Μπορεί ο τίτλος να παραπέμπει στις σημερινές, απρόβλεπτες διαθέσεις των εποχών και στην κλιματική αλλαγή, ωστόσο ανέκαθεν καταγράφονταν «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες», όπως ονομάζεται το νέο βιβλίο της Ελισάβετ Παπαδοπούλου (εκδ. Καστανιώτη), όχι μόνο στο περιβάλλον αλλά και στα προσωπικά μας οικοσυστήματα. Και στη δεκαετία του ’80, από όπου ξετυλίγεται το νήμα της αφήγησης, προσκαλώντας μας να ξανασυναντήσουμε την Άννα, την ηρωίδα από το Διδυμότειχο και το προγενέστερο μυθιστόρημά της «Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας», αλλά και να γνωρίσουμε τη Νεφέλη, η οποία έχει παραπανίσια κιλά και για μητέρα μια κοσμική γυναίκα που θεωρεί το πάχος αναπηρία. Ή τη Λίλα, η οποία, με μια μάνα θρησκόληπτη και εκδικητική, ψάχνει προστασία στους άντρες. Και να αναρωτηθούμε ποιες παθογένειες έχουμε αφήσει πραγματικά πίσω μας και ποιες απλώς άλλαξαν μορφή.
Γιατί αποφασίσατε να ξαναζωντανέψετε την Άννα από τις «Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας»;
«Στο “Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας” ήταν ένα αυθάδες αγοροκόριτσο οχτώ χρόνων, το οποίο κανονικά θα έπρεπε να είχε διαλύσει η εντελώς ακατάλληλη συνθήκη της οικογένειας στην οποία μεγάλωσε. Όμως εκείνη έμοιαζε να τροφοδοτείται από κάθε μικρή χαρά και να στολίζει το στερημένο βίο της με τρόπο που λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν. Ο λόγος της ήταν ο πιο φρέσκος στο βιβλίο και ήταν φανερό ότι δεν θα έψαχνε να βρει τη σωτηρία στον έρωτα όπως έκανε η αδερφή της, Αθηνά. Η Άννα ήταν το άγρυπνο μάτι της οικογένειας και της κοινωνίας στην οποία ζούσε. Την ίδια ιδιότητα κράτησε και στις “Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες”. Είναι το άγρυπνο μάτι, γι’ αυτό και η ίδια δεν έχει ιστορία, ό,τι μαθαίνουμε γι’ αυτήν είναι μέσα από τις ιστορίες των άλλων. Στο νέο βιβλίο η Άννα γίνεται οικογένεια για όσους τη συναντούν.
»Για λόγους προσωπικούς με απασχολεί πολύ το θέμα της οικογένειας όταν αυτή δεν είναι επαρκής, είτε μιλάμε για εύπορες είτε για οικονομικά ανίσχυρες οικογένειες. Γι’ αυτό το κοινό σημείο στις ιστορίες που διαβάζουμε στις “Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες” είναι οι ανισόρροπες διαδρομές που ακολουθούν νεαρά κορίτσια τα οποία δεν αξιώθηκαν την οικογένεια με την έννοια που ο όρος αυτός συμβολίζει».
«Το κοινό σημείο στις ιστορίες που διαβάζουμε στις “Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες” είναι οι ανισόρροπες διαδρομές που ακολουθούν νεαρά κορίτσια τα οποία δεν αξιώθηκαν την οικογένεια με την έννοια που ο όρος αυτός συμβολίζει».
Και οι δύο κεντρικές ηρωίδες, Λίλα και Νεφέλη, κουβαλούν το τραύμα της μη αποδοχής από τη μητέρα τους. Πώς μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και να το απαλύνουμε, πέρα ίσως από το να καταφύγουμε στην ψυχοθεραπεία;
«Η ψυχοθεραπεία ερμηνεύει. Αντίθετα το βίωμα εκτονώνει. Συνήθως προηγείται η εκτόνωση, η συμπεριφορά δηλαδή που κάνει τους οικείους ή το ίδιο το άτομο να αναρωτηθεί γιατί τα κάνει όλα αυτά. Η Λίλα είναι ένα κακοποιημένο κορίτσι, το οποίο ακολουθεί μια διαδρομή λίγο πολύ γνωστή στους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Δηλαδή, καταφεύγει στις ουσίες και το σεξ, και ενώ το σεξ δεν της αρέσει, είναι για εκείνη υποκατάστατο της αγκαλιάς και της σωματικής επαφής. Άλλα άτομα πιο προστατευμένα από αυτήν κακοποιούν τον εαυτό τους με πιο σπιτικά υλικά. Όπως η Νεφέλη που, σε αντίθεση με τη Λίλα, δεν βγαίνει στους δρόμους. Τρώει όλο και πιο πολύ και απομονώνεται.
»Στο βιβλίο μου θα μπορούσα να τις στείλω για ψυχοθεραπεία. Δεν το κάνω. Τις βγάζω να ζήσουν στον κόσμο, όπως άλλωστε γίνεται με όλους. Όλοι εκεί έξω βγαίνουμε απροετοίμαστοι και ύστερα, με τη συμπεριφορά μας, χτυπάμε ο ένας τα καμπανάκια του άλλου. Εκεί έξω επίσης διαλέγουμε ανθρώπους ανάλογα με τις ανάγκες μας. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν κάνει ψυχοθεραπεία και τους άλλους, που βουτάνε στη ζωή με το υλικό τους ακατέργαστο, είναι ότι οι πρώτοι πάνε και κολλάνε εκεί όπου υπάρχει το γιατρικό για την πληγή, ενώ οι δεύτεροι εκεί όπου υπάρχει το εργαλείο που θα τη σκάψει πιο βαθιά».
«Η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν κάνει ψυχοθεραπεία και τους άλλους, που βουτάνε στη ζωή με το υλικό τους ακατέργαστο, είναι ότι οι πρώτοι πάνε και κολλάνε εκεί όπου υπάρχει το γιατρικό για την πληγή, ενώ οι δεύτεροι εκεί όπου υπάρχει το εργαλείο που θα τη σκάψει πιο βαθιά».
Οι «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες» ποιες καταστροφές επιφέρουν στο προσωπικό μας οικοσύστημα;
«Με αυτή την ερώτηση με βάζετε να γίνω λίγο διδακτική. Θα ξεκινήσω με το ότι βρήκα λίγο γενναία την έκφραση “υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες” που χρησιμοποιούν οι μετεωρολόγοι. Παρότι δεν είναι πολιτικοί ούτε κοινωνιολόγοι, είναι τα μοναδικά πρόσωπα τα οποία, εκφωνώντας το υποτίθεται ανώδυνο δελτίο καιρού, μας χτυπάνε καθημερινά το καμπανάκι του κινδύνου. Εμείς όμως είμαστε ηδονιστές και απ’ όλο αυτό κρατάμε ότι είναι Δεκέμβρης, έχει ήλιο και είναι μια ακόμα καλή ευκαιρία για βουτιά στη θάλασσα. Το ίδιο κάνουν και τα ενήλικα πρόσωπα του βιβλίου μου. Οι υψηλές θερμοκρασίες είναι μέσα στα σπίτια τους, έχουν κάψει τα πάντα, κι αυτοί συνεχίζουν λες και δεν καταλαβαίνουν. Όμως η νέα γενιά, τα παιδιά τους, οι φίλοι των παιδιών τους, καταπιάνονται με τα χαλασμένα πράγματα που αυτοί έφτιαξαν, τα διορθώνουν. Αυτή είναι η ελπίδα του βιβλίου μου. Βέβαια, το τέλος έχει παγώσει πολλούς αναγνώστες, αλλά και πάλι, ακόμα και στην τελευταία σκηνή, το κορίτσι υπερασπίζεται μια αξία, παλεύει γι’ αυτήν, ενάντια μάλιστα στον άνθρωπο που αντιπροσωπεύει το πιο χαλασμένο κομμάτι της προηγούμενης γενιάς».
Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε την ιστορία του βιβλίου στα 80s; Θα μπορούσε να εκτυλιχτεί σήμερα ή θα ήταν κάπως διαφορετική;
«Αν η ιστορία εξελισσόταν στη σημερινή εποχή, πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα ο ψυχισμός των ηρώων. Τα πρόσωπα του βιβλίου μου έχουν ένα βάθος και μια συμπόνια που ταιριάζουν σε άλλη εποχή. Τότε οι νέοι άνθρωποι, είτε είχαν μεγαλώσει σε πόλεις είτε σε χωριά, συγγένευαν ακόμα με βιβλία και ταινίες που δεν είχαν ελαφρότητα. Η ελαφρότητα είναι χαρακτηριστικό της δικής μας ψηφιακής εποχής. Τολμώ μάλιστα να πω ότι αυτή μας στέλνει μαζικά σε ψυχιάτρους και ψυχολόγους, αφού δεν μας επιτρέπει να πάρουμε στα σοβαρά όσα μας συμβαίνουν. Ύστερα πληρώνουμε για να μιλήσουμε σοβαρά για όλα αυτά που περνάμε στο ντούκου. Αντίθετα, τα πρόσωπα του βιβλίου μου επιτρέπουν στους εαυτούς τους να βυθιστούν όταν δεν αντέχουν, να γίνουν δύσχρηστοι. Αρνούνται να είναι χαριτωμένοι όταν πονούν, φτάνουν στα όρια το συναίσθημά τους, κάτι που σήμερα είναι απαγορευτικό. Γι’ αυτό και ο τίτλος. Δεν συγχωρούνται σήμερα τέτοιες ψυχικές θερμοκρασίες».
«Η ελαφρότητα είναι χαρακτηριστικό της δικής μας ψηφιακής εποχής. Τολμώ μάλιστα να πω ότι αυτή μας στέλνει μαζικά σε ψυχιάτρους και ψυχολόγους, αφού δεν μας επιτρέπει να πάρουμε στα σοβαρά όσα μας συμβαίνουν».
Αφετηρία και αυτής της ιστορίας είναι η γενέτειρά σας, το Διδυμότειχο. Πώς μπορεί να επηρεάσει ο τόπος της καταγωγής μας, ειδικά όταν βρίσκεται στη λεγόμενη παραμεθόριο, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη ζωή και κινούμαστε μέσα σε αυτήν;
«Στην ασφυκτική κοινωνία της επαρχίας οι καταστάσεις στέλνουν να κατοικήσει και ένα αγόρι δεκάξι χρόνων, ο Ίκαρος, ο οποίος μέχρι τότε ζούσε στην Αθήνα. Όταν τα πρόσωπα κάνουν τον κύκλο τους, προς το τέλος του βιβλίου, μαθαίνουμε και το λόγο για τον οποίο ο Ίκαρος βρέθηκε στην επαρχία, ο οποίος εξηγεί και ολόκληρη τη διαδρομή του, τις σχέσεις του, το γιατί διαλέγει ερωτικά το άτομο που διάλεξε. Δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει ιστορία αν ο Ίκαρος δεν συναντούσε την Άννα, αν δεν είχε περάσει από την επαρχία, αν δεν είχαν οι δυο τους συνδεθεί με αυτόν το συγχρωτισμό που μόνο στις μικρές πόλεις επιτυγχάνεται, εκεί όπου οι άνθρωποι δεν χάνονται και ξαναβρίσκονται αλλά είναι διαρκώς μαζί. Δεν συνδέονται ερωτικά αλλά γίνονται σχεδόν οικογένεια, αφού, όπως γράφω, “μοιάζουν σαν δυο κουτάβια που τα πέταξαν στον ίδιο κάδο σκουπιδιών”. Πρέπει να ανασυστήσουν αυτό που τους λείπει, και δεν υπάρχει πιο κατάλληλος τόπος από μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου δεν συναντούν πολλούς αντιπερισπασμούς απέναντι στη δυστυχία τους.
»Αυτό δεν θα μπορούσε να είχε γίνει σε μια μεγάλη πόλη. Σε μια μεγάλη πόλη υπάρχουν πολλοί τρόποι να διασκεδάσεις τη δυστυχία σου, να κάνεις διάφορα ζικ-ζακ και να της κρυφτείς. Στην επαρχία αντίθετα, τουλάχιστον στην επαρχία όπου μεγάλωσα εγώ, δεν είχες να πας πουθενά, έπρεπε να αναμετρηθείς στα ίσα με ό,τι σου συνέβαινε. Από αυτή την άποψη, χρειαζόσουν ένα είδος ψυχικού ηρωισμού. Γι’ αυτό η Άννα και ο Ίκαρος είναι στέρεα πρόσωπα, έχουν κάνει με συνέπεια μια εσωτερική διαδρομή. Αυτός είναι και ο λόγος που επανέρχομαι τόσο συχνά στην επαρχία. Δεν την ωραιοποιώ, όμως σε έναν κόσμο διάσπασης τη διαλέγω ως το μοναδικό τόπο όπου τα πρόσωπα μπορούν να βρουν τα θεμέλιά τους, ακόμα κι αν έχουν γεννηθεί σε πόλεις».
«Σε μια μεγάλη πόλη υπάρχουν πολλοί τρόποι να διασκεδάσεις τη δυστυχία σου, να κάνεις διάφορα ζικ-ζακ και να της κρυφτείς. Στην επαρχία αντίθετα, τουλάχιστον στην επαρχία όπου μεγάλωσα εγώ, δεν είχες να πας πουθενά, έπρεπε να αναμετρηθείς στα ίσα με ό,τι σου συνέβαινε. Από αυτή την άποψη, χρειαζόσουν ένα είδος ψυχικού ηρωισμού».
Στο βιβλίο, πέρα από το θέμα της εικόνας του σώματος, υπάρχει και ένας έρωτας μεταξύ Ελληνίδας και μετανάστη που γίνεται κόκκινο πανί για τα μέλη της οικογένειάς της. Έχουμε σημειώσει πρόοδο σε θέματα φυλετικού ρατσισμού και ρατσισμού της εικόνας; Ή απλώς ο ρατσισμός αλλάζει μορφές;
«Ας αρχίσουμε με το ρατσισμό της εικόνας. Τι είναι αυτός; Είναι ένας αυτοματισμός, μια ακούσια αντίδραση. Δηλαδή όταν βλέπουμε ένα παχουλό άτομο, νεαρό κορίτσι κυρίως, καθώς μας έχουν γανώσει τον εγκέφαλο τόσα χρόνια ότι τα κορίτσια για να είναι ωραία πρέπει να είναι αδύνατα, και καθώς παντού βλέπουμε αδύνατα κορίτσια, οι περισσότεροι όταν κοιτάξουν το παχουλό κορίτσι δεν θα κάνουν αυτόματα το συνειρμό της ωραιότητας. Αυτό θα αλλάξει μόνο όταν η εικόνα των αδύνατων κοριτσιών μοιραστεί στα ίσα με την εικόνα στρουμπουλών κοριτσιών. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, η πρώτη αντίδραση (πάντα με εξαιρέσεις) θα δίνει τα σκήπτρα στο αδύνατο κορίτσι. Το στρουμπουλό κορίτσι θα είναι η ωραία της πολιτικής μας ορθότητας. Ουσιαστικά δηλαδή η ωραία των ενοχών μας. Απ’ αυτή την άποψη μου αρέσει πολύ κάθε φορά που βλέπω σε εξώφυλλα ή ταινίες κορίτσια που σπάνε τον κανόνα της ωραίας αδύνατης, επειδή αυτό διαμορφώνει γούστο, το στάδιο δηλαδή πριν από τη σκέψη, το οποίο είναι πιο ειλικρινές.
»Όσον αφορά το θέμα του φυλετικού ρατσισμού, δεν πιστεύω ότι στην Ελλάδα είμαστε ρατσιστές, αν εξαιρέσουμε εκείνη τη μειοψηφία που ψηφίζει Χρυσή Αυγή. Αντίθετα, αποδείξαμε ότι εύκολα ενσωματώνουμε. Η ελληνική κοινωνία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει ενσωματώσει μεγάλο αριθμό μεταναστών, από τα Βαλκάνια κυρίως, οι οποίοι και οι ίδιοι απέδειξαν ότι ήταν πρόθυμοι για το ανακάτεμα. Τώρα έχουν σειρά άλλες φυλές. Το θέμα με αυτές τις φυλές δεν είναι αποκλειστικά δικό μας όσον αφορά την ενσωμάτωση. Είναι λάθος να νομίζουμε ότι υπάρχει ρατσισμός μόνο από την πλευρά αυτών που υποδέχονται. Υπάρχει ρατσισμός και από την πλευρά αυτών που έρχονται στην ξένη χώρα. Το έζησα με τις θείες μου που πήγαν μετανάστριες στη Γερμανία. Δεν συμπάθησαν ποτέ τους Γερμανούς και το μόνο που ήθελαν ήταν να βγάλουν σύνταξη και να γυρίσουν πίσω. Και το έκαναν. Δεν άφησαν πίσω ούτε τα παιδιά τους. Υπάρχουν και στην Ελλάδα πολλοί τέτοιοι μετανάστες. Άνθρωποι που δεν θέλουν να ενσωματωθούν. Που μας βλέπουν σαν τράνζιτο, σαν τραπεζική κατάθεση. Που δεν μας συμπαθούν. Κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για όλα αυτά, χωρίς να φοβόμαστε την εισαγγελία της πολιτικής ορθότητας».
«Το στρουμπουλό κορίτσι θα είναι η ωραία της πολιτικής μας ορθότητας. Ουσιαστικά δηλαδή η ωραία των ενοχών μας. Απ’ αυτή την άποψη μου αρέσει πολύ κάθε φορά που βλέπω σε εξώφυλλα ή ταινίες κορίτσια που σπάνε τον κανόνα της ωραίας αδύνατης, επειδή αυτό διαμορφώνει γούστο, το στάδιο δηλαδή πριν από τη σκέψη, το οποίο είναι πιο ειλικρινές».
Θα αποκαλούσατε το μυθιστόρημά σας «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες» ένα φεμινιστικό βιβλίο; Ποια γυναικεία ζητήματα θεωρείτε σπουδαιότερο να θίγονται σήμερα και μέσα από τη λογοτεχνία;
«Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε φεμινιστικό αν σταθούμε στο γεγονός ότι το μόνο αλώβητο πρόσωπο της ιστορίας είναι η Άννα, η οποία, όπως πληροφορούμαστε από τις πρώτες σελίδες, ποτέ δεν φέρθηκε όπως πρέπει να φέρονται τα κορίτσια, ούτε στολίστηκε όπως πρέπει να στολίζονται τα κορίτσια, και το μόνο που ζήτησε ήταν να φύγει μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε, μια παραμεθόριο περιοχή που μάζευε σαν τις μύγες άντρες που μπορούσαν να πουν σε έναν άλλον άντρα, με παρούσα την ίδια, “κοίτα μην την γκαστρώσεις”, λες και ήταν ένα αντικείμενο προς χρήση. Επίσης, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε φεμινιστικό βλέποντας πόσο καταστροφικό είναι στην περίπτωση της Νεφέλης το ότι αντιμετωπίζει το σώμα της με όρους εποχικού μάρκετινγκ. Ενός μάρκετινγκ που της έχει μάθει ότι, αφού δεν έχει τον σωματότυπο στον οποίο υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται οι άντρες, δεν έχει πολλές ελπίδες για μια ευτυχισμένη ζωή. Θα μπορούσαμε ακόμα να το χαρακτηρίσουμε φεμινιστικό βλέποντας στην περίπτωση του Αντώνη ότι υπάρχει ένα είδος άνδρα που πιστεύει ότι το κοινωνικό και ερωτικό του γόητρο συντηρεί η επηρμένη, εξουσιαστική συμπεριφορά του. Η αντίληψη αυτή καλλιεργήθηκε κοινωνικά μέσα από πολλές γενιές αντρών, των οποίων η εξουσία συνίστατο κυρίως στο να μην τηρούν τους νόμους που επέβαλαν – δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η συζυγική πίστη αφορούσε μόνο τις γυναίκες τους. Για το λόγο αυτό ο Αντώνης, σε όποια σκηνή του βιβλίου εμφανίζεται, παραβαίνει και ένα νόμο. Ως εξουσιαστής έχει την αίσθηση της ατιμωρησίας, η οποία στο τέλος τον οδηγεί να παραβεί τον μεγαλύτερο όλων των ανθρώπινων και θεϊκών νόμων».