Είχα τελειώσει την Τρίτη Λυκείου. Όλο το χρόνο η κολλητή μου η Ντενίζ έκανε όνειρα και σχέδια για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Εγώ απλά άκουγα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου το που θα πάμε. Ώσπου ήρθε η ώρα να μου ανακοινώσει τι είχε αποφασίσει: «Θα πάμε στην Πάρο. Θα καθίσουμε 15 μέρες και θα μείνουμε σε camping» μου είπε. Με την Πάρο δεν είχα κανένα πρόβλημα. Με τις 15 μέρες ήμουν απολύτως σύμφωνη. Με το camping έκανα γκριμάτσα. «Γιατί να πάμε σε καταυλισμό, Ντενίζ; Έχουμε τα χρήματα να μείνουμε σε ξενοδοχείο» τη ρώτησα. «Γιατί στα camping πάνε τα cool αγόρια, ρε χαζή. #badass, μάγκες, όχι σαν τους φλώρους από τα Ιδιωτικά σχολεία που τρώμε στη μάπα όλο το χρόνο» μου απάντησε. Μέσα στη Ντενίζ είχε ξυπνήσει η Λαίδη κι ο Αλήτης. Ήξερα πως θα υπέφερα στο camping, αλλά τι να έκανα, ήταν ανένδοτη.
Φτάνοντας στο camping συνειδητοποίησα το λάθος μου, αλλά ήταν πλέον αργά. Δεν ξέραμε ούτε να ανοίξουμε τη σκηνή (ευτυχώς προθυμοποιήθηκαν να μας τη στήσουν κιόλας, οφείλω να αναγνωρίσω πως υπήρχε αλληλεγγύη και βοήθεια ), έπρεπε να χρησιμοποιούμε κοινές τουαλέτες, κοινά ντους και τελοσπάντων να υιοθετήσουμε τη χίπικη ζωή του κοινοβίου και της επιστροφής στη φύση. Κυκλοφορούσαν διάφορα έντομα, ζωύφια, ερπετά, χώματα έμπαιναν στη σκηνή, είχε μέρα νύχτα φασαρία, κι άλλα τέτοια ενοχλητικά πράγματα. Η σκηνή έβραζε το πρωί, όλα τα καλλυντικά μου έλιωναν κι εγώ μαζί τους από τη ζέστη, δεν μπορούσα ούτε τα παπούτσια μου να αφήσω έξω γιατί εξαφανίζονταν. Ζούσα ένα μαρτύριο. Η Ντενίζ από την άλλη ήταν τρισευτυχισμένη. Έκανε παρέα με όποιον υπήρχε και δεν υπήρχε στον camping και φλέρταρε ακούραστα.
Το χειρότερο όμως που είχα να αντιμετωπίσω ήταν απέναντί μου. Μια σκηνή που είχε πάνω της σημαίες του Ολυμπιακού, κασσετόφωνα που έπαιζαν όλη μέρα στη διαπασών psychedelic trance και έναν τύπο, που πρέπει όσο έμενε εκεί πέρα να είχε κάνει σεξ με ότι θηλυκό κυκλοφορούσε σε ολόκληρο το νησί. Είχε γίνει πρώτο όνομα. Κόντευα να πάθω αποπνιξία από τα τσελέμια που έκαιγε όλη μέρα, σκόνταφτα πάνω στα μπουκάλια από τις μπίρες που μαζεύονταν βουνό τριγύρω, και αγόρασα ωτασπίδες για να μην ακούω τα ουρλιαχτά καθεμιάς που κουβαλούσε κάθε μέρα και κάθε νύχτα στη σκηνή. Άσε εκείνα τα ζάρια, αυτός ο άνθρωπος, όσο δεν έκανε σεξ, έπαιζε τάβλι. Πρωταθλητισμός και στα δυο. Τον είχα στην μπούκα αλλά δεν μπορούσα να του πω και κουβέντα. Camping άλλωστε και παιδιά του λαού. Έβγαινα από τη σκηνή μου, τον στραβοκοίταζα και αποχωρούσα με τη μύτη ψηλά.
Ένα πρωί αφού είχα χαθεί με τη Ντενίζ μέσα στο club γυρνούσα στη σκηνή απελπισμένη, ευελπιστώντας τουλάχιστον να κοιμηθώ. Καθώς πλησίαζα, έβλεπα τη σκηνή μας να κουνιέται. Σκέφτομαι ότι συνήθως κουνιέται η σκηνή του γαύρου απέναντι, μήπως είχα παραισθήσεις; Όταν έφτασα κοντά, συνειδητοποίησα πως κουνιόταν η δική μας σκηνή, από μέσα η Ντενίζ αναστέναζε και κάποιος της μιλούσε Ιταλικά. Ιταλικά δεν ήξερα αλλά πάνω κάτω φαντάστηκα τι της έλεγε. Αγγλικά, Γαλλικά τα ‘μαθα, Ιταλικά ποτέ. Ο απέναντι με κοιτούσε και χαζογελούσε. « Η φίλη σου την περνάει κούτρα…» Του έριξα ένα νευριασμένο βλέμμα. Φώναξα στην Ντενίζ. Τίποτα. Αναστέναζε. Ο γείτονας γελούσε και με εκνεύριζε. Νύσταζα και είχα πάθει παράκρουση. Της φώναξα τόσο δυνατά που ο Ιταλός σταμάτησε τα πους απς και η Ντενίζ μου είπε να φύγω, και να ξανάρθω σε κάνα δίωρο. Και πού θα πήγαινα για ένα δίωρο στις 7 το πρωί, Ντενίζ; O απέναντι το διασκέδαζε με την ψυχή του. «Έλα να κοιμηθείς εδώ» μου είπε. «Δε θέλω να κολλήσω αφροδίσια νοσήματα από τα βρωμοσέντονά σου» του απάντησα. «Καλά.Αν αλλάξεις πάντως γνώμη, εδώ είσαι ευπρόσδεκτη». Τι μεγαλοψυχία! Σκέφτηκα. Έμεινα άυπνη μέχρι τις δέκα και μισή που η Ντενίζ αποφάσισε να σταματήσει το μαραθώνιο με τον Ιταλό. Καθόμουν σε ένα πεζούλι ημιλιπόθυμη, με το make up να έχει λιώσει στα μούτρα μου , έμοιαζα με κλόουν και πεινούσα σαν λύκος. Εκείνη την ημέρα μάλωσα άγρια με την Ντενίζ. «Άλλη φορά να πηγαίνεις αλλού να κάνεις τα κόλπα σου. Δεν γίνεται να το ξαναπεράσω αυτό», της είπα.
Ήταν βράδυ Σαββάτου κι ήμασταν μέσα σε ένα μαγαζί που είχε κι ένα γελοίο όνομα, όνομα ζαρζαβατικού. Φορούσα ένα άσπρο κολάν και χόρευα ανέμελη. Ξαφνικά με πλησιάζει ο αχώνευτος γείτονας. «Το ήξερα πως καταβάθος είσαι Ολυμπιακάρα» μου λέει. «Ούτε κατά βάθος ούτε κατά πλάτος ούτε κατά ύψος» του απάντησα. «Από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;» τον ρώτησα. «Βλέπω τόση ώρα που χορεύεις, το κόκκινο εσώρουχο που φοράς». Πάγωσα. Πώς ήξερε αυτός ο κάφρος ότι φόραγα κόκκινο εσώρουχο; «Έχει black light το μαγαζί, κοπελιά, και διαφανίζει το λευκό κολάν σου…» Mου ήρθε ταμπλάς. Ένιωσα ντροπή, όχι ακριβώς επειδή φαινόταν το εσώρουχό μου, αλλά επειδή το είχε δει αυτός. Έτρεξα στην τουαλέτα. Τι να έκανα; Να το έβγαζα τελείως; Aποκλείεται. Να έφευγα από το μαγαζί; Να καθόμουν σε καμία σκοτεινή γωνία και να μην ξανασηκωνόμουν μέχρι το πρωί; Εκατό σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου.
Eκεί που σκεφτόμουν δεν πρόσεξα έναν μεθυσμένο τουρίστα που είχε μπει στις γυναικείες τουαλέτες. «Τhis is the Ladies Room, go out please» του είπα. Δεν είχε κάνει λάθος. Επίτηδες ήρθε εκεί. Με πλησίασε και με στρίμωξε στο νιπτήρα. Φοβήθηκα πολύ και τον έσπρωξα πίσω. Άρχισα να του φωνάζω και προσπάθησα να τον κάνω πέρα να βγω έξω. Μου έπιασε το χέρι και μου το γύρισε τόσο πολύ που νόμιζα πως θα σπάσει. Έβγαλα μια κραυγή πόνου τόσο δυνατή και είχα καταλάβει πως βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Με τράβηξε προς το εσωτερικό της τουαλέτας, γλίστραγε και δεν μπορούσε να με κουμαντάρει εύκολα, του έχωσα μια κλοτσιά ανάμεσα στα πόδια αλλά δεν τον πέτυχα καλά και με έπιασε από το λαιμό. Πνιγόμουν. Νόμιζα πως όλα είχαν τελειώσει. Άνοιξε η πόρτα. Για πότε ο τουρίστας είχε γίνει μπαούλο από το ξύλο, οι τοίχοι είχαν γεμίσει αίματα, τα ρούχα του είχαν σκιστεί και είχε μείνει μόνο με το σώβρακο, ούτε που το κατάλαβα. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Ο σωτήρας μου με πήρε αγκαλιά και με έβγαλε έξω από το μαγαζί. Λιποθύμησα.
Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, ήμουν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί τριγύρω, αστυνομία, δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Άνοιξα καλά τα μάτια μου, ξεκαθάρισε το βλέμμα μο και κατάλαβα πως ήμουν στην αγκαλιά του …γείτονα! Αυτός με είχε σώσει; Aυτός είχε προλάβει το κακό που πήγε να με βρει από τον άγνωστο που πήγε να με βιάσει στην τουαλέτα; Aυτός.
«Πώς νιώθεις; Έχεις μερικά χτυπήματα, πρέπει να πάμε στο κέντρο υγείας να σε περιποιηθούν» μου είπε. «Ευχαριστώ» ψέλλισα. Η Ντενίζ -κάπου εκεί τριγύρω την άκουγα να τσιρίζει- είχε πάθει νευρικό κλονισμό. «Άσε θα την πάω εγώ στο κέντρο υγείας. Μείνε εσύ. Θα την αναστατώσεις περισσότερο» τον άκουσα να της λέει. Βρεθήκαμε στο νοσοκομείο. Δεν πονούσε το σώμα μου. Πονούσε η ψυχή μου κι έκλαιγα. «Με λένε Άρη» μου λέει. « Εμένα» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου. «Έλενα, ξέρω» μου απαντάει. «Ηρέμησε όσο μπορείς. Κανείς δε θα σε πειράξει τώρα. Είσαι ασφαλής και ευτυχώς γλιτώσαμε τα χειρότερα».’Επεσα για ύπνο.
Όταν ξύπνησα, ήταν εκεί δίπλα μου, μαζί με την Ντενίζ και κάτι άλλους φίλους. «Μπορούμε να φύγουμε από δω μέσα;» ρώτησα. Αφού συννενοήθηκαν με τους γιατρούς, φύγαμε. «Θα σε πάω στη σκηνή σου να ξεκουραστείς.» «Όχι. Δε θέλω. Θέλω να με πας στην παραλία , να κοιτάω τη θάλασσα και να με αφήσεις εκεί». Με πήγε σε μία από τις ωραιότερες παραλίες που είχα δει στη ζωή μου. Δεν ήξερα καν πως υπήρχε αυτή η παραλία στην Πάρο. Έμεινε μαζί μου, καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο και έκλαιγα ασταμάτητα χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Όταν πια άδειασα ό,τι είχα μέσα μου από δάκρυα, τον παρακάλεσα να με πάει στο camping. Με έβαλε στη σκηνή μου και μου είπε, «Ότι χρειαστείς, εδώ θα είμαι απέξω».Οι μέρες περνούσαν και με τον Άρη κάναμε παρέα. Ήταν πάντα καλός μαζί μου. Παίζαμε στις νεροτσουλήθρες, πηγαίναμε σε πάρτι με τη μηχανή του, έκανε bunjee jumping και τον κοιτούσα ενθουσιασμένη, χορεύαμε, τρώγαμε τεράστια παγωτά και πίναμε ποτά που από πάνω έπαιρναν φωτιά, παίζαμε τάβλι κι έχανα στο πλακωτό, αλλά κέρδιζα στις πόρτες, τελικά οι διακοπές μου με την Ντενίζ εξελίχθηκαν σε διακοπές με τον Άρη. Προσπαθούσε πολύ να με βοηθήσει, να με κάνει να ξεχαστώ και να γελάω.
Οι διακοπές τελείωσαν κι έπρεπε να φύγουμε από το νησί. Τα καράβια πατητά. Όλοι στο κατάστρωμα κι εκεί στριμωγμένοι. Τη νύχτα έκανε πάρα πολύ κρύο, είχα ξυλιάσει δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Άνοιξε το sleeping bag του και μου είπε «Μπες μέσα. Εγώ δεν κρυώνω». Έλεγε ψέματα. Αποκλείεται να μην κρύωνε. Μπήκα. Τον έβλεπα κουκουλωμένο να καπνίζει και να έχει τυλιχτεί με το φούτερ φορώντας και την κουκούλα του. « Άρη», του φώναξα. «Έλα μέσα στον υπνόσακο, θα κρυώσεις». «Όχι σου λέω. Είμαι καλά. Αντέχω. Κοιμήσου εσύ». Ο υπνόσακος ήταν μονός και ξέραμε καλά και οι δύο πως αν μπαίναμε μαζί θα έπρεπε να ήμασταν τουλάχιστον σφιχτά αγκαλιασμένοι για να χωρέσουμε. «Άρη, δεν υπάρχει πρόβλημα, έλα μέσα. Ξέρω ότι είσαι φίλος μου και με σέβεσαι. Δε θέλω να σε βλέπω να τουρτουρίζεις». Ήρθε μαζί μου στο sleeping bag ξαπλώσαμε πάνω στο κιβώτιο με τα σωσίβια που έκοβε και λίγο ο αέρας. Είχα κουλουριαστεί και με κρατούσε αγκαλιά. Πριν μας πάρει ο ύπνος, μου είπε «Τα μαλλιά σου έχουν το πιο ωραίο άρωμα που έχω ποτέ μυρίσει».
Φτάνοντας στον Πειραιά, ξυπνήσαμε από την κόρνα του πλοίου. Είχε χαράξει. Ετοιμαστήκαμε να κατέβουμε. «Θες να ξαναβρεθούμε στην Αθήνα;» με ρώτησε. «Ναι, φυσικά», του απάντησα. «Έχεις το κινητό μου κι αν θέλεις πάρε με» μου είπε. Το έγραψα στο δικό μου. Κατεβαίνοντας από το πλοίο, είδα τη μαμά μου από μακριά να με περιμένει με το αυτοκίνητο. Είχε έρθει να πάρει εμένα και την Ντενίζ. Eκείνος ήταν στη μηχανή και περίμενε στην ουρά με τα οχήματα για να κατέβει. Φιληθήκαμε στο μάγουλο και χαιρετηθήκαμε, πήγαινε στα Ταμπούρια μου είπε, εκεί έμενε. Ούτε ήξερα πού ήταν ούτε είχα πάει ποτέ. Αυτό που έμαθα, ήταν ότι ο άνθρωπος που αντιπάθησα με την πρώτη ματιά, στη συνέχεια μου είχε σώσει τη ζωή και έγινε ο προσωπικός μου ήρωας.