Τον Μάιο του 2019, μια γυναικτονία συγκλονίζει το πανελλήνιο. Η 24χρονη Ερατώ, χάνει στη Λέσβο τη ζωή της από τον πατέρα του παιδιού της κι εν διαστάσει σύζυγό της. Η μητέρα της, Ελένη Κρεμαστιώτη φτάνει εσπευσμένα στο νησί κι από τότε δεν αντιμετωπίζει μόνο την τραγική απώλεια του παιδιού της αλλά και μια σειρά -τυρανικών και ψυχοφθόρων κάθε φορά- δικαστηρίων.
Xθες, ξημερώνοντας ακόμη μια ημέρα γυναικοκτονιών για τη χώρα μας –έχοντας αγγίξει τον αριθμό των 12 για το 2024- κι ενώ όλα έδειχναν ότι τον περασμένο Φεβρουάριο η υπόθεση για εκείνη είχε λήξει, αναγκάστηκε ν’ αναβιώσει όλες τις άγριες μνήμες καθώς εκδικάστηκε ακόμη μια έφεση του καταδικασθέντος σε ισόβια γυναικοκτόνου, με τον ίδιο να ζητά από τον Άρειο Πάγο ελαφρυντικά, με τον εισαγγελέα -ευτυχώς- να ζητά να απορριφθεί η αίτησή του. Η τελικά απόφαση πρόκειται να βγει σε έξι μήνες περίπου.
Παράλληλα γινόταν στον Άρειο Πάγο και συγκέντρωση κατά της βίας και από το πλευρό της Ελένης Κρεματσιώτη δεν έλειπε η Αλεξάνδρα Μάκου, μητέρα της Γαρυφαλλιάς Ψαράκου.
Σήμερα, μια ημέρα μετά τα παραπάνω, η Ελένη Κρεμαστιώτη, γράφει για την τραγική ειρωνία των τελευταίων θυμάτων, της Δώρας και της Γαρυφαλλιάς, τονίζοντας πως ποτέ δεν σταματά το κακό όταν εμείς απλά λέμε «Όχι αλλη Δώρα» ή «Όχι άλλη Γαρυφαλλιά». Γιατί θύματα με τα ίδια ονόματα είχαμε και στο παρελθόν. Γιατί και άλλη Δώρα είδαμε και άλλη Γαρυφαλλιά είδαμε.
Τα λόγια της Ελένης Κρεμαστιώτη
«Όχι άλλη Γαρυφαλλιά, λέγαμε. Όχι άλλη Δώρα. Και τώρα; Δώρα από το Αγρίνιο, Γαρυφαλλιά από την Πάτρα… Τα ονόματα επαναλαμβάνονται σαν τραγική ειρωνεία. Κάθε φορά τα ίδια ονόματα, οι ίδιες ιστορίες, ο ίδιος πόνος. Και εμείς, να κοιτάμε άφωνοι, να νιώθουμε την ίδια αμηχανία και οργή που δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τίποτα.
»Οι μητέρες αυτών των γυναικών που μέχρι πρότινος ήταν η “μάνα της Γαρυφαλλιάς”, η “μάνα της Δώρας”, σήμερα είναι γυναίκες που απλά κουβαλούν το βάρος μιας ανείπωτης απώλειας. Τα ονόματά τους γίνονται συνώνυμα του πόνου και της αδικίας, και εμείς κάθε φορά που τα επαναλαμβάνουμε, καταλαβαίνουμε πόσο μικρή είναι η πρόοδος που έχουμε κάνει ως κοινωνία.
»Η επανάληψη αυτών των ονομάτων είναι η πιο σκληρή ειρωνεία. Όπως τα θύματα που συνεχώς προστίθενται στον κατάλογο, έτσι και τα ονόματά τους γίνονται σύμβολο της αδυναμίας μας να αλλάξουμε την πραγματικότητα. Δεν είναι απλώς ονόματα – είναι φωνές που ζητούν να ακουστούν. Είναι κραυγές που παραμένουν χωρίς απάντηση. Για πόσο ακόμη θα επαναλαμβάνονται τα ίδια ονόματα; Για πόσο ακόμη θα λέμε «όχι άλλη Γαρυφαλλιά», «όχι άλλη Δώρα» και τελικά δε θα κάνουμε τίποτα για να σταματήσουμε αυτή την αλυσίδα βίας;
»Ως πότε θα έχουμε ένα κράτος απλά θεατή; Γιατί κάθε τόσο θα πρέπει μανάδες να θάβουν τα παιδιά τους;»
Το 2021 η Ελένη Κρεμαστιώτη, είχε περιγράψει μεταξύ άλλων στο Marie Claire, το μοιραίο βράδυ της γυναικοκτονίας.
Το βράδυ που ο σύζυγος της Ερατούς, έγινε ο δολοφόνος της
H Ερατώ βρισκόταν στο σπίτι με έναν φίλο της. Ο εν διαστάσει σύζυγός της την παρακολουθούσε. Τον έβλεπα κι εγώ τα βράδια που έμενα στην κόρη μου. Τη συγκεκριμένη νύχτα χτύπησε το κουδούνι και η Ερατώ άνοιξε. Δεν είχε κάτι να κρύψει. Στο σπίτι ο Παναγιώτης βρέθηκε με την πρόφαση ότι πήραν κατά λάθος στη μετακόμιση το σέικερ που είχε για τον καφέ του και ότι το χρειαζόταν το επόμενο πρωί. Με τον φίλο της κόρης μου, που καθόταν στο σαλόνι, δεν μίλησε. Πήρε το σέικερ κι έφυγε. Ο φίλος της Ερατούς έμεινε για μισή ώρα ακόμη, αλλά όλο αυτό το διάστημα έβλεπαν απέξω τον Παναγιώτη να παρακολουθεί το σπίτι. Στη συνέχεια φαίνεται πως έφυγε κι ο Παναγιώτης. Για λίγο όμως… Οταν έμεινε μόνη, με την κόρη της να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, πήρε τηλέφωνο τον κολλητό της, Γιώργο, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ξαφνικά ακούστηκε η εξώπορτα δυνατά και μετά κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ο Γιώργος τη συμβούλεψε να μην ανοίξει, εκείνη φοβήθηκε πως θα ανησυχούσαν οι κάτοικοι της πολυκατοικίας και το μωρό. Τελικά δεν του άνοιξε, αλλά εκείνος παραβίασε την μπαλκονόπορτα και μπήκε μέσα στο σπίτι κρατώντας την καραμπίνα που είχε πάει να πάρει από το σπίτι του στα Λουτρά. Τη ρώτησε με ποιον μιλούσε και της ζήτησε να βάλει σε ανοιχτή ακρόαση τον κολλητό της φίλο. Η Ερατώ αναρωτήθηκε γιατί είχε το όπλο μαζί του και τότε εκείνος άρχισε να τη χτυπάει. Ο Γιώργος από την άλλη άκρη της γραμμής φώναξε ότι θα καλέσει την Αστυνομία και τον πατέρα της. “Αν κλείσεις το τηλέφωνο θα της τη φυτέψω” ήταν τα λόγια του δολοφόνου. Ο Γιώργος φοβήθηκε και δεν έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος συνέχισε να τη χτυπάει, αλλά η Ερατώ δεν φώναζε γιατί κοιμόταν το μωρό. Ούτε εκείνος φώναζε, μέχρι που της ζήτησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Στη συνέχεια ο Γιώργος άκουσε τον πυροβολισμό. Ζήτησε από τον Παναγιώτη να του πει πώς είναι η Ερατώ και να του τη δώσει να μιλήσει μαζί της, αλλά εκείνος με ένα “όλα καλά” το έκλεισε. Το ίδιο έκανε και στο επόμενο τηλεφώνημα του Γιώργου που αναζητούσε την Ερατώ, μέχρι που ο Παναγιώτης απενεργοποίησε το τηλέφωνο. Στη συνέχεια η Αστυνομία τον συνέλαβε στο σπίτι του.
Έκτοτε αντίκρισα μια φορά τον δολοφόνο του παιδιού μου, στο δικαστήριο. Εκείνος είχε σκυμμένο το κεφάλι κι εγώ τον ρωτούσα “για ποιον λόγο;”. Του ζητούσα να με κοιτάξει. Φυσικά δεν το έκανε. Στο τέλος της απολογίας τον ρώτησε ο εισαγγελέας για ποιον λόγο προέβη σε αυτό το έγκλημα εφόσον η Ερατώ ήταν τυπική και δεν δημιουργούσε προβλήματα μετά τον χωρισμό τους. Εκείνος απάντησε με ένα “δεν ξέρω”. Εκεί φώναξα αγανακτισμένη: Για ένα “δεν ξέρω” δεν έχω το παιδί μου; Αυτό θα τον ρωτούσα και τώρα αν τον είχα μπροστά μου. Γιατί δεν είναι εδώ η Ερατώ; Γιατί η κόρη της δεν έχει τη μητέρα της; Γιατί ο πατέρας της δεν έχει την κόρη του; Γιατί ο αδερφός της την αδερφή του; Για ποιον λόγο;.