Η προτίμηση των γυναικών στις ιστορίες αληθινών εγκλημάτων (true crime) είναι ένα φαινόμενο που έχει μελετηθεί αρκετά και εξηγείται μέσω αρκετών ψυχολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να ακούσουν podcasts για αληθινά εγκλήματα, ενώ άλλες εκτιμούν ότι το κοινό των εκπομπών που αναλύουν ή παρουσιάζουν αληθινά εγκλήματα είναι κατά 80 τοις εκατό γυναικείο.

Όπως γράφει ο εγκληματολόγος Scott Bonn, στο phsychologytoday.com, αυτό πιθανότατα να οφείλεται στην ευαίσθητη φύση τους και στην ενσυναίσθηση που τις διακρίνει. Ειδικότερα, οι γυναίκες συμπάσχουν με τα θύματα σε ιστορίες αληθινών εγκλημάτων, τα οποία, τις περισσότερες φορές, είναι άλλες γυναίκες. Έτσι, ταυτίζονται και μπορούν εύκολα να φανταστούν τον εαυτό τους στη θέση του θύματος.

Ειδικότερα, οι γυναίκες συμπάσχουν με τα θύματα σε ιστορίες αληθινών εγκλημάτων, τα οποία, τις περισσότερες φορές, είναι άλλες γυναίκες. Έτσι, ταυτίζονται και μπορούν εύκολα να φανταστούν τον εαυτό τους στη θέση του θύματος.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο η συμπόνια που τις οδηγεί στο να βλέπουν ιστορίες βασισμένες σε αληθινά εγκλήματα. Ο Bonn σημειώνει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται και στην ανάγκη των γυναικών να νιώθουν ασφάλεια και προστασία.

«Πολλές γυναίκες που ζουν μόνες μου έχουν πει ότι αναζητούν σε τηλεοπτικές εκπομπές και podcasts αληθινών εγκλημάτων συμβουλές για το πώς να προστατεύονται από επιθέσεις αγνώστων, καθώς και πώς να εντοπίζουν τις κοινωνιοπαθητικές “κόκκινες σημαίες” στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των ανδρών που συναντούν», ενώ σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο σημειώνει στο ίδιο άρθρο η απήχηση των προγραμμάτων για αληθινά εγκλήματα στις γυναίκες μπορεί να οφείλεται στην «αίσθηση διαφυγής και χαλάρωσης που προσφέρουν».

Γιατί οι γυναίκες χαλαρώνουν παρακολουθώντας ιστορίες βασισμένες σε αληθινά εγκλήματα;

Η Jessica Grose, δημοσιογράφος και συγγραφέας, γράφει στους New York Times τους λόγους που πιστεύει πως την οδηγούν στο να απολαμβάνει την παρακολούθησε ιστοριών που βασίζονται σε αληθινά εγκληματα.

«Μετά τις εκλογές περνάω πολύ χρόνο παρακολουθώντας true crime – μη μυθοπλαστική τηλεόραση για διάφορες παράνομες δραστηριότητες, κυρίως δολοφονίες. Ο σύζυγός μου θεωρεί ότι είναι αρκετά παράλογο το γεγονός ότι βρίσκω παρηγοριά από τη ζοφερή πραγματικότητα παρακολουθώντας εκπομπές με τίλτους όπως “Ατύχημα, αυτοκτονία ή φόνος”, αλλά συχνά παρακολουθώ ή τέτοιες ιστορίες για να ηρεμήσω», γράφει στην εισαγωγή του άρθρου της και συνεχίζει θέτοντας έναν κοινωνικό και πραγματικό παράγοντα, που μπορεί να μην έχει λάβει υπ’ όψιν της ακόμα η επιστημονική κοινότητα.

«Έχω διαβάσει πολλές θεωρίες – σε ακαδημαϊκές εργασίες, σε φόρουμ του Reddit- σχετικά με το γιατί οι γυναίκες έλκονται περισσότερο από το είδος αυτό. Η εξήγηση που βλέπω πιο συχνά είναι ότι οι γυναίκες παρακολουθούν αληθινά εγκλήματα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους: Είμαστε συνήθως λιγότερο δυνατές σωματικά από ό,τι οι άνδρες και πιστεύουμε ότι κατανοώντας την ψυχολογία των εγκληματιών, μπορούμε να τους αποφύγουμε καλύτερα.

Αυτή η ερμηνεία μπορεί να είναι αληθινή για ορισμένες γυναίκες, αλλά προσωπικά ποτέ δεν μου έκανε εντύπωση. Μόνο όταν επεξεργάστηκα τον θυμό μου για την εκ νέου εκλογή ενός άνδρα που κρίθηκε υπεύθυνος για σεξουαλική κακοποίηση και που διόρισε ανθρώπους που κατηγορήθηκαν για σεξουαλική διακίνηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μπόρεσα τελικά να εξηγήσω στον εαυτό μου γιατί βρίσκω το είδος του true crime τόσο ακαταμάχητο.

Τα περισσότερα από τα αληθινά εγκλήματα που παρακολουθώ αντικατοπτρίζουν ένα ηθικό σύμπαν άσπρου-μαύρου, όπου τα θύματα τελικά δικαιώνονται, έστω και με καθυστέρηση. Σε αυτόν τον κλειστό κόσμο, οι σύγχρονες διωκτικές αρχές είναι ικανές, έχουν ενσυναίσθηση και τα στοιχεία των ιατροδικαστών λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

Τα αγαπημένα μου true crime δείχνουν απλώς καλούς ανθρώπους να κάνουν τη δουλειά τους και κάτι παθαίνουν. Γιορτάζουν παράλληλα το συναίσθημα και τη διαίσθηση – τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών τους, έχουν συχνά προαισθήματα για τους δράστες που διαφεύγουν από την επιβολή του νόμου και αψηφούν τα πρότυπα».

Φέρνοντας ως παράδειγμα μία πρόσφατη σειρά που παρακολούθησε στο Netflix, η οποία περιστρέφεται γύρω από την υπόθεση της Cathy Terkanian και της εξαφανισμένης κόρης της. Το ντοκιμαντέρ ονομάζεται “Into the Fire: The Lost Daughter” και ακολουθεί την Cathy Terkanian, η οποία το 1974, στα 16 της, απέκτησε μια κόρη που ονόμασε Alexis. Η μητέρα της την πίεσε να δώσει το μωρό για υιοθεσία, ώστε να έχει μια καλύτερη ζωή.

Η Terkanian δεν ξέχασε ποτέ την Alexis και το 2010 ανακάλυψε ότι η κόρη της -που μετονομάστηκε σε Aundria Bowman από τους θετούς γονείς της- είχε εξαφανιστεί το 1989 υπό ύποπτες συνθήκες στο Μίσιγκαν. Ο θετός της πατέρας ισχυρίστηκε ότι το είχε σκάσει, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.

Η βιολογική της μητέρα δεν τον πίστεψε και δεν τα παράτησε. Μάλιστα, έλεγε πως η υπόθεση δεν έκλεισε, αφού δεν ερευνήθηκε ποτέ σωστά. Η ίδια δημιούργησε μία σελίδα στο Facebook και μέσω αυτής ήρθε σε επαφή με παλιές φίλες της κόρης της, οι οποίες της αποκάλυψαν παράξενες ιστορίες για τους θετούς γονείς της κόρης της.

Μάλιστα, είχαν δει τον πατέρα της της να τη χτυπά, ενώ το κορίτσι τους είχε πει ότι την κακοποιούσε και σεξουαλικά. Αν και κατά καιρούς το κορίτσι προσπάθησε να γλιτώσει φεύγοντας από το σπίτι και μένοντας με φίλες η θετή της μητέρα και η εκκλησία δεν την πίστεψαν.

«Όλα αυτά τα χρόνια απλώς γυρνούσαν την πλάτη τους. Τα παιδιά έκαναν περισσότερα από τους ενήλικες», λέει η βιολογική μητέρα της Alexis στο ντοκιμαντέρ.

Η γυναίκα δεν σταμάτησε ποτέ να ερευνά την υπόθεση και Συνεργάστηκε με ερευνητές αληθινών εγκλημάτων στο διαδίκτυο και υπέβαλε αιτήματα για το αρχείο του Dennis Bowman, του θετού πατέρα της. Ανακάλυψε ότι όταν η Aundria ήταν παιδί, εκείνος είχε καταδικαστεί για «επίθεση με σκοπό τη διάπραξη εγκληματικής σεξουαλικής συμπεριφοράς και καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε έως δέκα ετών» και τότε σκέφτηκε πως αυτός ο άντρας είχε σκοτώσει την κόρη της.

Έπειτα από αυτό, το εγκληματικό παρελθόν του άντρα αποκαλύπτεται και οι υποψίες της βιολογικής μητέρας επιβεβαιώνονται. Οι αστυνομικοί που βοήθησαν στην επίλυση της υπόθεσης τονίζουν πως αν και οι ισχυρισμοί της γυναίκας αρχικά φαίνονταν υπερβολικοί και παράλογοι, αποδείχθηκε πως είχε δίκιο. «Ήταν μάλλον το μητρικό ένστικτό», λένε σε δηλώσεις τους στο ντοκιμαντέρ.

Η Terkanian παραμένει θυμωμένη με τον εαυτό της που λύγισε στις πιέσεις της μητέρας της για υιοθεσία του παιδιού της, αλλά και με όλη την αδικία που βίωσε η κόρη της, χωρίς να φταίει σε τίποτα. Την ίδια στιγμή νιώθει και σε έναν βαθμό λύτρωση, καθώς ξέρει τι συνέβη στην κόρη της.

Η Jessica Grose καταλήγει σημειώνοντας πως τα συναισθήματα της μητέρας είναι και εκείνα που βιώνει ο θεατής και γι’ αυτό ίσως νιώθει χαλάρωση όταν κλείσει την τηλεόραση και έχει αφήσει πίσω της ένα έγκλημα στο οποίο δόθηκε λύση.

«Είναι ένας καθρέφτης των συναισθημάτων που νιώθει και ο θεατής», γράφει. «Ξέρουμε ότι η Alexis δικαιώθηκε, χάρη στη μητέρα που δεν γνώρισε ποτέ, η οποία αγωνίστηκε γι’ αυτήν – όχι στη γυναίκα που την υιοθέτησε, η οποία φαίνεται ότι ήταν συνένοχη στην κακοποίησή της. Αλλά μόλις κλείσουμε την τηλεόραση, επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο, έξω από τα τακτοποιημένα όρια μιας ιστορίας με ικανοποιητικό τέλος».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below