Ακριβώς ένα χρόνο πριν βρήκε το δρόμο της στο χαρτί μία ιστορία-πρόσκληση: «Έλα Λιγάκι Πιο Κοντά» (εκδ. Key Books). Μία ιστορία για έναν έρωτα και ανθρώπους που αγαπάνε τα παραμύθια, δεν αφήνουν την πραγματικότητα να τους καταπιεί, αλλά ακόμη κι αν τους συμβεί αυτό, συνεχίζουν να αγωνίζονται να φτάσουν στην επιφάνεια και στο φως. Την ιστορία,που υπογράφει ο μουσικός Sigmataf, εικονογράφησε ο Αντώνης Γλυκός, παιδί της μουσικής, της Αθήνας και των video games. Του ζητήσαμε να μας ξεναγήσει στους κόσμους που ζει, αλλά και σε αυτούς που έφτιαξε για το βιβλίο.

«Έλα Λιγάκι Πιο Κοντά», εκδ. Key Books.

Τι είδες στην ιστορία του Sigmataf, «Έλα Λιγάκι Πιο Κοντάά»,  που θεώρησες ότι σε αφορά; Ποιες είναι οι αγαπημένες σου εικόνες και λέξεις στο βιβλίο;

Είδα έναν λιτό, άμεσο λόγο, χωρίς φιοριτούρες, που χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Είναι μια ερωτική ιστορία που συναρμολογείται από μικρές σημειώσεις σαν τα post-it που κολλάμε στο ψυγείο, ή σαν καρτ-ποστάλ που ταξίδεψαν με γραμματόσημα, μεταφέροντας λόγια που έχουν σημασία μόνο για τον παραλήπτη. Όταν ο Sigmataf μου είπε τη φράση «Έχω μια βροχή, πού να την αφήσω;», ήξερα ότι έχουμε κάτι καλό και ένιωσα να θέλω να ζωγραφίσω μετά από αιώνες. Οι αγαπημένες μου εικόνες στο βιβλίο είναι μια σειρά από έξι δισέλιδα προς το τέλος της ιστορίας, που κλείνουν όλα με τη φράση «Πήγαινε».

Σου αρέσει να τριγυρίζεις στο κέντρο της πόλης, αυτοπροσδιορίζεσαι μάλιστα ως εξερευνητής της Αθήνας. Θα μοιραστείς μαζί μας μερικές από τις ανακαλύψεις σου;

Η Αθήνα είναι μια κακάσχημη πανέμορφη πόλη. Εξαρτάται από τι θέλει κανείς να βλέπει στην καθημερινότητά του. Προσωπικά περνάω καλύτερα εξερευνώντας τις «υποβαθμισμένες» περιοχές, επειδή εκεί υπάρχουν ακόμα εκπλήξεις, παλιά σπίτια και κτίρια σπάνιας αρχιτεκτονικής, κρυμμένοι πεζόδρομοι-οάσεις και μικρομάγαζα με διάφορα σπάνια ευρήματα. Τα τελευταία 4-5 χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου, το οποίο λάτρευα, έχασε την πατίνα του και μεταμορφώθηκε σε ένα βαρετό σκηνικό για τουρίστες με πανάκριβο φαγητό, αδιάφορη μουσική και πολυτελείς κατοικίες ημιδιαμονής. Δεν με αφορά καθόλου. Ψάχνω λοιπόν για μέρη στα οποία δεν έφτασε ακόμα η ανάπτυξη.

«Έλα Λιγάκι Πιο Κοντά», εκδ. Key Books.

Πόση Αθήνα υπάρχει στο «Έλα λιγάκι πιο κοντά», πόση μουσική, πόσο από εσένα τον ίδιο;

Το βιβλίο είναι ποτισμένο από την Αθήνα. Παρόλο που δεν βασίστηκα σε φωτογραφίες της πόλης, υπάρχουν σημεία που θυμίζουν τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Κυψέλη, τα Εξάρχεια. Κυκλοφορούν και διάφορες αδέσποτες γάτες όπως συμβαίνει ακόμα. Μέσα στις εικόνες έχω κρύψει και κάποιους αγαπημένους μου δίσκους, βιβλία, αλλά και εισιτήρια συναυλιών που διάφοροι φίλοι με βοήθησαν να συγκεντρώσω. Είναι όλα από ιστορικά live που έγιναν στην Αθήνα. Κατά κάποιο τρόπο το βιβλίο είναι και η καταγραφή μιας εποχής που όσοι την ζήσαμε ξέρουμε πόσο τυχεροί υπήρξαμε.

Αντώνη, έλα λιγάκι πιο κοντά και άνοιξέ μας την πόρτα του γραφείου σου. Πότε πρωτοέπιασες πενάκι και χαρτί, χρώματα, μαρκαδόρους, τέμπερες, ψηφιακά εργαλεία;

Από πολύ μικρός. Στο νηπιαγωγείο είχαν φωνάξει τη μητέρα μου (η οποία πήγε έντρομη) για να της πουν ότι «το παιδί ζωγραφίζει». Μας είχαν βάλει να φτιάξουμε μια εκκλησία. Και ενώ όλα τα παιδιά είχαν κάνει ένα σπιτάκι με ένα σταυρό, εγώ είχα φτιάξει το καμπαναριό, τον παπά να τραβάει με σχοινί την καμπάνα, τα κυπαρίσσια, τα πάντα. Αν δεν είχα μανία με τη μουσική και την ποπ κουλτούρα ίσως είχα πάει στην Καλών Τεχνών, αλλά το σημείο που ένιωσα ότι όλα αυτά που αγαπώ συνυπάρχουν ήταν η γραφιστική της μουσικής.

Η καριέρα σου ως art director στη δισκογραφία είναι σπουδαία. Ήταν η αγάπη για τη μουσική που σε έκανε να θέλεις να τη ζωγραφίσεις;

Πάντα υπήρχαν γύρω μου χαρτιά γεμάτα σκιτσάκια. Συνήθως ήταν ιδέες για εξώφυλλα δίσκων ή dοodles που έφτιαχνα ασυναίσθητα κατά τη διάρκεια meetings και τηλεφωνημάτων. Διάφορα γνωστά εξώφυλλά μου είναι βασισμένα σε ιδέες που ξεκίνησαν ζωγραφικά σε χαρτί. Η ζωγραφική όμως περίμενε υπομονετικά, δεκαετίες, να έρθει η στιγμή που θα πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το όφειλα στον εαυτό μου για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

«Έλα Λιγάκι Πιο Κοντά», εκδ. Key Books.

Ποια είναι τα εξώφυλλα που σε καθόρισαν και αποτελούν με έναν τρόπο το καλλιτεχνικό σου στίγμα;

Νομίζω ότι το εξώφυλλο που έχει αγαπηθεί περισσότερο απ’ όλα και μέχρι σήμερα μου το αναφέρουν με θαυμασμό είναι το «Αντίδοτο» της Άννας Βίσση, στο οποίο ενσαρκώνει τη Μέδουσα. Είναι μια δυνατή εικόνα που συνδυάζει φωτογραφία και ζωγραφική.

Ένα άλλο εξώφυλλο που ο κόσμος αγαπάει είναι «Το Αστέρι και η Ευχή» της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, μια εικόνα μαγικού ρεαλισμού φτιαγμένη ψηφιακά, η οποία βασίστηκε σ’ ένα πρόχειρο σκίτσο που είχα κάνει ακούγοντας τα κομμάτια στο στούντιο.

Ποιοι είναι τρεις από τους πιο αγαπημένους σου δίσκους, στους οποίους θα ήθελες να έχεις κάνει τα εξώφυλλα;

Το «Bête Noire» του Bryan Ferry, το «Slave to the Rhythm» της Grace Jones και το «Walking Wounded» των Everything But the Girl.


Τι θέση έχει η μουσική στη ζωή σου, από ποιες μουσικές και τραγούδια είσαι φτιαγμένος;

Μου είναι δύσκολο να διαχωρίσω τη ζωή μου από τη μουσική. Κάθε στιγμή, χρονιά και εποχή είναι στιγματισμένη από δίσκους και τραγούδια. Μπορεί να ξεχάσω τι έφαγα χθες, αλλά θυμάμαι απ’ έξω στίχους τραγουδιών από τα ’80s και τα ’90s. Είμαι παιδί των New Romantics, της γενιάς που ήρθε μετά το punk. Oι ρίζες μου είναι μεν στον ηλεκτρονικό ήχο, αλλά σκηνοθετημένο από σπουδαίους μετρ όπως ο Trevor Horn, ο Steve Lillywhite και ο Malcolm McLaren.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below