Δίωξη για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη σε βαθμό κακουργήματος ασκήθηκε ενάντια στον γνωστό ποινικολόγο Απόστολο Λύτρα από την εισαγγελία Αθηνών χτες, Κυριακή, 16 Ιουνίου, μετά από καταγγελία γιατρού που εξέτασε τη σύζυγό του σε ιδιωτική κλινική, όπου μεταφέρθηκε με πολλαπλά τραύματα.
Η 37χονη γυναίκα κατέφτασε μαζί με τον σύζυγο της στην ιδιωτική μονάδα, όπου εξετάστηκε από τον γιατρό που εφημέρευε. Ο ίδιος διαπίστωσε ότι έφερε πληθώρα εμφανών τραυμάτων, εξαιτίας των οποίων μάλιστα δεν μπορούσε να μιλήσει με ευκολία. Εκτός από εκχυμώσεις, εκδορές και οιδήματα, έφερε κάταγμα στη μύτη και θλαστικό τραύμα γλώσσας. Ο γνωστός δικηγόρος υποστήριξε ότι τα τραύματα είχαν προέλθει από πτώση στις σκάλες. Ο γιατρός όμως, του οποίου τα στοιχεία δεν έχουν γίνει γνωστά μέχρι αυτή τη στιγμή, κατάλαβε τι είχε συμβεί και ρώτησε την γυναίκα ποιος ήταν ο υπαίτιος των τραυμάτων της. Μόλις του επιβεβαίωσε ότι την είχε χτυπήσει εκείνος που την είχε μεταφέρει στα επείγοντα, ο γιατρός ειδοποίησε την Άμεση Δράση.
Τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας διώκονται αυτεπάγγελτα και τιμωρούνται από τις διατάξεις του ν. 350/2006. Με μια πρόσφατη αναθεώρησή του, όμως, κατέστη ευκολότερη η καταγγελία τέτοιων περιστατικών από επαγγελματίες που διαπιστώνουν ευρήματα ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23 προβλέπει ότι πλέον ότι παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι ή γιατροί που διαπιστώνουν τη διάπραξη σε βάρος ενηλίκου (ή ανηλίκου) εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούνται να ενημερώνουν άμεσα τις διωκτικές αρχές. Αυτό γίνεται στην πράξη ακόμα πιο εύκολο, διότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν μπορούν να διωχτούν και δεν υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις σε περίπτωση τέτοιας αναφοράς.
Ο «άγνωστος», λοιπόν, γιατρός που διαπίστωσε τι είχε συμβεί στη σύζυγο του Απόστολου Λύτρα δεν δίστασε να τελέσει το καθήκον του, βοηθώντας ένα θύμα ενδοοκοιγενειακής βίας να σπάσει τη σιωπή, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τον φερόμενο ως θύτη ενώπιον των αρχών.
Ο Απόστολος Λύτρας απολογήθηκε ενώπιον της ανακρίτριας σήμερα, Δευτέρα, 17 Ιουνίου, ομολογώντας την πράξη του. Ο ίδιος δήλωσε ότι ζήτησε συγγνώμη από τη σύζυγό του και τις τρεις κόρες του και πως δεν μπορεί να εξηγήσει το περιστατικό. Επίσης, υποστήριξε ότι πρέπει να αναζητήσει τρόπο θεραπείας. Αφέθηκε ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο να μην πλησιάζει τη σύζυγό του.
Όπως φαίνεται, το ακαταδίωκτο των επαγγελματιών που διαπιστώνουν πράξεις ενδοοικογενειακής βίας είναι μια αισιόδοξη νομοθετική εξέλιξη, καθώς σε πρακτικό επίπεδο λειτούργησε αποτελεσματικά – τουλάχιστον για την ώρα. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ένα θύμα δεν μπορεί να εκφραστεί για τον οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί η παρέμβαση ενός «άγνωστου» γιατρού (ή εκπαιδευτικού ή ψυχολόγου ή ακόμη και γείτονα), ώστε να σπάσει τον κύκλο της βίας. Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερους από αυτούς.