Από τη Σοφία Μανδηλαρά
Υπάρχουν γυναίκες που η αγκαλιά τους χωράει τα παιδιά όλου του κόσμου. Δεν κάνουν εξαιρέσεις με βάση το χρώμα του δέρματος, τις δύσκολες συγκυρίες, την οικονομική κατάσταση. Ηγούνται οργανισμών που είναι εκεί και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Με συνέπεια, συχνά εντελώς αθόρυβα, σώζουν ζωές και ψυχές, χαρίζουν φως -και μέλλον- στα παιδιά.
Γεύση Αγγέλολγου, Μητέρα στα Παιδικά Χωριά SOS
Οταν οικογένεια σημαίνει να πολλαπλασιάζεις την αγάπη
Η Γεύση Αγγέλολγου έχει μια κόρη και δύο εγγόνια. Αυτή είναι η βιολογική της οικογένεια. Η πραγματική της οικογένεια, όμως, αυτή τη στιγμή αριθμεί ακόμα τέσσερα παιδιά: «Δυο αγόρια, αδελφάκια, και δύο κορίτσια. Εφηβοι. Το μεγαλύτερο είναι 16 και το μικρότερο 11. Tα έχω, όμως, από πολύ μικρά. Από 2 ετών το μικρότερο». Η κυρία Γεύση είναι μητέρα στα Παιδικά Χωριά SOS. Η αγάπη της, ο αγώνας της, η καλή της κουβέντα, η πειθαρχία που οφείλει να διδάξει, μέσα σε όλα τα άλλα, έως τώρα έχει μεγαλώσει έντεκα παιδιά. Παλικάρια και κοπέλες που προχωράνε με τις ζωές τους, μεγαλώνουν, αυτονομούνται, προκόβουν. Την αποχωρίζονται, αλλά δεν την ξεχνούν ποτέ. Αυτή η δέσμευση ζωής ξεκίνησε επί μνημονίων, κάπως τυχαία.
«Είδα την αγγελία στον ΟΑΕΔ. Είπα θα πάω να δω πώς είναι, τι ζητάνε. Ομως βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, χωρίς να το καταλάβω, δέθηκα. Μετά, βέβαια, αντιλαμβάνεσαι πόση φόρτιση έχει. Πρέπει να αντέχεις, θέλει πολλή υπομονή και επιμονή. Είναι δύσκολο καθήκον». Η ανταμοιβή όμως είναι μεγαλύτερη. «Αυτά τα παιδιά είναι κομμάτι της ζωής μου πια. Θα πω αυτό που αισθάνομαι, ότι έχω ολοκληρωθεί ως άνθρωπος με αυτό που κάνω».
Στην Ελλάδα η οργάνωση ξεκίνησε το 1975 και πλέον λειτουργεί τέσσερα Παιδικά Χωριά SOS, δύο στέγες νέων, δύο ξενώνες βρεφών, δέκα κέντρα στήριξης παιδιού και οικογένειας και έξι κέντρα μαθησιακής και παιδαγωγικής υποστήριξης, φροντίζοντας τελικά χιλιάδες ανήλικους. Επίσης, διαθέτει ένα κέντρο ημέρας για ΑμεΑ στην Αλεξανδρούπολη και συνδράμει την Πολιτεία σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών, όπως για τα ασυνόδευτα παιδιά πρόσφυγες.
Κι όμως, μέσα στο πλήθος αυτών των δράσεων σχηματίζονται δεσμοί που, όπως λέει η κυρία Γεύση, «δεν σπάνε με τίποτα». «Υπάρχει μια πραγματική σχέση. Είμαστε μια οικογένεια. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Η οικογένεια δεν είναι μόνο τα καλά, είναι και τα περίεργα, με όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν στην καθημερινότητα. Γιατί καταλαβαίνετε τα παιδιά αυτά είναι θυμωμένα, αλλά ακουμπάνε πάνω σου. Σε μένα θα ξεσπάσουν. Είναι το πιο φυσιολογικό από όλα όσα συμβαίνουν, αλλά είμαστε μαζί».
Μέχρι σήμερα, 764 παιδιά έχουν μεγαλώσει με μητέρες όπως η κυρία Γεύση. Γίνονται αυτάρκεις ενήλικες, «αξιοπρεπείς άνθρωποι και χρήσιμοι» πολίτες στην κοινωνία. Ο στόχος είναι πάντα «να σταθούν στα πόδια τους», όταν έρθει η ώρα. «Κατά βάθος είναι παιδιά που μεγαλώνουν πολύ νωρίς. Αλλά δεν θέλουν να μείνουν μόνα. Θέλουν να υπάρχει ένας άνθρωπος από πίσω και όταν θα φύγουν από τον χώρο, να μπορούν να πάρουν ένα τηλέφωνο για το καλό ή το άσχημο, τη χαρά, τη λύπη, για οτιδήποτε. Αυτό τους αρκεί».
Πριν από λίγες ημέρες, η κυρία Γεύση είδε ακόμα ένα παιδί της να ανοίγει τα φτερά του για το επόμενο βήμα. «Το πήρα από μικρό, από 7 χρόνων το είχα. Είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτόν και του το έδειξα». Συγκινείται. «Τα μεγάλωσα αυτά τα παιδιά. Μπορεί να μην τα γέννησα, αλλά τα πόνεσα, τα νοιάστηκα πολύ και ακόμη τα νοιάζομαι. Είναι πολύ σημαντικό να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους και να σε βάλουν στην καρδιά τους. Εδώ πασχίζεις ώρα με την ώρα».
«Αυτά τα παιδιά είναι κομμάτι της ζωής μου πια. Θα πω αυτό που αισθάνομαι, ότι έχω ολοκληρωθεί ως άνθρωπος με αυτό που κάνω».
Σαμπιχά Σουλεϊμάν, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Γυναικών Ρομά «Ελπίδα»
Το σχολείο ως μοναδική αφετηρία για μια καλύτερη ζωή
Στον οικισμό Δροσερό της Ξάνθης, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του Πολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Γυναικών Ρομά «Ελπίδα» το 2018, ζουν 3.000 παιδιά. «Εκτιμούμε ότι σχολείο πηγαίνει το 80% από αυτά. Τα παιδιά που μένουν εκτός είναι κυρίως λόγω της ανεπάρκειας των υποδομών», σημειώνει η πρόεδρος του συλλόγου Σαμπιχά Σουλεϊμάν. Είναι ταγμένη στο στόχο της, να καταπολεμήσει τη σχολική διαρροή, τη νομοτέλεια των περιορισμών στη ζωή των Ρομά, για πάνω από 20 χρόνια.
Οταν ξεκίνησε, τα ίδια νούμερα δεν ήταν με το μέρος της. Στο Δροσερό υπάρχουν ένα Νηπιαγωγείο, δύο Δημοτικά και ένα Γυμνάσιο αλλά «οι κτιριακές εγκαταστάσεις που φιλοξενούν τα παιδιά είναι σε αρκετά κακή κατάσταση. Πολλά από τα παιδιά του οικισμού φοιτούν πλέον σε σχολεία εντός της πόλης της Ξάνθης, κάτι που κατάφερε ο Σύλλογος μετά την παρέμβαση εισαγγελέα, προκειμένου να γίνουν δεκτά».
Ο ρατσισμός που αντιμετωπίζουν οι Ρομά ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία, με τον αποκλεισμό τους από τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν την υπόλοιπη τάξη, ενώ στην ουσία είναι υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα σωστά εργαλεία ώστε να τα καταφέρουν. Ο Σύλλογος Ελπίδα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, «δεν σταματά να παρεμβαίνει με διάφορες μεθόδους, όπως τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας, ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά φοίτησης των παιδιών».
Από την ίδρυσή του έως και σήμερα υποστηρίζεται από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Ιδρυμα Μποδοσάκη, που χρηματοδοτούν δράσεις τόσο για την καταπολέμηση της σχολικής διαρροής όσο και για την ενδυνάμωση των γυναικών του Δροσερού. Αυτή τη στιγμή μάλιστα τρέχει στο Δροσερό το πρόγραμμα «Αμαρό Μαγκιπέ» που σημαίνει στη ρομανί «το δικό μας έργο», σε συνεργασία με το SolidarityNow και τον Φάρο του Κόσμου, που δίνει προτεραιότητα «στην ενδυνάμωση και τη συμμετοχή των γυναικών και νέων Ρομά σε δράσεις και εκπαιδεύσεις με στόχο την κοινωνικοποίηση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την πρόληψη της βίας και την ψυχοκοινωνική στήριξη εν γένει».
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ρομά αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την απασχόληση. Η εκπαίδευση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ένταξη και τη μελλοντική εργασία», εξηγεί η Σαμπιχά Σουλεϊμάν, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι «για να ενταχθούν τα παιδιά στην ευρύτερη κοινωνία χρειάζεται να βρίσκονται σε σχολεία με μεικτό πληθυσμό. Αρκετές υποθέσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχουν αποδείξει ότι ο σχολικός διαχωρισμός των παιδιών Ρομά συνιστά παράνομη διάκριση». Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινότητες των Ρομά, «μεταξύ των οποίων ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός και η φτώχεια, λειτουργούν ως εμπόδια στη σχολική επιτυχία των παιδιών. Ως εκ τούτου, τα σχολικά προγράμματα πρέπει να μετριάσουν αυτούς τους παράγοντες μέσω κατάλληλων παιδαγωγικών μεθόδων». Για παράδειγμα, η σίτιση των παιδιών στο σχολείο μπορεί να συνιστά πολύτιμη βοήθεια για μια φτωχή οικογένεια.
«Το μήνυμά μου προς όλους και όλες είναι η κοινή προσπάθεια για την εξάλειψη των όποιων διακρίσεων συνεχίζουν να υφίστανται οι Ρομά. Αυτό που ζητάμε είναι ίση μεταχείριση και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, όπως τόνισα και στην ομιλία μου στο Φόρουμ του ΟΗΕ για τις Μειονότητες. Το πολύ απλό αίτημά μας είναι να δοθεί από το ελληνικό κράτος συγκεκριμένη, απτή και όχι απλώς θεωρητική, δυνατότητα στα παιδιά μας να εκπαιδεύονται στην ελληνική γλώσσα, ώστε να μπορέσουν να ευημερήσουν στην Ελλάδα. Γιατί αν σωθεί έστω ένα παιδί υπάρχει ελπίδα» καταλήγει η Σαμπιχά Σουλεϊμάν.
«Ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός και η φτώχεια στις κοινότητες των Ρομά λειτουργούν ως εμπόδια στη σχολική επιτυχία των παιδιών»
Χριστίνα Κανακά, Καθηγήτρια Παιδιατρικής, διευθύντρια πανεπιστημιακής κλινικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», πρόεδρος του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Οι άνθρωποι της επιστήμης υποκλίνονται στα παιδιά
Η σταδιοδρομία της Χριστίνας Κανακά, καθηγήτριας Παιδιατρικής, διευθύντριας της μεγαλύτερης και παλαιότερης πανεπιστημιακής κλινικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» και προέδρου του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, είναι λαμπρή τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ισως επειδή για εκείνην «προτεραιότητα έχει το παιδί», αδιαπραγμάτευτα. «Το αίσθημα της προσφοράς στο παιδί είναι ό,τι πιο ιερό για μένα», λέει στο Marie Claire. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη και στην ενδομήτρια ζωή, γιατί, όπως σημειώνει, «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και το νεογνό που θα γεννηθεί θα έχει καλές προδιαγραφές για μελλοντική καλή υγεία, με προαγωγή του φυσιολογικού τοκετού, με προαγωγή του μητρικού θηλασμού και, βεβαίως, με την παρουσία των γονέων στη μετέπειτα ζωή του».
Στην Ελλάδα, χάρη στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δημόσιο Σύστημα Υγείας, υπάρχει από το 1974 ανιχνευτικός προσυμπτωματικός έλεγχος για νοσήματα στα νεογνά, ενώ πλέον εφαρμόζεται καθολικός έλεγχος για 33 νοσήματα, με την προοπτική της επέκτασης σε ακόμα περισσότερα. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε νεογνό που γεννιέται στην Ελλάδα ελέγχεται εύκολα και δωρεάν, χωρίς περαιτέρω ενέργειες των γονέων. Συγκεκριμένα, την 4η ημέρα ζωής, συλλέγεται αίμα από τη φτέρνα του μωρού και αποστέλλεται απ’ όλη την Ελλάδα στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού. Το βασικό όφελος είναι ότι όσο νωρίτερα διαγνωστεί κάποιο νόσημα τόσο λιγότερες συνέπειες έχει στην εξέλιξη του παιδιού. Μάλιστα, με βάση το πρότυπο της Ελλάδας δομήθηκε το αντίστοιχο πρόγραμμα της Βουλγαρίας.
«Πρέπει να θυμόμαστε πόσο έχει συμβάλει και η Ελλάδα στα σημαντικά βήματα στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης», αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Κανακά, η οποία δεν παραλείπει να σημειώσει τα ονόματα όλων των συνεργατών που ανά τα έτη έχουν συμβάλει καθοριστικά έως το σημερινό αποτέλεσμα. Το Ινστιτούτο παρέχει και πολλές άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων το πρόγραμμα «Αλκυόνη» για την προαγωγή του μητρικού θηλασμού διότι έχει ευεργετικές ιδιότητες στην υγεία -ψυχική και σωματική- του παιδιού. «Είναι πραγματικά ο δρόμος της φύσης», καθώς συμβάλλει «στην απόλυτη εναρμόνιση της γυναίκας, της μητέρας με το μωρό της από τον χτύπο της καρδιάς της, από την ψυχική της κατάσταση μέχρι τα αντισώματα που καθορίζουν ένα υγιές μικροβίωμα του εντέρου, για τη μείωση των αυτοάνοσων παθήσεων στην παιδική ηλικία και, μετέπειτα, για την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας».
Για όσες γυναίκες ενδιαφέρονται να ενημερωθούν σχετικά, το Ινστιτούτο «διαθέτει τηλεφωνική γραμμή που καλύπτεται από μαίες για τη συμβουλευτική στις γυναίκες». Οπως υπογραμμίζει η κυρία Κανακά, «ο μητρικός θηλασμός είναι ζήτημα δημόσιας υγείας». Το Ινστιτούτο ανέκαθεν επένδυε στην έρευνα και την ανάπτυξη της επιστήμης, τη διάγνωση σπάνιων παθήσεων και την αντιμετώπισή τους με κατάλληλα μέσα, είτε αφορούν το μεταβολισμό, τα οστά, συνέπειες θεραπειών για άλλα νοσήματα, είτε τη δημοσίευση επιστημονικού έργου και κατευθυντήριων γραμμών. Σε συνεργασία με τους γιατρούς όλων των φορέων που στεγάζονται στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο «Η Αγία Σοφία», υπάρχει «συνεχώς αλληλεπίδραση και το παιδί είναι στο επίκεντρο».
«Νιώθω ότι είναι η αποστολή μου», λέει η κυρία Κανακά, «γιατί και το Ελληνόπουλο και το παιδί που ζει εδώ είτε από Αλβανία, είτε από Πακιστάν, είτε από Σομαλία, έχει δικαίωμα στη βέλτιστη περίθαλψη».
«Το αίσθημα της προσφοράς στο παιδί είναι ό,τι πιο ιερό για μένα»
Μαίρη Τρυφωνίδη, πρόεδρος του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια
Μια φλόγα που μεταλαμπαδεύει το φως στο μέλλον
«Η Φλόγα ιδρύθηκε το 1982, σε μια εποχή πολύ δύσκολη για εμάς γιατί τότε πέθαιναν δύο στα τρία παιδιά», εξηγεί η Μαίρη Τρυφωνίδη, πρόεδρος του Συλλόγου Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια. «Από τότε έχουμε κλείσει 42 χρόνια δράσης και θα πω ότι όλους τους στόχους που είχαμε βάλει τους έχουμε πετύχει». Η Φλόγα ιεραρχεί ως προτεραιότητα την επιβίωση του παιδιού. Αυτός είναι ο ιερός σκοπός και σε συνδυασμό με τα άλματα της ιατρικής επιστήμης, πλέον, προς μεγάλη ανακούφιση των γονιών, έχουν ανατραπεί τα μαύρα στατιστικά καθώς τέσσερα στα πέντε παιδιά επιβιώνουν. Φυσικά, η Φλόγα συνεχίζει, μέχρι και το τελευταίο.
«Εχουμε τέσσερις ξενώνες όπου φιλοξενούμε 50 οικογένειες από όλη την Ελλάδα για όσο διάστημα πρέπει να παραμείνουν τα παιδιά στην Αθήνα για θεραπεία. Η φιλοξενία είναι εντελώς δωρεάν και οι συνθήκες διαβίωσης των γονιών και των παιδιών υποδειγματικές», εξηγεί η κυρία Τρυφωνίδη. Καθώς γονείς και παιδιά μοιράζονται έναν κοινό αγώνα, συνεργάζονται, γίνονται μια γροθιά, «όλοι μαζί μοιράζονται τα πάντα».
Πέρα από αυτό, η Φλόγα υλοποιεί την νοσηλεία στο σπίτι για τα παιδιά που ζουν ήδη στην Αττική και δεν χρειάζονται φιλοξενία. «Διαθέτουμε αυτοκίνητα και νοσηλεύτριες που πάνε στα σπίτια των παιδιών για να μειώνουμε τις καθημερινές επισκέψεις στο νοσοκομείο κατά το δυνατόν. Εχουμε κάνει πάνω από 33.000 επισκέψεις σε σπίτια παιδιών στην Αττική. Είναι πάρα πολύ βοηθητικό και για τα παιδιά, ώστε να εκτίθενται λιγότερο στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, και για τις οικογένειες συνολικά», τονίζει η κυρία Τρυφωνίδη. Ωστόσο, επειδή όπως σημειώνει η πρόεδρος της Φλόγας, «η Ιατρική εξελίσσεται και τα ποσοστά ίασης συνεχώς βελτιώνονται, γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη για καλύτερη ιατρική φροντίδα».
«Τα παιδιά σήμερα μπορούν να ζήσουν, όμως πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους σωστή ιατρική μέριμνα, φαρμακευτική αγωγή, ιατρικό εξοπλισμό, ώστε να προλαβαίνουμε έγκαιρα τις υποτροπές ή να γίνεται η διάγνωση έγκαιρα». Με βάση αυτόν το στόχο, η Φλόγα συνεισφέρει διαρκώς στο δημόσιο σύστημα Υγείας, σε ό,τι και αν αυτό χρειάζεται. «Εχουμε σε εξέλιξη τώρα την προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού στα δύο παιδιατρικά νοσοκομεία αξίας 1,1 εκατ. ευρώ, γιατί τα παιδιά μας τώρα είναι άρρωστα, τώρα έχουν ανάγκη», λέει χαρακτηριστικά η ίδια και προσθέτει ότι «δεν έχουμε τεράστια έσοδα. Απλώε τα σεβόμαστε. Είμαστε όλοι εθελοντές. Δεν έχουμε έξοδα, δεν έχουμε διευθυντές».
Χάρη στη Φλόγα προχωράει επίσης αυτή τη στιγμή η αναβάθμιση του μαγνητικού τομογράφου στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», ενώ ο οργανισμός έχει αναλάβει τη μισθοδοσία γιατρών και βιολόγων που εργάζονται στο ογκολογικό κέντρο «Ελπίδα». Επιπλέον, μετά από Μνημόνιο Συνεργασίας με την Εταιρεία Παιδιατρικής Αιματολογίας Ογκολογίας, η Φλόγα χρηματοδοτεί τη συμμετοχή των γιατρών σε διεθνείς μελέτες ώστε τα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο στην Ελλάδα να έχουν πρόσβαση στα πιο σύγχρονα ιατρικά πρωτόκολλά και τις καλύτερες δυνατές πιθανότητες επιβίωσης.
«Υπάρχει άμεση επικοινωνία των γιατρών μας με τα διεθνή κέντρα κι έτσι κανένας γονιός δεν έχει ανάγκη πλέον να πάει στο εξωτερικό για μια δεύτερη γνώμη».
Πώς μπορεί να συνεισφέρει ένας πολίτης σε αυτό το σπουδαίο έργο; «Εμείς δεν κάνουμε δημόσιες σχέσεις. Με μια λαμπάδα, ένα δώρο από το e-shop μας, μια μικρή συνεισφορά. Θέλω να πω ευχαριστώ στον κόσμο, γιατί ό,τι πετύχαμε δεν είναι δικό μας. Αν δεν είχαμε χρηματοδότηση από τον κόσμο δεν θα τα είχαμε καταφέρει», καταλήγει η κυρία Τρυφωνίδη.