Από τις Αναστασία Καμβύση και Σοφία Μανδηλαρά
To τεύχος Απριλίου 2024 του Marie Claire είναι αφιερωμένο στη νέα γενιά, τους ανθρώπους ανάμεσα στα 20 και στα 30 που τώρα χαράσσουν το μονοπάτι τους στη ζωή και προβληματίζονται για τον κόσμο στον οποίο θέλουν να ζήσουν.
Η ανεμελιά πάει χέρι-χέρι με την αντίσταση και η ανασφάλεια για το σκοτάδι που τους περιτριγυρίζει με το δυναμισμό και την αποφασιστικότητά τους να πάνε προς το φως.
Βίκτωρ Μπενουζίλιο, ηθοποιός
Η ενασχόληση του Βίκτωρα Μπενουζίλιο με την υποκριτική πάει πολύ πίσω στο χρόνο, όταν ο τέως ερασιτέχνης ηθοποιός μπαμπάς παίρνει τον ανόρεχτο 5χρονο γιο του σε ένα θεατρικό εργαστήρι με αντάλλαγμα παγωτό.
Στο τέλος ο Βίκτωρ δεν δέχτηκε το παγωτό, δέχτηκε όμως το χρίσμα. Fast forward μία 15ετία μετά: αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο ΚΘΒΕ, ο Βίκτωρ βρίσκεται στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Ναύπλιο, όπου προσπαθεί να διευρύνει τις δικές του σκέψεις για το θέατρο. Ξεχωριστός από κάθε άποψη, ακόμη και εξαιτίας του σεφαραδίτικου επιθέτου του, μοιράζει τις νύχτες του ανάμεσα στη θεατρική σκηνή και τα στέκια όπου κάνει dj sets.
«Ηρθα στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια περίπου και τρεις μήνες μετά ήταν για την “Πλαστελίνη” του Βασίλι Σίγκαρεφ, ένα ακραία επίκαιρο και σκοτεινό έργο που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Σκουρλή με μια φοβερή ομάδα νέων παιδιών που θα τους ευγνωμονώ για πάντα».
Η παράσταση έδωσε στον Βίκτωρα την άγρια χαρά να παίξει ένα bad boy, ένα παιδί που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Ο ίδιος δεν είναι καθόλου έτσι. «Χαίρομαι που στην κοινωνία σήμερα οι συλλογικότητες είναι έντονες, δυναμικές και δίνουν το “παρών” όπου χρειάζεται. Θυμώνω όταν οι άνθρωποι δεν δικαιώνονται. Χαίρομαι όταν βάζουμε το πολιτικό στοιχείο στις παραστάσεις και την τέχνη μας. Μου αρέσει όταν βλέπω τους συνομηλίκους μου να δίνουν μεγάλη έμφαση στο να έχουμε ανοιχτές καρδιές και να το δηλώνουμε δημόσια», λέει όταν τον ρωτάς για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ωστόσο, ο Βίκτωρ δεν νιώθει ότι ανήκει σε μια συγκεκριμένη γενιά.
«Μου αρέσει να εστιάζω στο παρόν μου και όσο μπορώ να ανασαίνω μέσα σε αυτό. Δεν νιώθω ότι ανήκω σε μια γενιά, καθόλου. Το μυαλό μου μπορεί να είναι 40, η ψυχή μου άλλοτε 16 και άλλοτε 70. Οταν βάζω μουσική, πάω συχνά στη mid 80s σκηνή, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να δείχνουν εμπιστοσύνη στον ηλεκτρονικό ήχο. Οταν βάζεις μουσική, μοιράζεις κάτι που αγαπάς και είναι φανταστικό να βλέπεις τον κόσμο να το χορεύει».
Ως dj, όπως και ως ηθοποιός, αγαπά να ανακαλύπτει πράγματα.
«Στη δουλειά που κάνω μου αρέσουν πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι, αλλά και να ανακαλύπτω νέους τρόπους επικοινωνίας. Βαριέμαι εύκολα και μου αρέσει που στο θέατρο όλα αλλάζουν συνέχεια, συναντιέσαι με νέες ιδιοσυγκρασίες, κείμενα, τόπους».
Αυτές τις ημέρες ο Βίκτωρ συμπρωταγωνιστεί στην παράσταση «Αουστρας ή η Αγριάδα» στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Στεφανίας Σαμαρά. «Το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου είναι απίστευτο, πάρα πολύ άγριο και δυστυχώς πάρα πολύ επίκαιρο αφού συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί ο φασισμός μέσα και έξω από τη Βουλή. Υποδύομαι έναν ξένο. Μια φράση που λέω στην παράσταση είναι “I want to go, please, let me go” – καταλαβαίνετε τι μπορεί να συμβαίνει. Είμαι πάλι σε μια τρομερή ομάδα με ανθρώπους τους οποίους θαυμάζω πολύ».
Νάσια Στουραΐτη, φωτογράφος
Τα πορτρέτα της Νάσιας Στουραΐτη έχουν ήδη ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο μαζί με άλλες ξεχωριστές φωτογραφίες της. Πρόσφατα ολοκλήρωσε την πρώτη της ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη, συνεργάζεται με περιοδικά του εξωτερικού ενώ το περασμένο καλοκαίρι ανέλαβε τη φωτογράφηση για το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Η γυναικεία ταυτότητα έχει ξεχωριστή ένταση στη δουλειά της.
«Είναι μια ασυνείδητη ανάγκη να κατανοήσω καλύτερα τη φύση μας και η επιθυμία να εκφράσω πόσο πολύ αγαπώ τις γυναίκες. Είναι απλά ο τρόπος που σκέφτομαι». Ευτυχώς, όπως αναφέρει, το βλέμμα της γενιάς της είναι βελτιωμένο και προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Σίγουρα τα social media έχουν παίξει ρόλο σε αυτό γιατί ο καθένας και η καθεμία έχουν πια μια πλατφόρμα όπου μπορούν να μοιραστούν την ιστορία τους, χωρίς να περιμένουν κάποιος να τους δώσει βήμα».
Η δική της ιστορία μάλλον θα συνεχιστεί εκτός Ελλάδας, αφού αυτή την περίοδο βρίσκεται σε συνομιλίες με ξένα πρακτορεία για να χαράξει τη διεθνή της πορεία. Νιώθει γλυκόπικρα που μερικές φορές η αναγνώριση έρχεται περισσότερο από έξω παρά από μέσα.
«Με ενθουσιάζει, αλλά με θλίβει και λίγο», σχολιάζει. Καθώς η ίδια ζει με φωκομέλεια, δηλαδή τα χέρια της δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως, είναι για εκείνη «πολύ σημαντική η ορατότητα».
«Ηδη βλέπουμε ανθρώπους με αναπηρίες σε περιοδικά, στην τηλεόραση, σε καμπάνιες. Θέλει πάρα πολλή δουλειά ακόμα, όμως, και τα πρώτα βήματα που γίνονται είναι πολύ θετικά».
Αυτό που έχει αλλάξει, κατά τη γνώμη της, ανάμεσα στους νέους είναι η διάθεση για συζήτηση. «Είμαστε πιο ανοιχτοί. Υπάρχει μεγαλύτερη ευρύτητα. Προφανώς όχι από όλους, αλλά ακόμα και σε σχέση με πέντε χρόνια πριν» διαπιστώνει πρόοδο. Την προβληματίζει βαθύτατα η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τη φύση. «Θα ήθελα να ζω σε μια πόλη που έχει το δεκαπλάσιο πράσινο απ’ ό,τι έχει η Aθήνα. Θα ήθελα να περπατώ στους δρόμους και να βλέπω παντού δέντρα. Τότε το μέλλον θα ήταν πολύ πιο αισιόδοξο για μένα».
Βασίλης Ντάρμας, ηθοποιός
Ηθοποιός από τα 15 του χρόνια, ο Βασίλης Ντάρμας αυτή την περίοδο ερμηνεύει τον Πινόκιο στο Μικρό Εθνικό και συμμετέχει στην τηλεοπτική σειρά «Κάνε ότι κοιμάσαι» της ΕΡΤ. Λέει συχνά ότι το θέατρο έκανε για εκείνον ό,τι δεν έκανε το σχολείο.
«Το θέατρο άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, ακόμα και τη συμπεριφορά μου. Οχι μόνο το λεξιλόγιό μου, αλλά και τον τρόπο που περπατάω, που υπάρχω, που καταλαβαίνω τους ανθρώπους», υπογραμμίζει και θεωρεί τον εαυτό του τυχερό καθώς διαπιστώνει ότι μεγάλο μέρος της γενιάς του «έχει μείνει στα ίδια στερεότυπα» που ενστερνίζονταν οι παλαιότεροι.
«Εχουμε έλλειψη πολιτισμού και παιδείας γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που δεν επενδύει στον πολιτισμό, στις τέχνες. Επενδύει στον έλεγχο, στην αστυνόμευση, στην ύλη», λέει ο 29χρονος ηθοποιός. Εργαλείο ελέγχου χαρακτηρίζει και το ψέμα, αν και συμπάσχει με την ανάγκη των ανθρώπων που καταφεύγουν σε αυτό.
«Ο Πινόκιο όταν βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με μια πολύ δύσκολη κατάσταση λέει ψέματα αυθόρμητα, όπως και ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να ελέγξει τον κόσμο γύρω του», εξηγεί ο Βασίλης και προσθέτει: «Ο άνθρωπος είναι μόνος του και φοβάται. Γι’ αυτό φτιάξαμε μύθους, γι’ αυτό πιστεύουμε σε θεούς, γι’ αυτό πιστεύουμε στην αστρολογία. Μακάρι να φτάσουμε σε μια υπόσταση πνευματική που να μη χρειαζόμαστε πια το ψέμα». Στην Ελλάδα τον πληγώνουν η λογική «του κονέ» και «ο ωχαδερφισμός».
«Πλέον το διακύβευμα είναι ποιον γνωρίζεις, με ποιον κάνεις παρέα, όχι ποιος είσαι, ποια είναι η ικανότητά σου και τι ονειρεύεσαι», τονίζει. Οπότε θα άλλαζε τον τρόπο που ιεραρχούμε το «εγώ» σε σχέση με το «εμείς». Αλλά όχι μόνο.
«Αν μπορούσα πράγματι να επηρεάσω κάτι, θα άλλαζα αυτές τις 57 ψυχές με 57 γραβάτες», λέει αναφερόμενος στις πολιτικές ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών. Ωστόσο, πιστεύει ότι η πρόοδος και η άνοιξη δεν μπορεί να προέλθουν από μια μονάδα, από ένα χελιδόνι. Συνεπώς, στην πραγματικότητα «θα έκανα τα πάντα για να εμπνεύσω τον κόσμο ώστε να βελτιωθεί. Να συμφωνήσουμε όλοι μαζί για να αλλάξει κάτι».
Δανάη Λουμάνη, μοντέλο
Η 19χρονη Δανάη Λουμάνη γεννήθηκε στην Αθήνα από Αλβανούς γονείς. Βρίσκει ότι οι δύο γειτονικές χώρες έχουν περισσότερα κοινά απ’ ό,τι διαφορές και μπορεί να δει πέρα από στερεότυπα του παρελθόντος που πιθανώς να τις διαχώριζαν. Ξέρει ότι η αλβανική κοινότητα έχει τροφοδοτήσει πολύ δυναμικά την εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή και θαυμάζει πάρα πολύ την Ελένη Φουρέιρα, την οποία και θεωρεί έμπνευση για πάρα πολλά κορίτσια που ξεκινούν από το μηδέν.
Η Δανάη νιώθει ότι οδηγήθηκε στο μόντελινγκ από πολύ μικρή. «Συνέβη αυτό που λένε… manifestation. H οικογένεια και ο περίγυρός μου μού έλεγαν από τότε που ήμουν μπέμπα ότι θα γίνω μοντέλο και να που συνέβη. Το άκουγα από τόσο νωρίς, που μου έγινε βίωμα, δεν ήξερα καν αν έχω τα προσόντα, αλλά μου είχε ήδη καρφωθεί η ιδέα να γίνω μοντέλο. Βέβαια, ήμουν πάντα θαρραλέα, είχα θράσος μπορώ να σου πω, οπότε με το που κυνήγησα μια δουλειά, την πήρα», λέει η Δανάη που μόλις μέσα σε ένα χρόνο που κάνει αυτή τη δουλειά έχει ήδη περπατήσει σε πασαρέλες στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μιλάνο, Λονδίνο) σε σόου των Fendi, Alberta Ferretti, Nensi.
«Ελπίζω να κάνω και πολλά άλλα σύντομα. Μπήκα πολύ αθώα στο χώρο και παραμένω, γιατί έχω ένα team, την οικογένειά μου, το γραφείο μου, τις ομάδες με τις οποίες συνεργάζομαι, φωτογράφους, στυλίστες, που με κάνουν πάντα να νιώθω ασφαλής και προστατευμένη».
Η Δανάη δεν κρύβει ότι απολαμβάνει την προσοχή και τη φροντίδα που συνεπάγεται αυτή η δουλειά.
«Το μόντελινγκ με κάνει να νιώθω σούπερ σταρ. Μου αρέσει να με ντύνουν, να με βάφουν, να φτιάχνουν τα μαλλιά μου, να με προσέχουν, αλλά και να δέχομαι κομπλιμέντα. Μου αρέσει να μπορώ να παράγω τέχνη. Λατρεύω τη μουσική και όσα έβλεπα από μικρή στην τηλεόραση στα 00s στο MTV».
Oταν τη ρωτάς για τη γενιά της και τα όσα μπορεί να αλλάξει στον κόσμο, η Δανάη δείχνει να ξέρει ότι όλα είναι ζήτημα ισορροπίας: «Κάθε γενιά φέρνει κάτι διαφορετικό Εμείς είμαστε πιο δραστήριοι και άνετοι με την τεχνολογία και τα social. Βέβαια, τα ίδια τα social μπορούν να χρησιμοποιηθούν με την ίδια ευκολία για καλό ή κακό σκοπό. Iσως αυτή να είναι η μεγάλη πρόκληση της γενιάς μου».
Φλομαρία Παπαδάκη, ηθοποιός
Η Φλομαρία Παπαδάκη κατάγεται από το Ηράκλειο Κρήτης και καθώς μεγάλωνε δίπλα της διαδραματιζόταν κατά κάποιον τρόπο κάθε καλοκαίρι η υπόθεση του «Animal», δηλαδή της ταινίας της Σοφίας Εξάρχου στην οποία πρωταγωνιστεί. Η βιομηχανία του τουρισμού αφήνει τα σημάδια της στην Ελλάδα και την ταυτότητα των νέων της.
«Είναι φριχτές οι συνθήκες υπό τις οποίες δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι. Εχουμε φτιάξει μια βιτρίνα για να εξυπηρετήσουμε τη δυτική κοινωνία της διασκέδασης και της κατανάλωσης», λέει. Γεννήθηκε το 1994 και, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «η γενιά μου είναι αυτή που έφαγε το δεύτερο χαστούκι τον Δεκέμβρη του 2008, όταν ήταν στο Γυμνάσιο, οπότε εν μέρει κάπως πολιτικοποιήθηκε και ξεκίνησε τις σπουδές της μέσα στα βάθη της οικονομικής κρίσης. Η γενιά μου ενηλικιώθηκε χωρίς βεβαιότητες».
Στην καλλιτεχνική της ταυτότητα αυτό αποτυπώνεται. «Εχω μάθει να προχωράω μόνο με κριτήριο την επιθυμία, το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και το ένστικτο. Δεν είναι εύκολο καθόλου. Είναι κι αυτό ένα ταξίδι μεγάλο, ας πούμε, προς την ελευθερία».
Αν μπορούσε να αλλάξει κάτι στον κόσμο την επόμενη στιγμή, θα διάλεγε να σταματήσει ο πόλεμος στην Παλαιστίνη, ενώ τονίζει ότι «θα έπρεπε να μας αφορά απολύτως και διαρκώς το πώς θα τελειώσει». Την ξαφνιάζει ο τρόπος που η βία «συμβαίνει στην οθόνη των κινητών μας. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε να δούμε βίντεο που ανεβάζουν αυτοί οι άνθρωποι και είναι τρομακτικό πώς αυτό κανονικοποιείται και απλά συνεχίζεις».
Ο ρόλος της τέχνης μέσα σε αυτή τη συνθήκη είναι «να επικοινωνεί με το παρόν». «Η τέχνη δεν είναι κάτι μακριά από τη ζωή, από την καθημερινότητά μας. Αυτή είναι η ουσιαστική δύναμη που έχει» και είναι «ένα πολύ σημαντικό ερώτημα το πού απευθύνεται, ποιος έχει τα χρήματα να πάει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο».
Δεν είναι όμως μόνο υποχρέωση των καλλιτεχνών να προσεγγίσουν το κοινό, αλλά της ίδιας της Πολιτείας και της κοινωνίας να επενδύσουν σε αυτή, να δημιουργήσουν οδούς επικοινωνίας. «Ο ανελεύθερος κόσμος στον οποίο ζούμε χρειάζεται διαρκή εγρήγορση και πολύ καλά αντανακλαστικά», καταλήγει.
Τιμόθεος Νταραμέγουα, μοντέλο
Ο Τιμόθεος Νταραμέγουα, γιος μιας Ελληνίδας και ενός Νιγηριανού, έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κηφισιά χωρίς να βιώσει έντονες διακρίσεις, παρόλο που στο σχολείο του με την αδελφή του ήταν τα μόνα παιδιά μιγάδες. Παρόλο που οι γονείς του δεν είναι πια μαζί, ο Τιμόθεος έχει θαυμάσια σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ζει πλέον στο Λονδίνο με τη νέα του οικογένεια. «Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που δουλεύει πολύ σκληρά και με έχει επηρεάσει ως προς αυτό, με έχει κάνει να θεωρώ την εργατικότητα αρετή».
Αισθάνεται ότι η γενιά του, οι σημερινοί εικοσάρηδες, «ζητάει την απόλυτη ελευθερία και ταυτόχρονα θέλει να μάθει όσο περισσότερα μπορεί. Ενα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που έχουμε αυτή την εποχή είναι η πρόσβαση στη γνώση, στα πάντα, μέσα από το κινητό μας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας».
Τελειώνοντας το σχολείο, ο Τιμόθεος δοκίμασε την τύχη του στο marketing και την εστίαση, ώσπου συνάντησε τυχαία έναν model manager από την Αργεντινή εδώ στην Αθήνα. «Με είδε στο λεωφορείο, με ρώτησε αν είμαι μοντέλο και μου πρότεινε αμέσως δουλειά».
Το πιο γοητευτικό κομμάτι αυτής της δουλειάς είναι «η έκθεση στον κόσμο. Κι επειδή τα αγόρια μπορούν να εργαστούν στο χώρο του μόντελινγκ και πιο μετά, σε μεγαλύτερες ηλικίες, τώρα κάνω μαθήματα υποκριτικής για να μπω σε κάποια σχολή. Τυχαία έγινε κι αυτό. Πήγα με ένα φίλο σε ένα γύρισμα, μου άρεσε αυτό που έβλεπα, γνωρίστηκα με τους ηθοποιούς, μιλήσαμε και βρέθηκα να φεύγω με το τηλέφωνο του καθηγητή που προετοίμαζε τα παιδιά. Δεν είχα καμία σχέση με το θέατρο και τον κινηματογράφο, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τι κάνει ένας ηθοποιός… Αλλά αφού μίλησα με το δάσκαλο και κάναμε μερικά μαθήματα, διαπίστωσα ότι υπάρχει κάτι εκεί που θέλω να εξερευνήσω. Κόλλησα. Ευτυχώς η οικογένειά μου είναι πάντα δίπλα μου σε κάθε επιλογή μου και με στηρίζει».
Οταν τον ρωτάς τι θα ήθελε να αλλάξει στην Ελλάδα, ο Τιμόθεος δεν έχει μια εύκολη απάντηση. Εχοντας ζήσει για ένα διάστημα στην Αγγλία και μη έχοντας κάποια εμπειρία από την άλλη χώρα καταγωγής του, τη Νιγηρία, μόνο ενθουσιασμό έχει για τη ζωή στην Αθήνα. «Η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα, έχει μοναδικό τρόπο ζωής. Μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι, η ζεστασιά τους, το πόσο φιλόξενοι και εξωστρεφείς είναι».
Ντένια Ψυλλιά, ηθοποιός
Η Ντένια Ψυλλιά νιώθει ότι η ζωή είναι τόσο μικρή και είναι τόσα τα πράγματα που δεν ζούμε, ώστε διάλεξε μέσω της υποκριτικής να μπορεί να γεύεται κάποιες διαφορετικές καταστάσεις.
«Μπορεί να είναι απλά μια προσομοίωση, αλλά είναι κάτι που με εξιτάρει και δεν το βαριέμαι ποτέ. Αλήθεια σου λέω, δεν έχει υπάρξει ούτε μία φορά που να βαριέμαι να πάω είτε σε πρόβα είτε σε γύρισμα. Δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω διαφορετική δουλειά. Αυτή τη στιγμή κάνω πρόβες για μια νέα παράσταση που θα ανέβει στο Σύγχρονο Θέατρο σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη. Είναι παράσταση βασισμένη στον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ, σε διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη».
Για τη γενιά της είναι μάλλον αισιόδοξη. «Η γενιά μου βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο γιατί βιώσαμε την πολύ έντονη εξέλιξη κάποιων προκαταλήψεων, αλλά και της τεχνολογίας. Οσο προχωράνε οι γενιές, είναι πιο χαλαροί οι άνθρωποι. Ομως δεν είναι απαθείς. Βλέπω επαναστατική φύση και θέλω να ελπίζω ότι οι νέες γενιές θα φέρουν θετική αλλαγή στον κόσμο, μέσω της εξέλιξης της επιστήμης, αλλά και μέσω της τέχνης. Η ζωή κάνει κύκλους. Σίγουρα θα έρθουν θετικές αλλαγές, αλλά όχι από τη μια μέρα στην άλλη».
Κι ενώ αγαπά την εποχή της γλυκοκοιτάζει τα 80s! «Η κάθε εποχή έχει τα καλά και τα άσχημά της. Για παράδειγμα, με φοβίζει η τόσο ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας. Θα προτιμούσα περισσότερη φυσικότητα στις ζωές μας. Ισως θα ήθελα να ζούσα για λίγο στη δεκαετία του ’80, γιατί είναι μετά την εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου αλλά και πριν από την εικονική πραγματικότητα που ζούμε. Επίσης, μου βγαίνει αβίαστα να ντύνομαι όπως τότε – δεν μπορώ χωρίς χαμηλοκάβαλο τζιν! Οπως επίσης ακούω κυρίως μουσικές των δεκαετιών ’60-’90. Αλήθεια, πιστεύω ότι είμαι μια ψυχή του ’80 που προσπαθεί να προσαρμοστεί στο 2024».
Αν μπορούσε να αλλάξει κάτι στην ελληνική κοινωνία, θα ήθελε να εξαφανιστεί το κόμπλεξ και να επικρατεί η αγάπη. «Η αγάπη για τους εαυτούς μας και για τους άλλους. Να μην έκρινε κανείς κανέναν γι’ αυτό που είναι. Είναι πολύ μικρή η ζωή για να ασχολούμαστε με κάποια ανούσια πράγματα. Να είχε ο καθένας τη διάθεση να κάνει κάθε μέρα έναν άνθρωπο χαρούμενο. Πόσο όμορφο θα ήταν αυτό! Θα έβγαινα να διαδηλώσω για τα αυτονόητα: ουσιαστικές υποδομές στην Υγεία και την Παιδεία και για ένα κράτος δικαίου, στο οποίο οι άνθρωποι νιώθουν ασφάλεια».
Βασίλης Μπούτσικος, ηθοποιός
Ο Βασίλης Μπούτσικος μεγάλωσε λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Μετά το Λύκειο ξεκίνησε να σπουδάζει Φυσική στα Γιάννενα γιατί του «άρεσαν τα αστέρια». Εκεί έγινε για πρώτη φορά μέλος μιας ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας.
«Σε ένα από τα ταξίδια της επιστροφής μου στην Αθήνα αναρωτήθηκα πώς θα ήταν άραγε αν αποφάσιζα να ασχοληθώ μετο θέατρο “στα σοβαρά”. Είχα δει την Κόρα Καρβούνη στην “Ευρυδίκη” στο θέατρο Πορεία και με κάποιο θράσος και την ευκολία που δίνουν τα social, την προσέγγισα, της εξήγησα ότι ήθελα να δώσω εξετάσεις και της ζήτησα να μου κάνει μαθήματα… Κάπως έτσι έφτασα να σπουδάζω στο Εθνικό Θέατρο. Η πρώτη μου δουλειά ήρθε αμέσως μετά την αποφοίτηση, στον “Αμλετ” που ανέβασε στο Αμφιθέατρο η Κατερίνα Ευαγγελάτου».
Ο COVID πάγωσε τα πάντα για λίγο, αλλά μετά ο Βασίλης βρέθηκε να παίζει από την Επίδαυρο (στους «Ιππείς» του Ρήγου) μέχρι την τηλεόραση (στις «Αγριες Μέλισσες»). Ο ίδιος πιστεύει πολύ στην απήχηση της τηλεόρασης, αλλά τον φοβίζει κάπως η επιμονή στις συνταγές που πετυχαίνουν.
«Τι ωραία που θα ήταν να έβλεπα το “Sex Education” όταν ήμουν 16, να υπήρχε στην τηλεόραση κάτι με το οποίο η γενιά μου θα μπορούσε να ταυτιστεί. Πρόσφατα, ένιωσα ότι με αφορά το “Succession”. Με συναρπάζει να βλέπω ποιοι και πως κινούν τα αόρατα νήματα. Ενας σκηνοθέτης του σήμερα που μου αρέσει είναι ο Πάολο Σορεντίνο γιατί οι ταινίες του είναι σαν χάδι. Η ζωή είναι γεμάτη σκοτάδι, αλλά εκείνος έχει έναν απίστευτο τρόπο να βλέπει ένα φως».
Το περασμένο καλοκαίρι ο Βασίλης συμμετείχε σε μια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, τις «Βάκχες», που ταξίδεψαν στην Ευρώπη και του έδωσαν την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με πολύ διαφορετικό κοινό. Θα μπορούσε να αλλάξει ο κόσμος με μια καλή παράσταση;
«Αν γινόταν, θα είχε συμβεί. Μια καλή παράσταση φυτεύει ένα σποράκι στη σκέψη σου, σε κάνει να νιώσεις ότι είδες κάτι όμορφο κι αυτό κάπως μπορεί να σε μετατοπίσει. Η τέχνη υπάρχει επειδή ο κόσμος δεν είναι ιδανικός. Αλλιώς δεν θα την είχαμε ανάγκη».
Ο ίδιος είναι εξαιρετικά χαρούμενος γιατί το καλοκαίρι θα συμμετάσχει στην παράσταση του σπουδαίου Ρώσου σκηνοθέτη Τιμοφέι Κουλιάμπιν, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», στην Επίδαυρο. «Ζήλεψα σαν τρελός όταν το ανακοίνωσαν και να τελικά που είμαι στο Χορό. Αδημονώ να δω τη σκέψη αυτού του ανθρώπου».
Μέχρι τότε ο Βασίλης μαζί με μια ομάδα συμφοιτητών του, είναι σε διαδικασία προβών για την παράσταση «Παβλόφ : Δύο δευτερόλεπτα πριν το έγκλημα» του Γκουστάβο Οτ, η οποία ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 15 Απριλίου στο Θέατρο Σταθμός.
Κοιτάζοντας την κοινωνία γύρω του, τι θα τον έκανε να βγει στο δρόμο;
«Βγαίνω συχνά για να διαμαρτυρηθώ, κάποιες φορές γιατί νιώθω ότι κάτι πρέπει να κάνω για να αλλάξουν τα πράγματα, άλλες για να νιώσω ότι δεν είμαι μόνος μου. Είναι πολύ εύκολο να μείνεις σπίτι και να ποστάρεις κάτι στο Facebook, αλλά εκεί τελειώνει συχνά η ίδια η δράση μας, η οποία οδηγεί συχνά σε τρομερή αυτοαναφορικότητα».
Το άρθρο ανήκει στο αφιέρωμα του Marie Claire Απριλίου για τη νέα γενιά. Δείτε το ολόκληρο εδώ.
- Φωτογράφος: Νίκος Παπαδόπουλος
- Creative Director: Λίνα Τσίντζηλα. Fashion Director: Ελίνα Συγγαρέως
- Μακιγιάζ: Μαρία Πολίτου (BEEHIVE ARTISTS)
- Χτένισμα: Enez Manav (BEEHIVE ARTISTS)
- Βοηθοί στυλίστα: Jay Κωνσταντινίδου, Κωνσταντίνος Χαμπέρης