Πόσο κοστίζει να φτιαχτεί μια τσάντα πολυτελείας; Πιθανώς λιγότερο από ό, τι νομίζετε, σύμφωνα με τον επαγγελματία δερμάτινων ειδών Tanner Leatherstein, ο οποίος έχει κάνει δεκάδες βίντεο τόσο στο TikTok όσο και στο Instagram αναλύοντας – και τιμολογώντας – πολυτελή δερμάτινα είδη. Η αποστολή του όπως έχει αναφέρει είναι να «κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν το δέρμα και να το βιώσουν καλύτερα. Υπάρχει έλλειψη γνώσης στην αγορά και οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη περισσότερη καθοδήγηση, καθώς πρόσθετα δεδομένα δείχνουν το μάρκετινγκ στο οποίο υποβάλλονται», αναφέρει το FinancialTimesFashion.

Ο ίδιος αποδομεί λόγου χάρη την Arco mini tote τσάντα από τον οίκο Bottega Veneta η οποία κοστίζει 1970 λίρες και την εξετάζει εξονυχιστικά τοποθετώντας την πάνω στο τραπέζι εργασίας του. Αρχικά, κόβει με ψαλίδι την τσάντα στη μία πλευρά και ύστερα αποσυνθέτει τις δερμάτινες λωρίδες της και τις ανοίγει πάνω στο τραπέζι. Καίει κάποια κομμάτια δέρματος και κάποια άλλα τα τρίβει με ασετόν. Τέλος βάζει όλα τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.

Ο ίδιος λέει ότι η τσάντα αυτή «έχει μία τρελή ποσότητα δέρματος, τετραπλάσια από μία κανονική τσάντα αυτού του μεγέθους. Υπολογίζω 18 τετραγωνικά μέτρα από δέρμα αρνιού. Συνολικά εκτιμώ ότι το δέρμα από μόνο του κοστίζει 130 δολάρια, 120 δολάρια αντιστοιχούν στην κατασκευή της και τα αξεσουάρ. Ουσιαστικά αυτή η τσάντα για να φτιαχτεί χρειάζεται 250 δολάρια, ενώ για να την αγοράσω πλήρωσα 2.500 δολάρια».

O Tanner Leatherstein με πραγματικό όνομα Volkan Ylimaz, έχει κάνει δεκάδες Tik Tok και Instagram βίντεο αναλύοντας πολυτελή δερμάτινα είδη-συμπεριλαμβανομένου ενός πορτοφολιού Chanel, μιας ζώνης Louis Vuitton και μιας τσάντας ώμου Prada Saffiano– και αναλύοντας την ενδεικτική τιμή κατασκευής τους. Ο ίδιος έχει πάνω από ένα εκατομμύριο followers στις δύο πλατφόρμες. Σκοπός του είναι «να κάνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν το δέρμα και να το βιώσουν καλύτερα».

Instagram.com/dietprada

Ποιος είναι ο Tanner Leatherstein

Ο Leatherstein γεννήθηκε μέσα στην βιομηχανία του δέρματος. Μεγάλωσε μέσα στα βυρσοδεψεία των γονιών του στην Τουρκία στα οποία ξεκίνησε να δουλεύει και αυτός σε ηλικία 11 χρονών πριν δημιουργήσει τα δικά του βυρσοδεψεία στο Τουρκμενιστάν και την Αρμενία. Το 2009 πήρε την πράσινη κάρτα και μετακόμισε στις ΗΠΑ δουλεύοντας αρχικά σαν οδηγός ταξί, και ύστερα ως αναλυτής και σύμβουλος διαχείρισης πριν επιστρέψει στην βιομηχανία του δέρματος το 2017, αυτή τη φορά με την δική του εταιρεία με αξεσουάρ ονόματι“Pegai”.

«Δεν είναι ότι με βάση το κόστος των αγαθών αποφασίζεται η τιμή. Αντίθετα, βασιζόμενοι στο γόητρο των πολυτελών brand, βγαίνει η εκάστοτε τιμή».

Οι εκτιμήσεις του βασίζονται στην πολυετή εμπειρία του μέσα στην βιομηχανία του δέρματος. Στην περίπτωση της τσάντας Bottega Veneta Arco Mini, o τεχνίτης λέει ότι είναι εξοικειωμένος με ορισμένα βυρσοδεψεία που παρέχουν παρόμοια δέρματα με τον οίκο Bottega Veneta και τις τιμές τους. «Σε αυτή την περίπτωση, το χρωματισμένο δέρμα αρνιού που χρησιμοποιείται, κοστίζει 60 με 70 δολάρια ανά τετραγωνικό μέτρο. Έτσι εκτιμώ ότι το δέρμα της συγκεκριμένης τσάντας κοστίζει 130 δολάρια» εξηγεί ο ίδιος.

Οι φίλοι του συχνά απευθύνονται σε αυτόν για να ελέγξουν αν οι αγορές τους αξίζουν την τιμή τους. Ο ίδιος ξεκίνησε να κάνει αυτά τα βίντεο το 2021 σαν απάντηση σε διάφορα τέτοια ερωτήματα που δεχόταν, αλλά και από προσωπική περιέργεια.

Αφού δούλεψε σαν οδηγός ταξί για τέσσερα χρόνια στο Σικάγο, ο Leatherstein ολοκλήρωσε ένα MBA στο Πανεπιστήμιο του Illinois Urbana-Champaign και έπιασε δουλειά σαν σύμβουλος διαχείρισης.

«Ήθελα να κάνω δώρο στον εαυτό μου έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα- ήμουν οδηγός ταξί που πήγαινε σε εταιρεία στην Αμερική, έπρεπε να κάνω καλή εντύπωση» θυμάται. «Ως άνθρωπος που ξέρει τι είναι το καλό δέρμα, είχα στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο αλλά όποια μάρκα και αν κοιτούσα είχε εξαιρετικά τυποποιημένο, πλαστικοποιημένο δέρμα που δεν με γοήτευε και ταυτόχρονα ήταν πολύ ακριβό».

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, οι πελάτες πληρώνουν προσαύξηση δέκα φορές περισσότερο ή και παραπάνω σε μία πολυτελή δερμάτινη τσάντα, εξαιρουμένων άλλων εξόδων που συνήθως επιβαρύνουν τους κατασκευαστές. Αλλά ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι είναι σε θέση να υπολογίσει μόνο αυτό που αποκαλεί «απτό» κόστος: δέρμα, υλικά και εργασία. Δεν λαμβάνει υπόψη του άλλα έξοδα που επωμίζονται επίσης οι οίκοι, όπως το ενοίκιο, το προσωπικό, οι εργασίες λιανικής, οι νομικές υπηρεσίες και το μάρκετινγκ.

Δύο αναλυτές πολυτελείας οι οποίοι μίλησαν ανώνυμα, είπαν ότι οι υπολογισμοί του Leatherstein είναι χαμηλοί και απλοϊκοί, αλλά κατά τα άλλα δεν είναι πολύ μακριά από τα πραγματικά όρια. Ένας από αυτούς εκτίμησε ότι το μεικτό περιθώριο κέρδους για μία δερμάτινη τσάντα πολυτελείας είναι γενικά γύρω στο 80-85 τοις εκατό, αντί του 90 τοις εκατό που είχε υπολογίσει εκείνος.

Οι οίκοι Dior, Chanel, Hermes, Bottega Veneta και Louis Vuitton δεν έκαναν κανένα σχόλιο πάνω σε αυτές τις εκτιμήσεις. Ο οίκος Prada επίσης αρνήθηκε να τοποθετηθεί επί του θέματος.

Είναι γεγονός πως οι τιμές των πολυτελών τσαντών έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 3 χρόνια. Στοιχεία από την ερευνητική εταιρεία Jefferies δείχνουν ότι οι τιμές για τις τσάντες Lady Dior και Prada Cleo αυξήθηκαν 37 και 35 τοις εκατό αντίστοιχα μεταξύ του Ιουνίου 2020 και Ιανουαρίου 2023 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η αγορά μιας κλασικής τσάντας Chanel σήμερα κοστίζει σχεδόν 74 τοις εκατό περισσότερο από ότι τον Νοέμβριο του 2019.

Οι μάρκες αποδίδουν αυτές τις αυξήσεις εν μέρει στις αυξήσεις του κόστους υλικών και κατασκευής που προκαλούνται από την πανδημία και τον πληθωρισμό. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Οι τιμές πολυτελείας καθορίζονται περισσότερο από την ισχύ και την επιθυμία της επωνυμίας παρά από το πραγματικό κόστος παραγωγής.

Ο Leatherstein επισημαίνει ότι δεν γνωρίζουν όλοι όσοι αγοράζουν τσάντες υψηλής ποιότητας, πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν το κύρος, η θέση, η επιθυμία στις στρατηγικές τιμολόγησης των επωνυμιών. Θέλει να τους βοηθήσει να καταλάβουν ότι μπορούν να έχουν δέρμα καλής ποιότητας και καλό σχέδιο χωρίς να χρειάζεται να πληρώσουν μία αστρονομική τιμή.

«Το δέρμα είναι ένα φυσικό υλικό και έχει ατέλειες» λέει ο ίδιος. «Τα πραγματικά καλά δέρματα τελειοποιούνται από τα βυρσοδεψεία τα οποία φέρνουν εκείνα τα φυσικά χαρακτηριστικά του κόκκου του δέρματος και δεν το τυποποιούν. Για μένα και για οποιονδήποτε ασχολείται με τη βιομηχανία βυρσοδεψείας, αυτό είναι το ανώτερο επίπεδο ποιότητας».

Ο Leatherstein συμβουλεύει τους αγοραστές που αναζητούν μόνο δέρμα καλής ποιότητας να αγοράζουν τσάντες από ντόπιους τεχνίτες. Όσοι αναζητούν επίσης μοντέρνα σχέδια θα πρέπει να επιλέξουν σύγχρονες μάρκες που χρησιμοποιούν ποιοτικό δέρμα. Σε αυτή την κατηγορία βάζει μάρκες όπως η Polene Paris και η DeMellier, με τιμές μεταξύ 123 λίρες  για το μικρό μέγεθος και 695 λίρες για το μεγάλο μέγεθος τσάντας.

Πιστεύει ότι οι μικρές επωνυμίες όπως αυτές που απευθύνονται άμεσα στον καταναλωτή, έχουν λιγότερο άυλο κόστος και μπορούν να λειτουργήσουν με περιθώριο τριπλάσιο έως τετραπλάσιο του κόστους. Η Polene Paris και η DeMellier αρνήθηκαν να σχολιάσουν κάτι πάνω σε αυτή την δήλωση του τεχνίτη.

Μπορείτε να βασιστείτε στις αισθήσεις σας για να αναγνωρίσετε με ποιο είδος δέρματος έχετε να κάνετε. Για τον Leatherstein, ένα δέρμα που μοιάζει πλαστικό στην αφή δεν είναι καλό σημάδι. Το προϊόν πρέπει να έχει μία γήινη ή ουδέτερη μυρωδιά, τίποτα πολύ χημικό. Τέλος, διαβάστε τις ετικέτες. «Οι τεχνίτες και οι επωνυμίες που είναι πραγματικά περήφανοι για το δέρμα που χρησιμοποιούν, τους αρέσει να μιλούν γιαυτό» λέει.

Στην κατηγορία των πολυτελών προϊόντων, αυτός προτείνει να αναζητάτε στιλ που δεν έχουν ανάγλυφα στοιχεία ή μονογράμματα και εντούτοις να επιλέγετε τσάντες που διατηρούν φυσικά σπασίματα και φυσικούς κόκκους. Για το λόγο αυτό ο οίκος Hermes είναι ο αγαπημένος του.

«Υπάρχουν πολλές επωνυμίες οι οποίες ξοδεύουν πολύ περισσότερα χρήματα από όσα ξόδεψα εγώ για αυτές τις τσάντες ώστε να δημιουργήσω αυτόν τον λογαριασμό στο Instagram/TikTok» συμπληρώνει.

Ενώ μάλιστα το εγχείρημά του θα μπορούσε να δεχτεί αρνητικά σχόλια από μεγάλους οίκους, συμβαίνει το αντίθετο. Ο τεχνίτης επισημαίνει ότι έχει λάβει μόνο θετικά σχόλια μέχρι στιγμής.

«Δεν είναι κακό να μοιράζομαι πληροφορίες με ανθρώπους για ένα προϊόν το οποίο αγόρασα», διευκρινίζει. «Εάν ένα brand θέλει να υποβάλλει προϊόντα σε έλεγχο, θα το αποδεχτώ αλλά χωρίς κανένα σχεδιασμένο σενάριο. Θα δημοσιεύσω ό,τι βρω και πρέπει ο εκάστοτε οίκος να είναι εντάξει με αυτό. Δεν με πληρώνουν, δεν είναι μία προσφορά επί πληρωμή».

 

κεντρική φωτογραφία: Δημόσιο προφίλ Instagram.com/dietprada.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below