Διαβάσαμε στο marieclaire.com

Από την Abigail Pesta

Η Mary Kay Mace έχασε την κόρη της, Ryanne

Την τελευταία φορά που είδα την κόρη μου, είχε έρθει σπίτι για να περάσει το Σαββατοκύριακο. Το κολλέγιο που σπούδαζε ήταν 45 λεπτά διαδρομή με το αυτοκίνητο από το σπίτι μας και έτσι τη βλέπαμε πολύ συχνά. Σε αυτή της την επίσκεψη εγώ και ο πατέρας τη στριμώξαμε για το αμάξι της-  το είχε σε  άθλια κατάσταση. Ήταν ένας σκουπιδότοπος με ρόδες. Εκείνη γελούσε και έλεγε «Ναι, ναι, το ξέρω» και πριν φύγει την πήρα αγκαλιά και της είπα, «Ξέρεις παιδάκι μου, σε αγαπώ!»

Η κόρη μου Ryanne Mace, σκοτώθηκε σε μαζική επίθεση από πυροβολισμούς στο Πανεπιστήμιο του Βορείου Ιλινόις στις 14 Φεβρουαρίου του 2008, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Κάθονταν μπροστά στην αίθουσα ωκεανολογίας όταν ένας οπλισμένος  άνδρας εισέβαλλε μέσα στην αίθουσα. Εκείνη ήταν 19 χρονών.

Η Rayanne ήταν το μοναχοπαίδι μου. Λάτρευε το ιδιαίτερο χιούμορ: Monty Python, Stephen Colbert. Ήταν πολύ καλή φίλη και έκανε παρέα με τους πάντες από όπου και αν προέρχονταν, κοντά της έβρισκαν καταφύγιο παιδιά τα οποία δεν ήταν δημοφιλή. Πίστευε πως κανένας δεν αξίζει να ζει στο περιθώριο. Ήθελε να πάρει πτυχίο ψυχολογίας, αφού ήθελε να συμβουλεύει ανθρώπους πρόσωπο με πρόσωπο και να τους βοηθά να ξεπερνούν τα προβλήματα τους. Αν ήξερε τον άνθρωπο που την σημάδεψε και την πυροβόλησε, θα είχε προσπαθήσει να γίνουν φίλοι.

Την ημέρα του πυροβολισμού, ήμουν στη δουλειά. Με κάλεσε η σύζυγος του αφεντικού μου να με ενημερώσει για τους πυροβολισμούς στο πανεπιστήμιο. Το μυαλό μου πήγε σε όλα αυτά που σκέφτεται μια μητέρα, έκανα περίεργες σκέψεις όπως το γιατί να βρίσκεται εκείνη την ώρα στην πανεπιστημιούπολη. Έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνα για να την βρω. Τελικά κατάφερα και μίλησα με μια από τις φίλες της, η οποία μας πληροφόρησε ότι  η κόρη μου ήταν σε εκείνη την τάξη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε προς τα εκεί. Σταματήσαμε στο νοσοκομείο και μιλήσαμε με τον πρώτο άνθρωπο που βρήκαμε. Η Ryanne δεν ήταν στη λίστα με τους τραυματίες. Σκέφτηκα, πάλι καλά που δεν είναι χτυπημένη.

Ο αστυνομικός της πανεπιστημιούπολης μας έκανε πολλές ερωτήσεις. Πηγαίναμε πάνω κάτω, γιατί ένα από τα θύματα αγνώστου ταυτότητας είχε τατουάζ. Εγώ έλεγα ότι «η Ryanne δεν έχει τατουάζ» βασικά είχε, εγώ δεν το ήξερα.

Η Ryanne λίγες εβδομάδες μετά θα γίνονταν 20. Για τα γενέθλια της, ο σύζυγος μου και εγώ αποφασίσαμε να πάμε τις στάχτες της στο Όρεγκον, εκεί που έζησε τα πρώτα της χρόνια. Στο δρόμο σταματήσαμε σε όλα εκείνα τα μέρη που την είχαμε πάει ως παιδί, θέλαμε να τα ξαναδούμε. Σκορπίσαμε τις στάχτες της στο Όρεγκον.  Γυρίσαμε πίσω από άλλο δρόμο, μια διαδρομή που δεν είχαμε κάνει ποτέ. Τώρα είμαστε εδώ να πλαστογραφούμε ένα νέο μονοπάτι χωρίς εκείνη.

H Jilian Soto, έχασε την αδερφή της, Victoria

Την τελευταία φορά που είδα την αδερφή μου, είχε επιστρέψει αργά σπίτι από το σχολείο, έτρωγε βραδινό, ένα κλασικό απόγευμα. Ήταν δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, οι αγαπημένες τις γιορτές. Μιλήσαμε για το τι θα είχε πλάκα να κάναμε στις γιορτές φορούσαμε οικογενειακώς τις ίδιες χριστουγεννιάτικες πιτζάμες. Ετοιμαζόμουν να πάω εκδρομή στα χιόνια για σκι εκείνο το βράδυ, έτσι τελείωσα το πακετάρισμα και έτρεξα προς την πόρτα. Δεν είπα αντίο και δεν έκανα καμία δεύτερη σκέψη.

Η αδερφή μου, σκοτώθηκε την επόμενη μέρα, στις 14 Δεκέμβρη του 2012, μέσα σε μια αίθουσα, όταν δίδασκε στο δημοτικό του Newtown, στο Κονέκτικατ. Ήταν 27 χρονών.

Η αδερφή μου, μου δίδαξε τα πάντα, πώς να κάνω πατίνια, τι να φοράω, πώς να ισιώνω τα μαλλιά μου. Μεγάλωσα, θαυμάζοντας τη. Πήγα στο ίδιο κολλέγιο που πήγε και εκείνη, έκανα παρέα με τους φίλους της και δανειζόμουν συνεχώς τα ρούχα της. Ήταν το άτομο που έπαιρνα τηλέφωνο όταν δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω με κάποιο αγόρι.

Στο σπίτι έχουμε μια φωτογραφία της πριν γεννηθώ εγώ, ήταν στην Disney και κοιτούσε τα φλαμίνγκο και μπορούσες να διακρίνεις το δέος στο πρόσωπο της. Ξεκίνησε να συλλέγει φλαμίνγκο, είχε παπλωματωθήκες, φωτογραφίες και βαλσαμωμένα ζώα.

Τον περασμένο Αύγουστο ανοίξαμε το Victoria Soto School, ένα δημοτικό σχολείο , στη γενέτειρα μας στο Stratford, στο Κοννέκτικατ. Υπάρχουν φωτογραφίες με φλαμίνγκο στην κυρίως αίθουσα και το προσωπικό φοράει ροζ πουκάμισα. Τη μέρα του πυροβολισμού, ο κόσμος σταμάτησε και θρήνησε μαζί μας και έπειτα ξεκίνησε την κανονική του πορεία. Αλλά όχι για εμάς. Εμείς απλά είχαμε παγώσει ενώ όλα κινούνταν. Αυτό συμβαίνει όταν χάνεις κάποιον έτσι ξαφνικά και τόσο αναπάντεχα.

Εκείνη η μέρα πήρε τόσα πολλά από μένα- όχι μόνο την αδερφή μου, αλλά την αίσθηση ασφάλειας που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τώρα πρέπει να ξέρω που βρίσκεται η ύπαρξη, τα μέρη που ψάχνω να κρυφτώ είναι πάντα ομάδες με πολύ κόσμο. Το χειρότερο πράγμα μέσα σε όλα αυτά είναι να βλέπω την οικογένεια μου να διαλύεται. Η Vicki ήταν το πρώτο παιδί της μητέρας μου. Η μάνα μου είναι τόσο συντεταμένη, που δεν μπορεί να συνέλθει και εγώ είμαι ανήμπορη να απαλύνω τον πόνο της.

Κάθε φορά που κάποιο άλλο συμβάν με πυροβολισμούς συμβαίνει, αρρωσταίνω. Νιώθω ότι οι τοίχοι με πλακώνουν. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Όταν οι άνθρωποι μου λένε ότι η αδερφή μου βρίσκεται κάπου καλύτερα, θυμώνω. Ήταν ήδη σε ένα καλό μέρος.  Το σχολείο και οι μαθητές –τους μαθητές τους αποκαλούσε παιδιά της- ήταν τα πάντα για εκείνη. Πέθανε προσπαθώντας να κάνει τα πάντα ώστε εκείνα να παραμείνουν ασφαλή.

Τον περασμένο Σεπτέμβρη θα ήταν τα 27 γενέθλια μου, αλλά επέλεξα να μην γιορτάσω το γεγονός ότι γινόμουν 27 γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα έθετα την αδερφή μου εκτός. Στα μάτια μου, είμαι ακόμα 26 και παραλείπω αυτή τη χρονιά μέχρι να φτάσω στα 28. Την ίδια στιγμή, έκανα την επανάσταση μου, εγώ είμαι αυτή που ορίζω τη ζωή μου.

Εγώ ελέγχω την ευτυχία μου. Την παίρνω πίσω. Θα τιμώ τη μνήμη της αδερφής μου κάθε μέρα. Θα χαμογελάω κάθε μέρα γιατί αυτό έκανε και εκείνη. Λάτρευε τη ζωή. Πρέπει να το κάνω για την αδερφή μου, την οικογένεια μου, τον εαυτό μου και επειδή δεν θα αφήσω κανέναν άλλο να κερδίσει αυτή τη μάχη.

Η Reverend Sharon Risher έχασε τη μητέρα της, Ethel, και τα ξαδέρφια της Tywanza and Susie
Την τελευταία που μίλησα στη μαμά μου, συζητήσαμε για τα αγαπημένα μας πράγματα. Σαν μητέρα με τέσσερα κορίτσια, μας έβαζε λακ στα μαλλιά σε ειδικές περιστάσεις, μετά έκρυβε το μπουκάλι γιατί ήμασταν ικανές να ψεκαστούμε ολόκληρες.
΄Τον περασμένο Ιούνιο, με πήρε τηλέφωνο για να μου πει πόσο της άρεσε ένα άρωμα της Μπανάνα ριπάμπλικ και της είπα ότι θα της το πάρω και θα της το στείλω.
Έφτασε στο σπίτι της την επόμενη μέρα από τον θάνατο της.
Η μητέρα μου, η Ethel Lance δέχθηκε ένα φονικό χτύπημα μέσα στην ενορία της στη Νότια Καρολίνα στις 17 Ιουνίου του 2015, ήταν μαζί με τα δύο μου ξαδέρφια τον Tywanza Sanders και τη Susie Jackson.

Η μητέρα μου αγαπούσε την εκκλησία. Ήταν μέλος για πάνω από σαράντα χρόνια. Δούλευε στη συντήρηση του ναού ως καθαρίστρια, για να βοηθήσει την ξαδέρφη μου με τα δίδακτρα του πανεπιστημίου. Είχε τόση όρεξη για δουλειά.
Η ξαδέρφη μου η Susie είναι ένα από τα πιο παλιά μέλη της εκκλησίας. Αν σε έβλεπε να μασάς τσίχλα μέσα στο ναό, θα σου έριχνε ένα αυστηρό βλέμμα. Ο ξαδερφός μου ο Tywanza ήταν ένας νεαρός άνδρας με ένα τεράστιο χαμόγελο και με μια ακόμα μεγαλύτερη καρδιά ήταν πολλά υποσχόμενος άνθρωπος και ότι έκανε, θα το έκανε καλά. Όταν ακούσαμε για τους πυροβολισμούς, αμέσως ούρλιαξα. Σκέφτηκα ότι το να αφαιρούν τη ζωή από τρεις ανθρώπους είναι υπερβολικό. Δεν είναι μόνο θέμα πίστης και επειδή η πίστη μας κάνει ικανούς να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και να συνεχίζουμε να περπατάμε. Η μητέρα μου και εγώ θα μιλούσαμε τρεις με τέσσερεις φορές την εβδομάδα. Θα με καλούσε την Κυριακή να μου πει τα νέα. Σε όλη μου τη ζωή, ο στόχος μου ήταν να κάνω τη μαμά μου υπερήφανη για μένα. Όταν είχα την ευκαιρία να κηρύξω στην ενορία μας, τα ξέχασα όλα και κόλλησα. Είδα τη μαμά μου στην πρώτη σειρά να κλαίει.
Η συγχώρεση έχει τη διαδικασία της. Δεν έχω φτάσει εκει ακόμα. Το να ζω χωρίς τη μάνα μου, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να την πάρω ένα τηλέφωνο, να της ζητήσω να μου μαγειρέψει ή να κοιμηθούμε αγκαλιά όταν πάω σπίτι της. Αλλά ξέρω πως μια μέρα, που θα πάω στον παράδεισο πως θα είναι μια τέλεια μέρα. Θα είναι η μέρα που θα είμαι ξανά με τη μαμά μου.

Η Sandy Phillips έχασε την κόρη της, Jessica

Την τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή της κόρης μου, ήταν αργά και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ήταν σε ένα σινεμά στο Κολοράντο με τον κολλητό της. Ήταν στην μεταμεσονύχτια προβολή του Batman: The Dark Knight Rises. Σχεδίαζα να την επισκεφθώ την επόμενη εβδομάδα και μου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε «ανυπομονώ να σε δω, χρειάζομαι τη μαμά μου. Και εγώ της απάντησα «και εγώ χρειάζομαι την κορούλα μου»

Σε λιγότερα από 40 λεπτά μετά, είχε δεχθεί 6 σφαίρες. Μια σφαίρα, άνοιξε μια τρύπα πέντε ίντσες στο κρανίο της . Αυτό έγινε στις 20 Ιουλίου του 2012. Για μένα είναι σαν να έγινε χθες. Η κόρη μου η Jessica Redfield Ghawi ήταν 24 χρονών. Της είχε μείνει ένα εξάμηνο για να ολοκληρώσει της σπουδές της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ήθελε να γίνει αθλητικογράφος και ήταν αποφασισμένη και ακούραστη. Οι άνδρες του χώρου τη σέβονταν. Βασικά ένας από αυτός, που ήταν και κάπως στραβόξυλο, μου είπε πως το πάθος της Jess τον ξανάνιωσε, ήταν σαν φως που έμπαινε στην αίθουσα σύνταξης. Είχε σκοπό να πάει σε μια συνέντευξη για δουλειά στις 21 Ιουλίου.

Κατά την διάρκεια των πυροβολισμών , ο καλύτερος της φίλος με πήρε από την αίθουσα προβολής της ταινίας. Δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε από τα ουρλιαχτά, τον ρώτησα που είναι η Jessi και εκείνος μου είπε, «λυπάμαι». Όταν συνειδητοποίησα ότι είχε πεθάνει νομίζω πως άρχισα να ωρύομαι, αν και δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πολλά μετά από αυτό. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως όταν κάποιος πυροβολείται η αδρεναλίνη του εκτοξεύεται και δεν συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Αλλά η Jessi ήξερε. Η πρώτη σφαίρα τη χτύπησε στο πόδι και έπεσε κάτω φωνάζοντας «με χτύπησε».  Η σφαίρα μπήκε από το ένα πόδι και βγήκε από το άλλο. Ενώ σωριάζονταν δέχθηκε άλλους τρεις πυροβολισμούς στην κοιλιά.  Η κλείδα της καταστράφηκε, ούρλιαζε κάποιος να καλέσει ασθενοφόρο, έπειτα έφαγε μια σφαίρα στο κεφάλι. Αυτά που σου λείπουν περισσότερο είναι τα μικρά πράγματα. Μου λείπουν οι φωτογραφίες που μου έστελνε ενώ δοκίμαζε ρούχα, ή όταν με ρωτούσε για το πώς να κόψει τα μαλλιά της. Μου λείπε ο τρόπος που κουνούσε τα μαλλιά της και ο ήχος από τα τακούνια της όταν έμπαινε στο σπίτι, ο τρόπος που γελούσε, γελούσε με την καρδιά της. Αυτές της οι λεπτομέρειες.

Έξι εβδομάδες πριν τους πυροβολισμούς που της στοίχησαν τη ζωή, η Jessi ήταν  παρούσα σε μια ακόμα επίθεση πυροβολισμών σε ένα εμπορικό κέντρο στο Τορόντο. Οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν δύο λεπτά αφότου εκείνη άφησε την περιοχή με το αγόρι της. Την επηρέασε πολύ. Γύρισε σπίτι και έγραψε στο μπλογκ της « κάθε δευτερόλεπτο και κάθε μέρα είναι δώρο».

Η Ali Breaux έχασε την αδερφή της, Mayci

Την τελευταία φορά που είδα την αδερφή μου ήταν σπίτι και είχε έρθει για να δει την οικογένεια μας. Ήταν 21 και σπούδαζε ραδιολογία στο κολέγιο. Εγώ ήμουν 15, και ετοιμαζόμουν να δώσω για δίπλωμα οδήγησης, και εκείνη υποτίθεται ότι θα με συνόδευε. Φοβόνταν να μπει στο αυτοκίνητο μαζί μου, δεν την κατηγορώ. Ο πατέρας μου επέμενε. Πραγματικά εύχομαι να είχα περισσότερο χρόνο μαζί τους.

Η αδερφή μου η , Mayci Breaux, έπεσε θύμα πυροβολισμών τέσσερις μέρες μετά, στις 23 Ιουλίου του 2015. Πέθανε ενώ παρακολουθούσε το Trainwreck στο σινεμά Lafayette στη Λουιζιάνα.

Η Mayci ήταν πάντα δίπλα μου να με συμβουλεύει. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι τα πράγματα που αρχικά δείχνουν τεράστια, αλλά στην πραγματικότητα είναι αρκετά μικρά. Θα έλεγε «είναι απλά η φάση του λυκείου, δεν είναι κάτι σημαντικό.» δεν θα με συμβούλευε ποτέ να αισθανθώ άσχημα για τον ευατό μου. Με έκανε να συνειδητοποιήσω: Αν απλά κάθεσαι και νιώθεις άσχημα για τον εαυτό σου δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Με βοήθησε να δω τη μεγάλη εικόνα, με διαμόρφωσε.

Με έκανε επίσης να γελάω. Μεγαλώσαμε σε μια πόλη της Λουιζιάνα, το Φρανκλιν, καβαλούσαμε γουρούνες και πηδάγαμε σε τραμπολίνο. Και οι δύο μας λατρεύαμε το χορό και κάναμε μπαλέτο, χιπ χοπ και τζαζ. Είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία στο χιπ χοπ.

Τη μέρα που τη σκότωσαν εγώ πήγαινα σε ένα convention χορού στη Νέα Υόρκη. Χόρευα όταν ξαφνικά ένιωσα έναν τεράστιο πόνο στο λαιμό μου. Συνέχισα να χορεύω, όπως κάνουν οι χορευτές. Αργότερα, έμαθα ότι τη στιγμή που με έπιασε εκείνος ο ξαφνικός πόνος η αδερφή μου δέχονταν θανατηφόρα χτυπήματα.

Ήμουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου εκείνο το βράδυ όταν η μαμά μου εισέβαλλε μέσα στο δωμάτιο μου ουρλιάζοντας. Μου είπε πως η αδερφή μου και το αγόρι της είχαν φάει σφαίρες. Εκεί σοκαρίστηκα. Εκεί άρχισα να λέω ξανά και ξανά, «θέε μου μην την παίρνεις»  δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνη.

Αργότερα εκείνη τη νύχτα μάθαμε ότι τη χάσαμε. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είχα μείνει ακίνητη μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Τότε συνειδητοποίησα πως ό,τι ήξερα μέχρι τώρα είχε απλά χαθεί, όπως το να γυρνάς Παρασκευή βράδυ και εκείνη δεν θα είναι εκεί για να μιλήσουμε μέχρι αργά. Αυτό με έκανε να τα χάσω τελείως.

Ο Matthew, το αγόρι της, δέχθηκε και εκείνος σφαίρες, αλλά επιβίωσε. Μου είπε πως το βράδυ πριν το συμβάν, έβλεπαν μια ταινία και η Mayci γελούσε τόσο που ενώ το αστείο είχε περάσει εκείνη συνέχιζε να γελάει δυνατά, αυτή ήταν η τελευταία ανάμνησή του από εκείνη.

Όταν επέστρεψα στο σχολείο, ένιωθα πως όλοι με κοιτούσαν. Θύμιζα συνεχώς στον εαυτό μου ότι κανείς δεν ξέρει πως νιώθω. Έπρεπε να συνεχίσω να προχωράω αφού δεν υπήρχε και τίποτα άλλο να κάνω. Έκανα αστεία με τους φίλους μου, γιατί αυτό συνήθιζα να κάνω. Αφού και η αδερφή μου ήταν πραγματικά αστεία, δεν ένιωσα ποτέ καμία ενοχή για το γεγονός ότι γελάω, γιατί θα ήθελε να είμαι ο εαυτός μου.

Είχα τόσες πολλές στιγμές με την Mayci. Αλλά αν έπρεπε να της πω κάτι τώρα, θα την ευχαριστούσα. Αν δεν ήταν αυτή, δεν θα ήμουν τόσο δυνατή.

Η Jenna Yuille έχασε τη μαμά της, Cindy

Την τελευταία φορά που είδα τη μαμά μου, ήταν ενώ διέσχιζε τη χώρα για να κάνει σκι με τον σύζυγο της κοντά στο Mount Hood στο Όρεγκον. Ήταν δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα , πήραμε ένα μπουκάλι σαμπάνιας και το κρύψαμε σε έναν λάκκο, κοντά σε ένα δέντρο, πάνω στο βουνό. Το σχέδιο μας ήταν να το εμφανίσουμε την πρωτοχρονιά.

Μια εβδομάδα αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου του 2012, η μητέρα μου, Cindy Yuille, την πυροβόλησαν και άφησε την τελευταία της πνοή στο εμπορικό κέντρο Clackamas Town Center στο Πόρτλαντ, στο Όρεγκον.

Η μητέρα μου δεν ήταν από τους ανθρώπους που πηγαίνουν στα εμπορικά. Ήταν μια καθαρόαιμη χίπισσα, λάτρευε την κηπουρική και το να είναι κοντά στη φύση. Είχε ένα backpack και κατασκήνωνε στα χιόνια, λάτρευε την αναρρίχηση. Νοιάζονταν για τον πλανήτη. Ήθελε να σώσει τα δέντρα, έφτιαχνε με τα ρούχα της περιτυλίγματα για τα δώρα, αντί να χρησιμοποιεί κλασικό χαρτί. Δούλευε ως οικιακή νοσοκόμα, δηλαδή πήγαινε και φρόντιζε ανθρώπους στα σπίτια τους μέχρι να πεθάνουν.

Σε αυτή την τελευταία εκδρομή στα χιόνια, με ρώτησε αν θα πήγαινα στο εμπορικό για να αγοράσω ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Είπα όχι. Ήμουν 23 χρονών, ήμουν απασχολημένη και δεν είχα όρεξη να μπω στη διαδικασία. Γύρισα σπίτι μετά τη δουλειά εκείνη τη Δευτέρα και ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι ήταν έξω από την πόρτα μου με ένα κουτί γεμάτο λαμπιόνια. Ήταν μια από τις ευγενικές και γλυκές χειρονομίες της. Την πήρα τηλέφωνο για να την ευχαριστήσω. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που της μίλησα.  Την επόμενη μέρα με πήρε εκείνη τηλέφωνο αλλά δεν το σήκωσα γιατί ήμουν στη δουλειά. Δεν μου άφησε μήνυμα πράγμα που δεν ήταν συνηθισμένο. Την πήρα τηλέφωνο μετά από λίγο αλλά δεν απάντησε. Οι πυροβολισμοί έπεσαν εκείνο το απόγευμα. Ακόμα αναρωτιέμαι αν με πήρε για εκείνο το Γκι, ή γιατί με έπαιρνε.

Είδα τα νέα για τους πυροβολισμούς  από το Τουίτερ ενώ ήμου στη δουλειά. Κάλεσα τη μαμά μου. Δεν κάνω συχνά τέτοιες κινήσεις, αλλά ήθελα να τσεκάρω. Δεν απάντησε. Πήρα στο σπίτι και ρώτησα τον σύζυγο της, τον Robert, αν ήξερε που βρίσκονταν . Εκείνος μου είπε πως η μάνα μου είχε πάει για ψώνια. Ήταν δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, έτσι έβγαζε νόημα το ότι βρίσκονταν στο εμπορικό κέντρο. Αλλα, σκέφτηκα, θα είναι μάλλον καλά. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που βρίσκονταν στο σημείο. Ποιες ήταν οι πιθανότητες; Ποτέ δεν περιμένεις ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί στη δική σου οικογένεια. Μου πήρε ένα χρόνο να το συνειδητοποιήσω και να πιστέψω πως ήταν αλήθεια. Τις πρώτες εβδομάδες μετά τους πυροβολισμούς το κουτί αλληλογραφίας μας γέμισε με κάρτες από τις οικογένειες των ανθρώπων που πρόσεχε. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι τόσοι άνθρωποι την αγάπησαν.

Στο τέλος, εγώ ο μικρός μου αδερφός και ο Robert πήγαμε να βρούμε το δέντρο και να ξετρυπώσουμε το μπουκάλι με τη σαμπάνια. Πήγαμε στο βουνό, σε εκείνο το σημείο που είχαμε βρεθεί για τελευταία φορά όλοι μαζί με τη μαμά μου, στο σημείο που είχαμε θάψει το μπουκάλι. Προσπαθήσαμε να το ξεθάψουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Το χιόνι ήταν πάρα πολύ και εμείς το είχαμε θάψει πολύ βαθιά.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below