Αντιπολεμικό μυθιστόρημα, φεμινιστικό μανιφέστο, δυνατό page-turner. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία της Τζούλιας Γκανάσου που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η συγγραφέας, που εμπνεύστηκε την υπόθεση του βιβλίου από την τρομακτική πραγματικότητα του πολέμου και τα όσα υποφέρει ο άμαχος πληθυσμός, θέλησε να γράψει μία ιστορία που κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί την ανάγκη να αντισταθούμε όλοι στο ρατσισμό και την έμφυλη βία και να υπερασπιστούμε την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη πριν ακόμη ο πόλεμος μάς χτυπήσει την πόρτα.
Η Τζούλια Γκανάσου, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978, σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Παρόλο που βιοπορίζεται από την Πληροφορική, έχει εκδώσει πέντε έργα πεζογραφίας. Το Ως το τέλος, ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014, ενώ άλλα έργα της (Γονυπετείς, Γόνιμες Μέρες) της έφεραν πολλές υποψηφιότητες για βραβεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έχετε συμπληρώσει δύο δεκαετίες στο συγγραφικό χώρο. Τι σας έφερε εξαρχής εδώ; Οι επιδιώξεις σας άλλαξαν αυτό το διάστημα;
Για μένα, η λογοτεχνία είναι το «κυρίαρχο πάθος» όπως λέει και ο Φρόιντ. Η συγγραφή με βοηθάει να επιβιώνω στην καθημερινότητα, να διαχειρίζομαι τις αντιξοότητες και να συνεχίζω να αγωνίζομαι, να εκφράζομαι ελεύθερα και να επικοινωνώ. Αυτές ήταν οι επιδιώξεις μου από την αρχή και δεν έχουν αλλάξει.
Αντιπολεμικό μυθιστόρημα, φεμινιστικό μανιφέστο, βιβλίο τρόμου, δυνατό page turner. Θέλατε εξαρχής να είναι όλα αυτά τα βιβλίο ή προέκυψαν στην πορεία; Πώς ξεκινήσατε να γράφετε τη Δευτέρα Παρουσία;
Επηρεασμένη από τους βομβαρδισμούς κατοικημένων πόλεων ανά τον κόσμο, σκεφτόμουν συχνά τους άμαχους πληθυσμούς που προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω εκρήξεων, ελλείψεων των θεμελιωδών αγαθών, διακοπών των βασικών παροχών. Σε αυτό το πλαίσιο, φαντάστηκα μια οικογένεια όπου ο πατέρας και ο γιος θα είχαν πάει στη μάχη, η μητέρα θα είχε βγει προς αναζήτηση τροφής χωρίς να έχει επιστρέψει και έτσι, στο σπίτι, θα είχαν μείνει μόνες μια γιαγιά και η έφηβη εγγονή της. Για εβδομάδες, «έβλεπα» αυτές τις γυναίκες και ένιωθα πόνο, θυμό, τρόμο. Η έφηβη παρακαλούσε την ηλικιωμένη να φύγουν, να βρουν καταφύγιο. Ξαφνικά, αποκαλύφθηκε ότι η γιαγιά είχε παραλύσει. Τότε, η εγγονή πήρε τη γιαγιά στην πλάτη και βγήκαν από το σπίτι.
Ναι, ήθελα να γράψω μια ιστορία επιβίωσης μέσα σε μια βομβαρδιζόμενη χώρα, μια ιστορία ενηλικίωσης, υπαρξιακής αναζήτησης, αντιπολεμικού προσανατολισμού. Ωστόσο, το βιβλίο εμπλουτίστηκε κατά τη διάρκεια της συγγραφής, έγινε πιο πολυδιάστατο, πολυπρισματικό. Καταφέρεται εναντίον του ρατσισμού, της έμφυλης βίας, της εμπορευματοποίησης των πάντων. Υπέρ της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης. Υπέρ των εκτοπισμένων και των εκδιωγμένων πάσης φύσεως σε κάθε χρονική στιγμή.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία φανταστική πόλη, που θα μπορούσε να είναι στην Ουκρανία αλλά και στην Παλαιστίνη, που ζει υπό τον τρόμο συνεχιζόμενων βομβαρδισμών. Δύο γυναίκες, γιαγιά και εγγονή, ψάχνοντας για καταφύγιο, φτάνουν σε ένα αλλόκοτο «ασφαλές μέρος». Ό,τι νοσηρό ακολουθεί, βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα. Πώς φτάσατε στις παρένθετες μητέρες που κυοφορούν μωρά με το ζόρι;
Όπως ανέφερα, με αναστατώνουν βαθιά και με εξοργίζουν οι βομβαρδισμοί κατοικημένων πόλεων. Παρακολουθώντας την περίπτωση της Ουκρανίας, οι εικόνες με συγκλόνισαν. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για το πρώτο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με τη γιαγιά στην πλάτη προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στην βομβαρδιζόμενη πόλη τους. Την ίδια περίοδο, έπεσαν στην αντίληψή μου βίντεο από το καταφύγιο μιας εταιρείας με παρένθετες μητέρες στο Κίεβο όπου συνεχίζεται η παραγωγή μωρών κατά παραγγελία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό μου έγινε εμμονή. Αναζήτησα όλες τις πληροφορίες που υπήρχαν στο διαδίκτυο και έγραψα το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με την γιαγιά βρίσκονται «αιχμάλωτες» στο καταφύγιο με τις παρένθετες μανάδες όπου οι γυναίκες. Το τρίτο μέρος είναι έκπληξη!
Το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας απασχολεί τους νομοθέτες πολλών χωρών, αλλά και τις ίδιες τις γυναίκες, σε σχέση με την εμπορευματοποίηση του σώματος, Με ποιο τρόπο σας προβλημάτισε η έρευνά σας, σε τι συμπεράσματα καταλήξατε;
Οι γυναίκες στη Δευτέρα παρουσία γίνονται θύματα της εκμετάλλευσης των εταιρειών παραγωγής βρεφών κατά παραγγελία, διενέργειας πειραμάτων και δημιουργίας «τέλειων όντων» εν μέσω πολέμου. Αυτό δημιουργεί μια σωρεία προβληματισμών περί ηθικής, εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος , καταστρατήγησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο, η έφηβη ανακαλύπτει την άδολη φιλία, τον έρωτα, την ψυχική δύναμη και το σθένος που την χαρακτηρίζουν, η γιαγιά είναι έμπρακτα «χρήσιμη» ως το τέλος, οι ήρωες συνασπίζονται και κινδυνεύουν όλοι μαζί σαν μια οντότητα και επειδή αναιρούνται όλα όσα θεωρούσαν δεδομένα, η αξία των πιο απλών αλλά σημαντικών πραγμάτων -της τροφής, του νερού, της στέγης, της τρυφερότητας, της αγάπης, της ειρήνης– μεγεθύνεται αναζωπυρώνοντας το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο.
«Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε διώχνει» λέει το αγόρι με την αποκριάτικη μάσκα πάπιας στην έφηβη εγγονή. «Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε πληγώνει» απαντάει το κορίτσι και γίνονται ένα με τους λαβωμένους, τους καταπονημένους, τους αδύναμους κι όμως, τόσο δυνατούς, τους ματαιωμένους κι όμως, τόσο θαρραλέους, με όλους τους απροστάτευτους επιζώντες ενήλικες, τους διψασμένους για ζωή.
Γιαγιά και εγγονή ενώνονται σε ένα κοινό, διττό σώμα, ως μέρος της «πανίδας του πολέμου». Τι συμβολίζουν οι δύο αυτές γυναίκες;
Η εγγονή που συμβολίζει το νέο, την ορμή, την αλλαγή, χρειάζεται, τιμά, διασώζει και συνεργάζεται με τη γιαγιά η οποία συμβολίζει την εμπειρία, τη γνώση, την κληρονομιά του παρελθόντος. Σε όλο το βιβλίο, οι δύο γυναίκες συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν σαν ένα νέο ζωντανό σώμα. Αυτό το διττό σώμα συμβολίζει τη σημασία της ενεργούς σύμπραξης και διάδρασης του παλαιού με το νέο, του ατομικού με το συλλογικό με όραμα έναν καλύτερο κόσμο. Έχει βαθιά ανθρωπιστικό, επαναστατικό και αντιρατσιστικό χαρακτήρα. Το διττό σώμα της εγγονής με τη γιαγιά στην πλάτη, το διττό σώμα των γυναικών που κουβαλάνε ή θηλάζουν βρέφη σαν να είναι ενσωματωμένα επάνω τους, το διττό σώμα των εραστών όταν σμίγουν, το διττό σώμα της νεκρής που γίνεται «φορείο» για την ετοιμόγεννη, της ζωής και του θανάτου που συνυπάρχουν διαρκώς, της «πατρίδας» που αφήνουμε πίσω και της «πατρίδας» που ελπίζουμε ότι θα χτίσουμε, το διττό σώμα που δεν αποδέχεται την ήττα, ελπίζει και παλεύει για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, για μια Δευτέρα παρουσία, είναι το πιο δυνατό σύμβολο του έργου.
Γράψατε με μεγάλη τρυφερότητα τις ηρωίδες σας. Ποιες γυναίκες σας ενέπνευσαν στη σκιαγράφησή τους;
Αφενός, η μητέρα μου, η Ισμήνη και η γιαγιά μου, η Μεμούλα οι οποίες αγωνίζονται με νύχια και με δόντια εφ’ όρου ζωής, αφετέρου, όλες οι κακοποιημένες γυναίκες που σπαράσσουν στον κόσμο…
Μπολιάσατε την ιστορία σας με στοιχεία φανταστικής λογοτεχνίας και μαγικού ρεαλισμού. Ποια ήταν αυτά και σε τι εξυπηρέτησαν;
Η ποιητική χροιά του μαγικού ρεαλισμού και η υπερβατικότητα των φανταστικών στοιχείων βοήθησαν να υπάρχουν «ανάσες» στην αφήγηση, στιγμές φωτός και αισιοδοξίας για τις ηρωίδες ώστε να συνεχίζουν να αγωνίζονται. Οι έφηβοι με τις αποκριάτικες μάσκες ζώων που προσπαθούν να επιβιώσουν στα χαλάσματα, η γιαγιά που γίνεται κοιτίδα αγκαλιάς και νανουρίσματος για τις παρένθετες μητέρες, τα τετράποδα νήπια που ξέφυγαν από το παιδομάζωμα, το αγόρι με τις ουλές που ξεφτίζουν ασημόσκονη και το κορίτσι με την καμπούρα που θρηνεί, φτιάχνουν μια παράλληλη αφήγηση ελπίδας και πίστης.
Τι μπορεί να διδαχτεί η δυστοπική μας πραγματικότητα από τη δυστοπία που περιγράφετε στη Δευτέρα Παρουσία;
Την αγωνιστικότητα… Οι άνθρωποι πρέπει να συνεχίζουν να αγωνίζονται ακόμη και όταν όλα μοιάζουν να έχουν καταστραφεί, να συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ακόμη και στις πιο ζοφερές καταστάσεις, ελλοχεύει κάτι αισιόδοξο. Αυτό συμβαίνει συνέχεια στο βιβλίο. Η ελπίδα έρχεται στα πιο απίθανα σημεία. Οι άνθρωποι πρέπει να υπερασπίζονται πάση θυσία την ειρήνη, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη για όλα τα έμβια όντα, πρέπει να οραματίζονται πάντα μια «δευτέρα παρουσία» στη ζωή.