Eίναι η «Γενιά της Πανδημίας», η «Χαμένη Γενιά», η «Γενιά της τηλεκπαίδευσης», της «καραντίνας», η «Γενιά C» (εκ του COVID) κ.λπ. Και μόνο που τα ακούς θέλεις να της κάνεις «πατ-πατ» στην πλάτη.
Είναι η γενιά που έχει μάθει να ζει στο κρεβάτι (#bedrotting), που έχει το attention span χρυσόψαρου, που λέει «έπαθα τσότσο», «σλέι» και «ριζ», που μεγαλώνει με γονείς συχνά απόντες (κυριολεκτικά και μεταφορικά), που ακούει τραπ και βάζει νύχια από πολυαιθυλένιο, που μπουκάρει σε σχολεία με μαχαίρια και σφυριά.
Είναι η γενιά με την σμπαραλιασμένη ψυχική υγεία και την εκτοξευμένη διαδικτυακή εξάρτηση, η γενιά που μεγαλώνει με την AI και το όραμα μιας καριέρας στο Instagram (ή στο ΟnlyFans), που δεν έχει προσανατολισμό, προσδοκίες, όρια. «Μια εν πολλοίς ανερμάτιστη γενιά», όπως μου συνόψισε απαυδισμένος με όσα βλέπει και ακούει εσχάτως ένας ειδικός της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων.
Το πλέον σαφές είναι ότι η γενιά αυτή μεγάλωσε βεβιασμένα μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Nα σημειώσω ότι μιλώ εδώ χονδρικά για τους νεότερους εκπροσώπους της Γενιάς Z (δηλ. όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 2007 και 2010, δεκαεπτάρηδες και κάτω δηλαδή). Αλλά και για την εκκολαπτόμενη γενιά Α (οι γεννημένοι από το 2010 -όταν δηλ. λανσαρίστηκε το πρώτο iPad και το Instagram- και εφεξής).
Η «μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 χρόνων» (με τη συνοδευτική πολυκρίση και μια κλιματική δυστοπία στην άκρη του τούνελ) έγιναν ο δικός τους Μεγάλος Πόλεμος, η δική τους Χιροσίμα, η δική τους μοιραία βίαιη «ενηλικίωση». Που την εποχή της αθωότητας ή της εφηβικής παντοδυναμίας τούς εξανάγκασε να ζήσουν την κλεισούρα και την απώλεια. Τους έκανε να χάσουν πάρτυ γενεθλίων, αποφοιτήσεις και ερωτικά σκιρτήματα στο προαύλιο. Τους οδήγησε στο να μάθουν the bad way ότι ο σούπερ καλωδιωμένος άνθρωπος του 21ου αιώνα δεν είναι αλώβητος και προστατευμένος.
Οπως έγραφε πρόσφατα στο ΤIME o Eρικ Κλάινενμπεργκ, καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του νεοαφιχθέντος βιβλίου (για την κληρονομιά τoυ COVID) 2020: One City, Seven People, and the Year Everything Changed, αρκετοί από τους εικοσάρηδες με τους οποίους συνομίλησε για τις ανάγκες της έρευνάς του επαναλάμβαναν μονότονα την ίδια φράση: «Σαν να μεγάλωσα δέκα χρόνια μέσα στην πανδημία».
Οι (δικαιολογημένα) ψυχικά κουρασμένοι και υπεραπασχολημένοι γονείς έχουν συμβάλει τα μάλα σε αυτή τη βίαιη ωρίμανση. Γονείς που, σύμφωνα με τους ειδικούς, έχουν πολλές φορές απολέσει και την παραμικρή ρανίδα γονεϊκού κύρους (και το ίδιο επιχειρούν να κάνουν οι ίδιοι στους εκπαιδευτικούς, απαξιώνοντάς τους με την κάθε ευκαιρία).
Γονείς-control freaks που την ίδια ώρα όμως συχνά δυσκολεύονται να θέσουν όρια (γιατί το να θέσεις όρια απαιτεί να ασχοληθείς και να εμπλακείς, κοινώς να πράξεις κάτι που απαιτεί χρόνο, υπομονή και πλευρές της γονεϊκότητας που δεν σου αρέσει να αντιμετωπίζεις). Γονείς, επίσης, που χρησιμοποιούν συχνά τη δουλειά τους ως άλλοθι για την παντελή απουσία τους (του τύπου «δουλεύω όλη μέρα, τα έξοδα τρέχουν» ή «παρκάρω το παιδί σε ένα καλό ιδιωτικό και έχω το κεφάλι μου ήσυχο»).
Το μεγάλο rewiring
Στο πρόωρο μεγάλωμα φυσικά συνετέλεσε και η παγιωμένη πλέον υπερέκθεση στην οθόνη (κινητό, τάμπλετ κ.ά.), η οποία εγκαινιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και νορμαλοποιήθηκε -με τις ευχές μάλιστα των ίδιων των γονιών- στη διάρκεια των lockdown.
Eίναι αυτό που ο γνωστός Αμερικανός κοινωνικός ψυχολόγος Τζόναθαν Χάιντ αποκαλεί στο πρόσφατο βιβλίο του The Anxious Generation (Η Αγχώδης Γενιά) «the Great Rewiring». «Το μεγάλο rewiring καλύπτει μια περίοδο πέντε ετών (σ.σ.: 2010-2015) στη διάρκεια της οποίας τεχνολογικές αλλαγές αλληλεπίδρασαν με κοινωνικές τάσεις έτσι ώστε να μεταμορφώσουν ριζικά την καθημερινή ζωή των εφήβων στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες».
Από τη στιγμή που οι έφηβοι και (τώρα πλέον και) οι προέφηβοι άρχισαν να κουβαλούν μέρα-νύχτα ολόκληρο το Διαδίκτυο μέσα στην τσέπη τους, ακόμα και η αναπτυξιακή τους πορεία έχει αλλάξει μορφή. Η φιλία, η ψυχαγωγία, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις, ο ύπνος, η σεξουαλικότητα, η άσκηση, όλα παραχώθηκαν μέσα σε ένα iPhone. Να θυμίσω εδώ ότι είναι και η πρώτη γενιά που βίωσε in real time τον πρώτο πόλεμο του TikTok (ρωσική εισβολή στην Ουκρανία).
Οσο για τις ίδιες τις μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν πλέον 24 ώρες το 24ωρο πρόσβαση σε έναν ημιτελή, παντελώς ανοχύρωτο σε παρορμήσεις εγκέφαλο και δεν έχουν σκοπό να σταματήσουν (θυμίζω ότι τελευταία στιγμή «πάγωσε», το 2021, το εγχείρημα «Instagram for kids», δηλ. για 13 ετών και κάτω).
Οσες προσπάθειες και να γίνονται εκ των υστέρων (ήδη το υπουργείο Παιδείας ζητά να αυστηροποιηθούν οι ποινές για την κατοχή κινητού τηλεφώνου εντός του σχολικού χώρου) είναι σαν να μην υπάρχει επιστροφή γι’ αυτήν την, όπως την αποκαλεί ο Χάιντ, «βασισμένη στο κινητό παιδική ηλικία» («phone-based childhood»).
Τα μικρομέγαλα του 21ου αιώνα
Λογικό, όλα αυτά «τα μικρομέγαλα» του 21ου αιώνα (θυμίζω ότι ειδικά η Γενιά Α έχει γεννηθεί εξ ολοκλήρου σε αυτόν) να είναι διαφορετικών ταχυτήτων. Διόλου τυχαίο ότι οι δάσκαλοι στο δημοτικό έχουν φτάσει σήμερα να καλούνται να αντιμετωπίσουν «ζητήματα» που μέχρι πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια εμφανίζονταν αποκλειστικά στο γυμνάσιο ή το λύκειο.
Ενδεικτική π.χ. η -ακόμα πιο- πρόωρη σήμερα σεξουαλικοποίηση στα κορίτσια. Και στην Ελλάδα οι μητέρες έχουν αρχίσει να παραπονιούνται που οι δεκάχρονες και ενδεκάχρονες κόρες τους δεν ζητούν για δώρο λούτρινα και κασετίνες αλλά μάσκαρα και body mist (το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι ίδιες οι μητέρες, αδύναμες, αδαείς, παγιδευμένες και αυτές ή απλώς αδιάφορες, συχνά ενδίδουν σε αυτό το «χαριτωμένο» πρέσινγκ).
Είναι τα λεγόμενα «Sephora kids», όπως έχουν ήδη βαφτιστεί (από τις ορδές των αφηνιασμένων προεφήβων που ήδη τον περασμένο Δεκέμβριο εισέβαλαν σε καταστήματα της ομώνυμης αλυσίδας καλλυντικών στις ΗΠΑ, ξεπαστρεύοντας όποιο τέστερ έβρισκαν μπροστά τους).
Είναι η γενιά που καταναλώνει με τη σέσουλα «Get ready with me» βίντεο, που θέλει, πριν ακόμη αποκτήσει μπιμπίκια, να φορέσει «ενήλικες» κρέμες με ρετινόλη και υαλουρονικό και που, είναι βέβαιο, θα φτάσει στο κατώφλι της εφηβείας γνωρίζοντας πολύ πιο πολλά για το skincare απ’ ό,τι για την αυτοεκτίμηση.
Και κάπως έτσι, συχνά προλειαίνεται το έδαφος για να αναδυθούν η κατάθλιψη, η ανασφάλεια, ο αυτοτραυματισμός (εκτινάχθηκε στο 10% έναντι 3%-5% που ήταν προ COVID), το εμμονικό κυνήγι των followers, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής κ.λπ. Και βέβαια η βία (οι ειδικοί λένε ότι πρώτη φορά τη βλέπουν τόσο απροκάλυπτη και αδυσώπητη στα κορίτσια). Αλλά και η χρήση της σεξουαλικότητας ως μέσο επιβολής και επίτευξης στόχων – το τέλειο «δόλωμα» και το τέλειο άλλοθι για τα πάσης φύσεως κυκλώματα μαστροπείας ανηλίκων που τόσο ευδοκιμούν τον τελευταίο καιρό.
Τα δε αγόρια μεγαλώνουν και αυτά εξόχως βίαια (η ηλικία εκκίνησης για την έκθεση στην πορνογραφία είναι τα 11-13 έτη). Εμποτίζονται με μια ρητορική μίσους – πιθανότατα η άμετρη έκφραση ενός συσσωρευμένου θυμού ή φόβου.
Εξ ου και η μάτσο αρρενωπότητα, τα ραντεβού για ξύλο σε αλάνες, η οπαδική βία και, παρά τις τόσες και τόσες καμπάνιες, το πανταχού παρόν bullying (θυμίζω ότι επιστρέφει η ποινή της πενθήμερης αποβολής για την αντιμετώπιση των αυξημένων περιστατικών ενδοσχολικής βίας).
Παιδοψυχίατρος μου αναφέρει την επίσκεψη που δέχεται από νεαρό έφηβο, ο οποίος διατηρεί σχέση με συνομήλική του κοπέλα, αλλά φοβάται να βγει μαζί της το βράδυ γιατί όλο και κάποιο «καλόπαιδο» μπορεί να του την «πέσει» στη γειτονιά. Το παιδί αυτό αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια για να μπορέσει να βγάλει πέρα την καθημερινότητά του.
Η Γενιά του Webex
Την ίδια ώρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για την πολλαπλώς τραυματισμένη Γενιά του Webex. To xειρότερο βέβαια δεν ήταν οι χαμένες «φυσικές» διδακτικές ώρες, όπως θέλαμε οι περισσότεροι γονείς να νομίζουμε (εξ ου και η μεταπανδημική εμμονή να αναπληρώσουμε τα μαθησιακά κενά).
Η πιο σοβαρή επίπτωση της «χειρότερης εκπαιδευτικής κρίσης εδώ και έναν αιώνα» φαίνεται να είναι ένα συνολικό ξεχαρβάλωμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Κυρίως τα παιδιά της Γενιάς Α δυσκολεύονται συχνά να προσαρμοστούν στη συνθήκη της φυσικής «τάξης» – όχι, δεν βγάζω να φάω το κολατσιό μου την ώρα του μαθήματος, ναι, πρέπει να κοιτάζω το δάσκαλο όταν μου απευθύνει το λόγο, ναι, χρειάζεται να γράψω με το στιλό μου αυτά που λέει ο δάσκαλος και να μην παίζω Fortnite μέσα στην τάξη.
Κάπου εκεί -στις μεγαλύτερες ηλικίες- βρίσκονται και τα λεγόμενα «παιδιά-φαντάσματα», όσα δηλ. δεν προσαρμόστηκαν ποτέ ξανά στο σχολείο ή δεν επέστρεψαν (στην κυριολεξία) ποτέ ξανά σε αυτό.
Η απειθαρχία (με τα πειθαρχικά παραπτώματα να πέφτουν στα σχολεία βροχή), η παντελής αδιαφορία για την εκπαιδευτική διαδικασία και η έλλειψη στόχων είναι μερικά μόνο από τα βασικά συμπτώματα των παιδιών αυτών που έμειναν «απέξω». Διόλου τυχαίο ότι και στην Ελλάδα εκτινάχθηκαν τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά της σχολικής άρνησης και της σχολικής διαρροής (στη δε Βρετανία μιλάνε για εθνική κρίση).
Μιλάω με έναν πατέρα που έχει δει τον δεκαεξάχρονο γιο του (φοιτά στην Α΄ Λυκείου) να αποτραβιέται εδώ και καιρό συνολικά από το περιβάλλον του σχολείου: «Ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, αλλά σήμερα πλέον έχει κατεβάσει τελείως ρολά. Ούτε ξέρω πόσες απουσίες έχει ήδη… Εχει βγάλει τον εαυτό του από το σύμπαν του σχολείου, δεν τον νοιάζει να έχει καμία επαφή ούτε με καθηγητές ούτε με μαθητές. Δεν είναι οι άλλοι που τον έχουν αποκλείσει, είναι καθαρά δική του επιλογή».
Τα λόγια του μου θυμίζουν την προειδοποίηση που μου είχε δώσει η βραβευμένη με Global Teacher Prize Αντρια Ζαφειράκου, η Ελληνοκύπρια «Καλύτερη Δασκάλα του Κόσμου», όταν της είχα μιλήσει (για το Μarie Claire) αμέσως μετά την επιστροφή στην κανονικότητα:
«Ο κίνδυνος είναι να μην αναγνωρίσουμε το τραύμα και τις προκλήσεις», μου είχε τονίσει. «Σε ολόκληρο τον κόσμο είμαστε όλοι τόσο ανήσυχοι με τις μαθησιακές απώλειες που το μόνο που μας απασχολεί είναι να αναπληρώσουμε τα κενά στην ύλη. Δεν συνειδητοποιούμε ότι το παιδί που είχαμε δύο χρόνια πριν δεν έχει καμία σχέση με το παιδί που έχουμε σήμερα, το οποίο έχει βιώσει την απομόνωση, τη σύγχυση, το χάος, έχει ανακαλύψει πολλά πράγματα, έχει πολλά ερωτήματα…».
«Μη λέτε στα παιδιά “διαβάστε!”, “τρέξτε να καλύψετε τα κενά!”», επέμενε σχεδόν προφητικά η Αντρια Ζαφειράκου. «To ζητούμενο σήμερα δεν είναι η αναπλήρωση της ύλης που χάθηκε, αλλά η αναγέννηση, το καινούριο, η επανάκτηση των βασικών δεξιοτήτων που έχει ανάγκη ένας νέος άνθρωπος, η επούλωση των πληγών».
Για να λέμε τη μαύρη αλήθεια, δεν είναι μόνο η Ελλάδα, με τους «κολλημένους» με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις γονείς. Δεν είδα κάποιο εκπαιδευτικό σύστημα σε κάποια άλλη χώρα να θέτει κάποια άλλη προτεραιότητα για τη γενιά της τηλεκπαίδευσης.
Η γενιά που θα επουλώσει το τραύμα
Παρ’ όλα αυτά τα δυσοίωνα και τα αποκαρδιωτικά, για τα οποία φυσικά δεν ευθύνονται τα ίδια τα παιδιά, ψυχίατροι και εκπαιδευτικοί επιμένουν ότι η «Χαμένη Γενιά» έχει σπάνιες ποιότητες. Είναι έφηβοι και προέφηβοι που, ακριβώς επειδή μεγάλωσαν (και μεγαλώνουν) εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, είναι ανθεκτικοί, ρεαλιστές, προσαρμοστικοί και συμφιλιωμένοι με την αβεβαιότητα, ανεκτικοί στη διαφορετικότητα και διεκδικητικοί (π.χ. όσον αφορά τις έμφυλες ταυτότητες).
Επίσης, έχουν μάθει εξ απαλών ονύχων την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση και το νοιάξιμο για τους άλλους. Είναι επίσης πρακτικοί και tech-savvy μέχρι το κόκαλο και, όπως έχουν ήδη δείξει οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι της Γενιάς Ζ (οι σημερινή 27άρηδες), δεν ονειρεύονται πολυετείς σπουδές χωρίς αντίκρισμα, ούτε «καλές» δουλειές με εντελώς ανελαστικό ωράριο που σου προσφέρουν «ασφάλεια» και μηδέν προσωπική ζωή.
Είναι η γενιά που μιλάει ανοιχτά για τραύματα και αρνητικά συναισθήματα (ακόμα και αν αυτό γίνεται με ακραίο oversharing στο TikTok). Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι είναι η γενιά που «έβγαλε» την Γκρέτα Τούνμπεργκ, ένα δεκαεξάχρονο (το 2019) κορίτσι που κατάφερε να υποκινήσει ολόκληρο τον πλανήτη για τον επικείμενο κλιματικό Αρμαγεδδώνα.
Εν ολίγοις, είναι η «Γενιά που θα ρεφάρει» (ας μου επιτραπεί ο αυθαίρετος όρος), που θέλοντας και μη θα πορευτεί όχι απλώς επουλώνοντας, αλλά μεταβολίζοντας προς όφελός της τα τόσα συλλογικά τραύματα. Φτάνει, βέβαια, να είμαστε κοντά της. Όχι για να την προστατεύσουμε από τους πάντες και τα πάντα κάτω από τις συχνά πνιγηρές γονεϊκές μας φτερούγες (άλλωστε η ίδια η πραγματικότητα έχει από καιρό κατεδαφίσει αυτό το fake όνειρο). Αλλά για να της προσφέρουμε στήριξη, όραμα και -πάνω απ’ όλα- αυτό που και σε εμάς λείπει: αισιοδοξία.
Εικονογράφηση: Μαριάννα Βήτου