο διψασμένοι για σύνδεση με τον άλλον».
Ίσως αν οι επιστολές περιλάμβαναν και ηλικία, να ήταν πιο δύσκολο για την ίδια την Άντερσον να γράψει τη δική της φαντασίωση. Φυσικά χωρίς τη δημόσια περσόνα της δεν θα υπήρχε όλο αυτό το πλήθος των διατεθειμένων να μοιραστούν τις φαντασιώσεις τους γυναικών.
Τη γνωρίσαμε ως Ντέινα Σκάλι των «X-Files», όταν ήταν μόλις 24 ετών. Στο cult δράμα επιστημονικής φαντασίας, η Άντερσον και ο Ντέιβιντ Ντουκόβνι πέρασαν 11 σεζόν αναζητώντας την αλήθεια εκεί έξω. Τώρα, στα 50κάτι, έχει μια νέα γενιά θαυμαστών ως σεξοθεραπεύτρια Τζιν Μίλμπερν στο «Sex Education», την κωμικοτραγική σειρά για μια ομάδα εφήβων που ανακαλύπτουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Ως Τζιν ήταν τόσο πειστική, που οι γραμμές ανάμεσα στο ρόλο και την ηθοποιό άρχισαν να θολώνουν, με την Άντερσον να ποστάρει στα social media φωτογραφίες φαλλικών ή αιδοιοειδών αντικειμένων με τις λεζάντες #penisoftheday και #yonioftheday. «Η Τζιν δεν κρίνει τους ανθρώπους γύρω της, τους αποδέχεται έτσι όπως είναι, κάτι που κάνω κι εγώ», λέει. Εκτός από το «Sex Education», ο ρόλος της ως ντετέκτιβ Στέλλα Γκίμπσον στο «The Fall» (2013-2016) επίσης ξεκλείδωσε κάτι μέσα της. «Πάντα ήμουν ειλικρινής για το τι θέλω, αλλά αυτός ο ρόλος με έκανε πιο άνετη στο να μιλάω για το σεξουαλικό μου προσανατολισμό».
Ως Τζιν ήταν τόσο πειστική, που οι γραμμές ανάμεσα στο ρόλο και την ηθοποιό άρχισαν να θολώνουν, με την Άντερσον να ποστάρει στα social media φωτογραφίες φαλλικών ή αιδοιοειδών αντικειμένων με τις λεζάντες #penisoftheday και #yonioftheday.
Η ιδέα για το «Θέλω» προέκυψε γιατί η λογοτεχνική της ατζέντισσα λάμβανε συνεχώς αιτήματα από εκδότες που ρωτούσαν αν η Άντερσον θα έγραφε ένα βιβλίο για τη σεξουαλική ζωή των γυναικών. Πρόκειται για διασκευή ενός βιβλίου από τα 70s, του «My Secret Garden» της Νάνσι Φράιντεϊ, στο οποίο οι γυναίκες έγραφαν ανώνυμα για τις σεξουαλικές τους επιθυμίες.
Η Άντερσον γεννήθηκε στο Σικάγο το 1968. Λίγο καιρό μετά, η οικογένεια μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου ο πατέρας της σπούδασε Κινηματογράφο. Οι γονείς της απέκτησαν άλλα δύο παιδιά: τον Άαρον, ο οποίος πέθανε το 2011 από όγκο στον εγκέφαλο σε ηλικία 30 ετών, και τη Ζόι, η οποία σήμερα εργάζεται ως κεραμίστρια. Όταν επέστρεψαν στις ΗΠΑ, η 11χρονη Τζίλιαν φανταζόταν την Αμερική ως «ένα ηλιόλουστο μέρος γεμάτο ευτυχία και σοκολάτες», αλλά η εφηβεία της στη μικρή πόλη Γκραντ Ράπιντς του Μίσιγκαν ήταν μια περίοδος θυμού, σύγχυσης και ανάρμοστης συμπεριφοράς. Η οικογένεια διατηρούσε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο και περνούσε εκεί τα καλοκαίρια της. Κάθε φορά που επέστρεφε στις ΗΠΑ ένιωθε όλο και πιο διαφορετική. Μια χρονιά, επέστρεψε ως πανκ, με σκουλαρίκι στη μύτη και ξυρισμένο κεφάλι. «Ήταν κάτι σαν κραυγή», είπε στους New York Times. Ποτά, ουσίες, σχέσεις με μεγαλύτερους… Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμμαθητές της την ψήφισαν ως την πιο πιθανή να συλληφθεί (πράγμα που έγινε τη νύχτα της αποφοίτησης επειδή προσπάθησε να τρυπώσει στο σχολείο για να βάλει κόλλα στις κλειδαριές).
Ποτά, ουσίες, σχέσεις με μεγαλύτερους… Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμμαθητές της την ψήφισαν ως την πιο πιθανή να συλληφθεί (πράγμα που έγινε τη νύχτα της αποφοίτησης επειδή προσπάθησε να τρυπώσει στο σχολείο για να βάλει κόλλα στις κλειδαριές).
Όταν ήταν 14 ετών άρχισε ψυχοθεραπεία, κάτι που της έσωσε τη ζωή. Περίπου την ίδια εποχή ερωτεύτηκε την υποκριτική. Στο Γυμνάσιό της υπήρχε μια καθηγήτρια που κατά καιρούς ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις και κάτι της έκανε κλικ. Καθώς η υποκριτική ήταν πιο αποδεκτός τρόπος έκφρασης από το να καταστρέφει περιουσίες ή να παίρνει ναρκωτικά, η Άντερσον βρήκε μια κοινοτική θεατρική ομάδα. «Εν μέρει για την προσοχή που μου χάριζε και εν μέρει για να νιώσω ότι υπήρχε κάτι που μπορούσα πραγματικά να κάνω. Να έχω κάτι που μπορούσα να αγκαλιάσω και που είχε νόημα για μένα».
Μετά το Λύκειο επέστρεψε στο Σικάγο, όπου φοίτησε στη Σχολή Θεάτρου του Πανεπιστημίου DePaul. Οι καταστροφικές της τάσεις την ακολούθησαν και εκεί, μέχρι που στα 21 της έκοψε το αλκοόλ – και έκτοτε παραμένει νηφάλια. Στα 22 της μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου δούλευε ως σερβιτόρα και ζούσε στο West Village ενώ κυνήγαγε τα όνειρά της ως ηθοποιός. Οσο ήταν εκεί είχε σχέση με μια ηλικιωμένη γυναίκα για περίπου έναν χρόνο. Το 2012, αφού η πρώην της πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, η Άντερσον δημοσιοποίησε για πρώτη φορά τη σχέση τους. Ήθελε να τιμήσει τη μνήμη της και να αναγνωρίσει «τη σημασία εκείνης της σχέσης στην προσωπική μου πορεία και την αίσθηση του εαυτού μου», είπε τότε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της τα συναισθήματά της για το σεξ και τη σεξουαλικότητά της δεν ήταν στατικά. Έχει κάνει σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, αλλά για εκείνη το φύλο δεν υπήρξε ποτέ παράγοντας έλξης, κάτι πιο αποδεκτό σήμερα απ’ ό,τι ήταν στα 90s.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της τα συναισθήματά της για το σεξ και τη σεξουαλικότητά της δεν ήταν στατικά. Έχει κάνει σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, αλλά για εκείνη το φύλο δεν υπήρξε ποτέ παράγοντας έλξης, κάτι πιο αποδεκτό σήμερα απ’ ό,τι ήταν στα 90s.
Έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από τη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο Λος Άντζελες με τον τότε φίλο της για να δοκιμάσει την τύχη της στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μετά από ένα ρόλο στο βραχύβιο τηλεοπτικό δράμα «Class of ’96» πήρε το ρόλο στα «X-Files» και η ζωή της άλλαξε για πάντα.
Ξαφνικά, αντιπροσώπευε ένα νέο είδος τηλεοπτικής παρουσίας: μια γυναίκα έξυπνη και δυναμική που δεν ενδιαφερόταν για τη μόδα, σε μια εποχή όπου ήταν αδύνατο να είσαι γυναίκα ηθοποιός χωρίς να καταταχθείς στη στήλη Α (σεξοβόμβα) ή στη στήλη Β (αδιάφορη). Η Άντερσον δεν έβλεπε τον εαυτό της σε κανένα από τα δύο στρατόπεδα, αλλά κατέληξε στο πρώτο χάρη στις φωτογραφήσεις που προσπαθούσαν να την παρουσιάσουν σε αντιδιαστολή με την «κουμπωμένη και ντροπαλή» Σκάλι. Το 1996 οι αναγνώστες του FHM την ψήφισαν ως την πιο Σέξι Γυναίκα του Κόσμου, κάτι που η ίδια αποκάλεσε «σουρεαλιστικό». Μόλις 18 μήνες νωρίτερα είχε γεννήσει το πρώτο της παιδί, την Πάιπερ, με τον Καναδό καλλιτεχνικό διευθυντή Κλάιντ Κλοτζ, τον οποίο είχε γνωρίσει στα γυρίσματα των «X-Files». Εδωσε τη συνέντευξη στο FHM φορώντας πιτζάμες και με την κόρη της δίπλα της. «Ήταν μια εποχή όπου η σεξουαλικότητά μου και η ταυτότητά μου έμοιαζαν αποσυνδεδεμένες επεδή βίωνα, όπως πολλές νέες μητέρες, την αίσθηση ότι είχα παραδώσει προσωρινά το σώμα μου σε ένα άλλο πλάσμα που είχε προτεραιότητα», έγραψε στο «Want».
Η Άντερσον και ο Kλοτζ χώρισαν το 1997 και μετά το τέλος των «X-Files», το 2002, επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο και ξεκίνησε το επόμενο κεφάλαιο της καριέρας της, το θέατρο. Έκτοτε ισορροπεί αριστοτεχνικά τους τηλεοπτικούς ρόλους και τις θεατρικές παραγωγές με μια εξίσου ενδιαφέρουσα προσωπική ζωή. Το 2004 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Τζούλιαν Οζάν, με τον οποίο χώρισε το 2006. Την ίδια χρονιά άρχισε να βγαίνει με τον επιχειρηματία Μαρκ Γκρίφιθς, με τον οποίο έχει δύο γιους, τον Όσκαρ, που γεννήθηκε το 2006, και τον Φίλιξ, που γεννήθηκε το 2008.
Το ζευγάρι χώρισε το 2012 και πλέον, κάθε δεύτερη εβδομάδα, η Άντερσον είναι υπεύθυνη για τις σχολικές διαδρομές και τα σάντουιτς. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα, είναι σε σχέση με τον Πίτερ Μόργκαν, δημιουργό του «The Crown». Όποτε δεν είναι σε γυρίσματα ή με τα παιδιά της, είναι ο ένας με τον άλλον: τέλειο για δύο εργασιομανείς, όπως έχει πει η ίδια.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα, είναι σε σχέση με τον Πίτερ Μόργκαν, δημιουργό του «The Crown». Όποτε δεν είναι σε γυρίσματα ή με τα παιδιά της, είναι ο ένας με τον άλλον: τέλειο για δύο εργασιομανείς, όπως έχει πει η ίδια.
Από το 2013 έως το 2015 υποδύθηκε τη θεραπεύτρια ενός κατά συρροή δολοφόνου στο «Hannibal», ενώ έπαιξε την Μπλανς Ντιμπουά στη θεατρική παράσταση του «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Γουίλιαμς, που της χάρισε το Evening Standard Theatre Award για την Καλύτερη Ηθοποιό και τη δεύτερη υποψηφιότητά της για το βραβείο Laurence Olivier.
Η ίδια προτιμά να υποδύεται αληθινές γυναίκες. Ο ρόλος της Γουόλις, δούκισσας του Ουίνδσορ στη μίνι σειρά του 2010 «Any Human Heart», της έφερε την υποψηφιότητα για BAFTA Καλύτερης Γυναικείας Τηλεοπτικής Ερμηνείας. Ήταν σαγηνευτική ως Μάργκαρετ Θάτσερ στην τέταρτη σεζόν του «Crown» το 2020 (η συμπρωταγωνίστριά της Ολίβια Κόλμαν αποκάλεσε την ερμηνεία της «ανατριχιαστική»). Το 2021 υποδύθηκε μια μυθιστορηματική εκδοχή της μητέρας της Μεγάλης Αικατερίνης, Ιωάννας, στην κωμική σειρά «The Great», και στη συνέχεια την Ελινορ Ρούσβελτ στην μίνι σειρά «The First Lady» του 2022. Φέτος, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Scoop» ως η παρουσιάστρια των ειδήσεων του BBC Έμιλι Μέιτλις, η συνέντευξη της οποίας με τον πρίγκιπα Αντριου είχε ως αποτέλεσμα να του αφαιρεθούν οι τίτλοι του.
Η ίδια προτιμά να υποδύεται αληθινές γυναίκες. Ο ρόλος της Γουόλις, δούκισσας του Ουίνδσορ στη μίνι σειρά του 2010 «Any Human Heart», της έφερε την υποψηφιότητα για BAFTA Καλύτερης Γυναικείας Τηλεοπτικής Ερμηνείας. Ήταν σαγηνευτική ως Μάργκαρετ Θάτσερ στην τέταρτη σεζόν του «Crown» το 2020 (η συμπρωταγωνίστριά της Ολίβια Κόλμαν αποκάλεσε την ερμηνεία της «ανατριχιαστική»).
Το «Sex Education» ήρθε όταν ήταν 50 ετών, μια ηλικία όπου ο κόσμος περιμένει από τις γυναίκες ηθοποιούς να εξαφανιστούν, όχι να επανέλθουν στην επικαιρότητα ως σεξουαλικά είδωλα. Πλέον, όμως, η ετικέτα «σεξουαλικό είδωλο» είναι δική της επιλογή.
Αναγνωρίζει ότι οι ρόλοι που παίζει είναι σημαντικοί για τις γυναίκες. «Έχουν όλοι κάτι που ενθαρρύνει τις γυναίκες να είναι γενναίες. Να μην ακολουθούν συμβάσεις. Να παίρνουν ρίσκα – στις σχέσεις και στη δουλειά τους. Να τολμάνε να ξεκινήσουν από το μηδέν. Να βρίσκουν τη δική τους φωνή, να κυνηγούν αυτά που θέλουν». Και όταν οι γυναίκες κυνηγούν και εκφράζουν αυτά που θέλουν, καλούμαστε να τις ακούσουμε.
«Εντέλει το “Θέλω” μας προ(σ)καλεί να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας και τα κοινωνικά ταμπού και να απαιτήσουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε ο ένας από τον άλλον, από τον εαυτό μας και από τη ζωή».