Γεμίζει με την ωραία της αύρα κάθε της δουλειά: Φέτος την βλέπουμε στο θέατρο, στην παράσταση «Μη σου τύχει», που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Αθηνών, αλλά και στην τηλεοπτική σειρά «Grand Hotel» στον ΑΝΤ1. «Είμαι από τους ανθρώπους που μιλάνε για τα προβλήματά τους», θα μου πει η Ελένη Καρακάση σε ένα ανεμοδαρμένο μπαλκόνι στο κέντρο της Αθήνας όπου συναντιόμαστε για να συζητήσουμε για τις πρόσφατες δουλειές της. Γυναίκα εξωστρεφής και πολύ επικοινωνιακή, δεν βλέπει τον άνθρωπο που έχει απέναντί της επιφανειακά, τον σκανάρει, βλέπει, για παράδειγμα, την αληθινή διάθεσή του, αν πονάει, αν δυσκολεύεται να κινηθεί… Έχοντας περάσει η ίδια διάφορες περιπέτειες με την υγεία της, δεν διστάζει να μοιραστεί πράγματα, αλλά και να προτείνει πιθανές λύσεις που έκαναν καλό στην ίδια, όπως η γυμναστική και τα θαυματουργά Ιατρεία Πόνου. «Είμαι αγχώδης και αναβλητική», μου λέει περιγράφοντας τον εαυτό της, «αλλά και συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Μπορώ να γίνω ακόμη και ψυχαναγκαστική με πράγματα που μου κάνουν καλό, όπως η γυμναστική και το πιλάτες… Από το να κλαις τη μοίρα σου για κάθε αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πάντα καλύτερο το να σηκώνεσαι και να κάνεις κάτι», καταλήγει, και μου χαρίζει το πιο αφοπλιστικό της χαμόγελο. Η Καρακάση, που «κοιμάται και ξυπνάει με το ρόλο της όταν κάνει πρόβες», δείχνει μάλλον χαλαρή και ξεκούραστη – κι ας τρέχει από το γύρισμα στην παράσταση, αλλά και πρόσφατα σε αρκετές συναυλίες. Η μουσική, και μάλιστα η όπερα, ήταν εξάλλου η πρώτη της επιλογή στα καλλιτεχνικά μονοπάτια.
Τι θα έλεγες ότι σε έχει διαμορφώσει ως ηθοποιό;
Η αγάπη μου γι’ αυτό που κάνω. Οι άνθρωποι με τους οποίους έχω δουλέψει και κυρίως αυτοί που συνάντησα στην αρχή της καριέρας μου. Ένας άνθρωπος που διαμόρφωσε το χαρακτήρα μου και άλλαξε την πορεία μου είναι η Κάρμεν Ρουγγέρη. Ήμουν 14 όταν μπήκα στη θεατρική της ομάδα. Ήταν ένας καινούριος κόσμος που μου άρεσε πάρα πολύ, παρόλο που δεν σκεφτόμουν να ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο. Πιο πολύ σκεφτόμουν τη μουσική, αλλά ένιωσα απελευθέρωση στη θεατρική ομάδα. Η Κάρμεν Ρουγγέρη είναι η θεατρική μου μαμά και ο Κώστας Τσιάνος ο θεατρικός μου μπαμπάς. Από κει και πέρα με διαμόρφωσαν στροφές που πήρα. Ξεκίνησα την υποκριτική για να ακολουθήσω καριέρα στην όπερα, αλλά το ’93 πήγα σε μία οντισιόν του Εθνικού Θεάτρου «για την εμπειρία», με πήρανε, και έμεινα εκεί εφτά χρόνια. Δούλεψα μετά και στη Λυρική Σκηνή βέβαια, αλλά είχα ήδη αγαπήσει το θέατρο. Το μουσικό θέατρο παραμένει η μεγάλη μου αγάπη.
Και ως άνθρωπο;
Ο σύζυγός μου ο Δημήτρης (σ.σ.: ο μουσικός Δημήτρης Τσινιδέλος) είναι ο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου. Γνωριστήκαμε το 2001, ήμασταν φίλοι για ένα χρόνο και τον επόμενο γίναμε ζευγάρι. Από τότε είμαστε μαζί.
Είστε ένα καλλιτεχνικό ζευγάρι. Είναι σημαντικό ο σύντροφός σου να καταλαβαίνει τι σημαίνει «είμαι καλλιτέχνις»;
Ναι, αλλά δεν είναι το μόνο ζητούμενο. Έχω υπάρξει σε σχέση με καλλιτέχνη και αυτό που είχαμε δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είμαστε με τον Δημήτρη. Με καταλαβαίνει, δεν υπάρχει ανταγωνισμός, ούτε ζήλια, αντιθέτως, κατανοεί την ανάγκη μου να νιώθω ελεύθερη. Δηλαδή, μη με βάλεις να λογοδοτώ, να εξηγούμαι. Μπορεί να το κάνω από μόνη μου, αλλά μη μου το ζητάς. Μην πας να με ελέγξεις, θα το καταλάβω και θα αντιδράσω. Αυτό ισχύει και στην προσωπική μου ζωή και στην επαγγελματική.
Αποζητάς λοιπόν ελευθερία κινήσεων στη δουλειά σου. Τι άλλο;
Να περνάω καλά. Δεν μπορώ να λειτουργήσω αν δεν υπάρχει γύρω μου ένα υγιές περιβάλλον. Χρειάζομαι οι συνεργάτες μου να σέβονται ο ένας τον άλλον, να διαχωρίζουν το «κάνουμε δουλειά από το κάνουμε παρέα». Μπορεί να είμαστε φίλοι, αλλά είμαστε και επαγγελματίες. Πρέπει να μπαίνει ένα όριο, να λέμε: «Τώρα δουλεύουμε». Αυτό δεν σημαίνει ότι η δουλειά δεν έχει την πλάκα της. Και θα γελάσουμε και θα τραγουδήσουμε. Αλλά μου αρέσει η τάξη, να τηρούμε τα ωράρια, να μην υπάρχουν γκρίνιες, να είμαστε συγκεντρωμένοι σε αυτό που κάνουμε, να υπάρχει ένα υγιές εργασιακό περιβάλλον, να είναι ενωμένη η ομάδα.
Από τι εξαρτάται η συνοχή και η καλή λειτουργία μιας ομάδας;
Από το κεφάλι ξεκινάνε αυτά: τον σκηνοθέτη, τον πρωταγωνιστή, τον θιασάρχη, την παραγωγή. Στην παράσταση που παίζω στο θέατρο, το «Μη σου τύχει», που συνεχίζει από πέρσι την καλή της πορεία, είμαι σε μια θαυμάσια ομάδα. Νιώθω τόσο ελεύθερη όσο δεν έχω νιώσει εδώ και πολλά χρόνια και το χρωστάω σε αυτό το υπέροχο πλάσμα, τον Αιμίλιο Χειλάκη. Μπορώ να του πω τα πάντα, γελάμε πάρα πολύ, σεβόμαστε ο ένας τον άλλο πάρα πολύ, ανταλλάσσουμε βλέμματα συνεννόησης πάνω στη σκηνή και το ίδιο συμβαίνει με τον Χριστόδουλο (σ.σ.: Στυλιανού) και την Τάνια (σ.σ.: Τρύπη). Είμαστε μία πολύ τυχερή ομάδα. Αυτό ξεκινάει από τον Αιμίλιο που είναι ένα παιδί. Ένα υπέροχο παιδί. Εγώ δουλεύω για πρώτη φορά μαζί του και θυμάμαι πέρσι, στις πρόβες, όταν μας ανέβαζε στη σκηνή και δοκιμάζαμε, πειραματιζόμασταν, μας έβαζε ασκήσεις… Και μετά ανέβαινε κι εκείνος για να κάνει τις ίδιες ασκήσεις και άκουγε τις παρατηρήσεις του Μανώλη Δούνια (σ.σ.: συν-σκηνοθέτη του). Και εκεί έβλεπες ότι είναι ένας από εμάς. Η κορυφή, ο θιασάρχης, είναι την ίδια στιγμή μέλος της ομάδας.
Μιλάμε για ομάδες σε μια δουλειά με πολλά στεγανά και πολλά κλισέ, ίσως υπερβολική τυποποίηση. Το νιώθεις αυτό;
Αλήθεια είναι, μας έχουν κατηγοριοποιήσει, μας έχουν γεμίσει ταμπέλες. Η ταμπέλα του κωμικού ηθοποιού, του δραματικού, η ταμπέλα του σωματικού ηθοποιού, του ποιοτικού… Δεν μ’ αρέσουν οι ταμπέλες. Όλα τα χρόνια στην τηλεόραση έκανα κωμωδία. Μέχρι που ήρθαν οι «Άγριες Μέλισσες» και κάποιοι με είδαν και ως δραματική ηθοποιό, είδαν ότι μπορώ να κάνω κι άλλα πράγματα. Το αντίθετο συμβαίνει τώρα στον Χειλάκη, που ενώ τον έχουν για δραματικό ηθοποιό, εκείνος διάλεξε πέρσι να στραφεί στην κωμωδία. Αν με ρωτάς, η κωμωδία είναι το δυσκολότερο είδος θεάτρου. Θα ’θελα να σταματήσουν να μας βάζουν ταμπέλες. Μου αρέσει να πειραματίζομαι! Θέλω να κάνω αληθινά εναλλακτικά πράγματα – όχι δήθεν μεγαλεπήβολα. Μου αρέσει να αλλάζω.
Μπορώ να σε φανταστώ σε τραγικούς ρόλους, σε τραγωδίες. Εσύ;
Σε ευχαριστώ, αλλά πρέπει να σε έχει δει ο άλλος σε διάφορες δουλειές για να σε διαλέξει για κάτι διαφορετικό, να προσπεράσει την όποια τυποποίηση.
Μια άλλη ταμπέλα που δεν είχα συνειδητοποιήσει σε τι βαθμό σε ακολουθεί είναι αυτή της τραγουδίστριας. Συγκρίνοντας την υποκριτική με το τραγούδι, πότε είναι πιο εκδηλωτικό το κοινό;
Νομίζω πως ο κόσμος με έμαθε με το όνομά μου στο «Your face sounds familiar». Όσο για την ανταπόκριση, ωραίο το χειροκρότημα μετά από την παράσταση, αλλά όταν τραγουδά μαζί σου το κοινό, το συναίσθημα δεν περιγράφεται. Στο θέατρο η ανταπόκριση έρχεται με το γέλιο ή το χειροκρότημα. Στο τραγούδι δεν ακούς μόνο, νιώθεις ένα τεράστιο κύμα ενέργειας. Το κοινό είναι μαζί σου – φαντάσου να ήταν και δικό σου το τραγούδι δηλαδή. Να ένα απωθημένο μου, να ζήσω αυτό που έχω ζήσει με το κοινό, αλλά με ένα δικό μου τραγούδι. Και δεν εννοώ ότι θα γράψω στίχους ή μουσική, μιλάω για την ερμηνεία, για ένα τραγούδι που το είπα πρώτη εγώ. Και να έχω το κοινό να το τραγουδάει μαζί μου… Θα ήθελα να το ζήσω αυτό. Είναι μαγικό πράγμα, πολύ δυνατό. Πώς να το περιγράψω; Σαν να κάνεις πολύ καλό σεξ.
Πρόσφατα, συμμετείχες σε διάφορες συναυλίες (μία από αυτές ήταν προς τιμή του Μίμη Πλέσσα), ενώ τραγούδησες εκπληκτικά σε μια σκηνή στο «Grand Hotel». Είναι κάτι που σκοπεύεις να συνεχίσεις;
Η σκηνή στο «Grand Hotel» ήταν πολύ συγκινητική. Τραγούδησα το «Τέσσερα μάτια, δυο καρδιές», ένα αργό συρτό, παραδοσιακό σμυρναίικο, που το είπα σαν νανούρισμα. Σφιγγόμουν πάρα πολύ να μην κλάψω γιατί η γυναίκα που υποδύομαι είναι πιο γήινη. Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από τη Σμύρνη δεν είχαν την πολυτέλεια να κλαίνε, δεν είχανε χρόνο. Έπρεπε να δίνουν συνεχώς μάχες για απλά πράγματα, να βρουν δουλειά, να μην τους πουν κλέφτες, να μην τους πουν Τουρκόσπορους. Έπρεπε συνέχεια να αποδεικνύουν ότι είναι κι αυτοί Έλληνες.
Έχεις κι εσύ καταγωγή από τη Μικρά Ασία;
Εντελώς. Το σόι του μπαμπά ήρθε από την Κωνσταντινούπολη, της μαμάς από τη Σμύρνη. Μεγάλωσα έχοντας στα αυτιά μου όλες αυτές τις ιστορίες της προσφυγιάς, όλους τους ήχους από τα κυριακάτικα τραπέζια. Όταν είδα την «Πολίτικη Κουζίνα» τρελάθηκα γιατί εγώ δεν πέρναγα καλά στα οικογενειακά τραπέζια. Που ξεκινούσαν στις 11 το πρωί και τελείωναν στις 5 το απόγευμα. Με τον αδερφό μου ήμασταν τα μόνα παιδιά και καταπιεζόμασταν αφόρητα. Ήταν τραπέζια-μαραθώνιοι με κρεατικά ή ψαρικά με όλους τους συνοδευτικούς μεζέδες, ενώ ακολουθούσαν πάντα φρούτα, τυριά, ξηροί καρποί, γλυκά, καφέδες… Διαφορετικό το ένα σόι από το άλλο. Οι Σμυρνιοί ήταν πιο ανοιχτοί, οι Πολίτες ήταν υπερβολικά δεμένοι, η οικογένεια ήταν πάντα πάνω απ’ όλα.
Παραμένει η θέση της οικογένειας ψηλά στο σύστημα αξιών σου;
Ναι, αρκεί να κόβεται κάποια στιγμή ο ομφάλιος λώρος. Αν ρωτάς εμένα, η ζωή μου ρυθμίζεται με βάση την οικογένειά μου. Ας πούμε, δεν έφυγα στο εξωτερικό γιατί αρρώστησε ο μπαμπάς. Είναι σημαντικό κομμάτι για μένα, δεν θα μπορούσα να βάλω ένα Χ και να συνεχίσω τη ζωή μου. Αλλά αυτό ήταν δική μου επιλογή. Δεν μου αρέσουν οι οικογένειες που γίνονται τροχοπέδη για τα παιδιά τους, που τα δένουν, τα εκβιάζουν συναισθηματικά για να μείνουν κοντά τους και να τους γηροκομήσουν.
Τι περιμένεις να φέρει το μέλλον;
Δεν περιμένω κάτι συγκεκριμένο. Δεν είχα ποτέ απωθημένα με ρόλους. Ήθελα να είμαι σε ωραίες δουλειές, να περνάω καλά, να έχω τη στιγμή μου. Νιώθω ότι τα καλύτερα πράγματα δεν έχουν έρθει ακόμη. Νιώθω καλά με την ηλικία μου και γι’ αυτό θέλω να είμαι καλά, ψυχολογικά και σωματικά, πιο δυνατή, ώστε να μπορώ να αντιμετωπίσω κάθε ζήτημα, να μην πονάω. Και παροτρύνω και τους άλλους να μην αφήσουν το σώμα τους να πονάει, να αναζητήσουν θεραπευτές και να εμπιστευτούν τα Ιατρεία Πόνου. Μπορούν κυριολεκτικά να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire, Δεκέμβριος 2024. Επιμέλεια styling : Jay Κωνσταντινίδου. Η φωτογράφιση έγινε στο κατάστημα Retro so it is, το οποίο ευχαριστούμε για την ευγενική φιλοξενία.