Μπορεί η Tallulah Willis να είναι ανάμεσα στις πιο γνωστές περιπτώσεις γυναικών που διαγνώστηκαν με αυτισμό σε ενήλικη ηλικία (συγκεκριμένα, στα 30 χρόνια της) αλλά σίγουρα δεν είναι η μοναδική. Οι διαγνώσεις όχι απλά έχουν αυξηθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία αλλά έχουν πολλαπλασιαστεί, κατά 175% σύμφωνα με ένα νέο άρθρο του National Geographic. Για την ακρίβεια, όπως αποκάλυψε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2024, η μεγαλύτερη αύξησή τους σημειώθηκε σε γυναίκες και κορίτσια, καθώς και στις ηλικίες 24-36 ετών ανεξαρτήτων φύλου. Γιατί όμως;
Οι ειδικοί το αποδίδουν τόσο στην καλύτερη ενημέρωση που υπάρχει σχετικά με τον αυτισμό (που παραπέμπει, π.χ., γονείς και εκπαιδευτικούς στους ειδικούς, για πρώιμη παρέμβαση) όσο και στα πιο εξελιγμένα ερευνητικά και διαγνωστικά εργαλεία, που συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση και ακριβέστερη αναγνώριση του συνδρόμου του Άσπεργκερ.
Όλες οι γνώσεις που έχουμε συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια έχουν καταρρίψει το στερεότυπο «που υπάρχει ακόμα εκεί έξω» σύμφωνα με την ψυχολόγο Monique Botha, ότι «ο αυτισμός είναι μια παιδική αναπηρία που παγιδεύει το άτομο στον δικό του κόσμο, το απομονώνει από την κοινωνία και την κοινότητα, ότι οι αυτιστικοί είναι θλιμμένοι και βασανισμένοι. Η πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από αυτό».
Όλες οι γνώσεις που έχουμε συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια έχουν καταρρίψει το στερεότυπο «που υπάρχει ακόμα εκεί έξω» σύμφωνα με την ψυχολόγο Monique Botha, ότι «ο αυτισμός είναι μια παιδική αναπηρία που παγιδεύει το άτομο στον δικό του κόσμο, το απομονώνει από την κοινωνία και την κοινότητα».
Ειδικά στις γυναίκες και τα κορίτσια υπάρχουν μεγαλύτερες προκλήσεις στη διάγνωσή του, η οποία συχνά έρχεται «σε πιο προχωρημένες ηλικίες και μέσα από περισσότερους κύκλους εξετάσεων» κατά τη Laura Hull, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Άλλωστε, μπορεί να το καμουφλάρουν μέσα από απλές κοινωνικές δεξιότητες που κατακτούν, όπως το να πιάνουν συζήτηση ή να έχουν μια σύντομη βλεμματική επαφή – αλλά να δυσκολεύονται σε πιο περίπλοκες καταστάσεις, π.χ. να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν μια φιλία. Μπορεί επίσης να αναπτύξουν εμμονές για ενδιαφέροντα που δεν συνδέονται στερεοτυπικά με τον αυτισμό – για παράδειγμα, να παθιαστούν με τη μόδα και όχι με τα τρένα.
Παρόλο λοιπόν που για πολλά χρόνια η αναλογία αγοριών-κοριτσιών στις διαγνώσεις ήταν 4:1, τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες αυτιστικές γυναίκες και κορίτσια από όσες υπολογίζουμε.
Ακόμα και η θεμελιώδης αντίληψη για τον αυτισμό έχει αρχίσει να αναθεωρείται: «Σύμφωνα με το στερεότυπο, από τους αυτιστικούς λείπει η Θεωρία του Νου (η ικανότητα να κατανοούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τόσο σε εκείνους όσο και στους άλλους)» λέει ο ψυχολόγος Joel Schwartz. Ωστόσο, μια υπόθεση που προτάθηκε το 2012 από τον κοινωνιολόγο Damian Milton το αμφισβητεί, επισημαίνοντας ότι η επικοινωνία ανάμεσα σε άτομα που αντιμετωπίζουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ πιο εφικτή, ακόμα και αν μιλάμε για δύο άτομα στο φάσμα: «Αν φέρεις κοντά δύο αυτιστικούς και τους ζητήσεις να συνεργαστούν, τα καταφέρνουν πολύ καλά, καταλαβαίνουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον, συναισθάνονται πολύ καλά ο ένας τον άλλον» εξηγεί ο Schwartz.
«Αν φέρεις κοντά δύο αυτιστικούς και τους ζητήσεις να συνεργαστούν, τα καταφέρνουν πολύ καλά, καταλαβαίνουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον, συναισθάνονται πολύ καλά ο ένας τον άλλον».
Πλέον οι αυτιστικοί δεν αντιμετωπίζονται ως άτομα που δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσουν, αλλά που επικοινωνούν με διαφορετικό τρόπο από τους νευροτυπικούς, λόγω των αισθητηριακών διαφορών τους, οι οποίες τούς προκαλούν δυσφορία, για παράδειγμα, στον δυνατό ήχο ή φως. Η αντίδρασή τους, τότε, μπορεί να είναι να καταφύγουν σε επαναληπτικές συμπεριφορές, όπως τα «παλαμάκια», αλλά σήμερα οι ειδικοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι τότε, αντί να τους προσφέρουμε κάποιον αντιπερισπασμό, να τους βοηθήσουμε να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους.
Και, τελικά, η διαφορετική οπτική του κόσμου από έναν αυτιστικό μπορεί να αναδειχθεί σε δύναμη. Γιατί εστιάζοντας σε λεπτομέρειές του που δυσκολεύονται να δουν όσοι κοιτούν τη μεγάλη εικόνα, μπορεί τελικά να τις παρατηρήσει σε υψηλότερη ανάλυση.
«Αυτό το βάθος της εμπειρίας μπορεί επίσης να δώσει στους αυτιστικούς την ικανότητα να έρχονται σε πιο στενή επαφή με τα πράγματα γύρω τους, να βιώνουν έντονα τη χαρά, να τα βλέπουν με μεγαλύτερη καθαρότητα» λέει ο Schwartz, η σύζυγος του οποίου είναι αυτιστική, και καταλήγει: «Μαθαίνοντας να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους, έστω και σε κάποιον βαθμό, κατάφερα να εμβαθύνω περισσότερο και στις δικές μου εμπειρίες. Να βρω τη χαρά σε πράγματα που διαφορετικά θα προσπερνούσα».