Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς διανύει τη φετινή τηλεοπτική και θεατρική σεζόν τρέχοντας από γύρισμα σε παράσταση. Από τα στούντιο όπου γυρίζονται οι “Πανθέοι” στις σκηνές των θεάτρων “Δημήτρης Χορν” και “Ακροπόλ”, όπου παίζονται η “Φιλουμένα Μαρτουράνο” και η “Απλή Μετάβαση”, αντίστοιχα. Αλλά και στο σπίτι του δεν ησυχάζει στιγμή. Εκεί τρέχει πίσω από το γιο του, τον Ερμή, που μόλις ένα μήνα πριν συμπλήρωσε τα δύο. «Καλύτερα από γυμναστήριο», σχολιάζει ο ίδιος.
Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και είναι πολύ γνώριμος στο τηλεοπτικό κοινό από σειρές όπως «Η Τούρτα της Μαμάς», «Η γενιά των 592€», «Μαίρη Μαίρη Μαίρη» και «Χαιρέτα μου τον Πλάτανο», μεταξύ άλλων. Είναι παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό Ελευθερία Κοντογεώργη και έχουν έναν γιο, τον Ερμή. Τη σεζόν που διανύουμε, εκτός από την τηλεόραση, τον βλέπουμε σε δύο μεγάλες θεατρικές επιτυχίες που συνεχίζονται.
Με τους ήρωες που υποδύεσαι φέτος μπαινοβγαίνει στις εποχές. Τα Δευτερότριτα η “Απλή Μετάβαση” διαδραματίζεται μόλις την προηγούμενη δεκαετία, στο αποκορύφωμα της κρίσης, αλλά η “Φιλουμένα” σε πάει πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ενώ οι “Πανθέοι” σε γυρίζουν δύο δεκαετίες ακόμη πιο πίσω, στις αρχές του αιώνα. Τρεις εποχές στα πόδια σου. Ποια είναι η αγαπημένη σου;
Μου αρέσει η εποχή των “Πανθέων”. Είναι η πρώτη φορά που κάνω σίριαλ εποχής. Μου κάνει φοβερή εντύπωση το στυλ στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μου αρέσει πολύ αυτό το ύφος δανδή που έχουν οι άνδρες εκείνης της εποχής. Όλα με ενθουσιάζουν, το ντύσιμο, τα μαλλιά τους.
Ο χαρακτήρας στους “Πανθέους” είναι ένας ιδεαλιστής;
Είναι κομμουνιστής. Έχει ένα βιβλιοπωλείο-παλαιοπωλείο κάτω από το οποίο κρύβει το παράνομο τυπογραφείο όπου τυπώνει τις προκηρύξεις του. Και είναι ο κολλητός φίλος του Κίτσου και ο μόνος που τον συμβουλεύει τι να κάνει κάθε φορά.
Η “Απλή Μετάβαση” θα μπορούσε άνετα να γίνει μία παράσταση που παίζεται για χρόνια γιατί δεν υπάρχει κάποιος που δεν θα ταυτιστεί με μία από τις ιστορίες των ηρώων.
Και στη “Φιλουμένα Μαρτουράνο” είσαι ο έμπιστος του αφεντικού;
Ναι, ο Αλφρέντο, το δεξί χέρι του Ντομένικο Σοριάνο στη Νάπολι του 1950. Οτιδήποτε κάνει, το κάνει μαζί του. Είμαστε ομάδα μέσα στο σπίτι. Η άλλη ομάδα είναι η Φιλουμένα με τις υπηρέτριές της.
Θα έλεγες ότι είναι ένας φύλακας των αξιών μίας άλλης εποχής, αξιών που διέπουν τις σχέσεις των δύο φύλων;
Ο Αλφρέντο είναι ένας εξαιρετικός εκπαιδευτής αλόγων που δεν κάνει πια αυτή τη δουλειά, αλλά παραμένει στη δούλεψη του Σοριάνο. Ας πούμε πως ναι, με έναν τρόπο είναι θεματοφύλακας κάποιων παλιών αξιών, αν και όπως διαπιστώνει όποιος βλέπει την παράσταση, μπορεί να είναι ένας χαρακτήρας που κρύβει κάποιες εκπλήξεις.
Και φτάνουμε στον Γιώργο στην “Απλή Μετάβαση”: ένας Έλληνας που ζει στο εξωτερικό στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Σου είναι οικείος αυτός ο τύπος;
Ο Γιώργος είναι οικονομικός μετανάστης, ένας σαραντάρης που έχει φύγει είκοσι χρόνια πριν από τη στιγμή που τον συναντάμε για την Αγγλία, έχει τη δική του οικογένεια και το δικό του μαγαζί εκεί. Είναι κάποιος που τα κατάφερε εκεί. Πηγαινοέρχεται όμως στην Ελλάδα με κάθε ευκαιρία γιατί του λείπει. Έχει τους γονείς του εδώ, αλλά αυτό είναι μόνο η αφορμή. Θέλει κάποια στιγμή να γυρίσει με το παιδί του στην Ελλάδα, να μη ριζώσει στην Αγγλία… Με κάποιο τρόπο μου είναι όντως οικείος.
Μου αρέσει η εποχή των “Πανθέων”. Είναι η πρώτη φορά που κάνω σίριαλ εποχής. Μου κάνει φοβερή εντύπωση το στυλ στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μου αρέσει πολύ αυτό το ύφος δανδή που έχουν οι άνδρες εκείνης της εποχής. Όλα με ενθουσιάζουν, το ντύσιμο, τα μαλλιά τους.
Ανέλαβες αυτό το ρόλο μερικά χρόνια πριν, στο πρώτο ανέβασμα του έργου στο Εθνικό θέατρο. Έπαιζες τον πατέρα, αλλά δεν ήσουν ακόμη μπαμπάς. Νιώθεις διαφορετικά όταν υποδύεσαι τον Γιώργο πλέον, με τον Ερμή στη ζωή σου;
Εντελώς, καμία σχέση με πριν. Όταν δεν έχεις δικό σου παιδί, παίζεις με ό,τι έχεις καταλάβει από τους άλλους, τριγύρω. Όταν όμως κάνεις παιδί, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Τώρα η σχέση με τον ήρωά μου είναι διαφορετική. Μέσα στην παράσταση είναι πιο στοχευμένα τα πράγματα μέσα μου γιατί τώρα τα βιώνω διαφορετικά.
Με τι σκέψεις προσέγγισες την Απλή Μετάβαση πέντε χρόνια μετά;
Η παράσταση πήγε να ξαναγίνει άλλες δύο φορές, αλλά έβγαιναν κάθε φορά εμπόδια στη μέση μέχρι να καταφέρει να βρει ξανά το δρόμο της στη σκηνή το φθινόπωρο του 2023 με τέσσερις διαφορετικούς ηθοποιούς σε σχέση με το αρχικό καστ. Θα δεις άλλη παράσταση, όχι μόνο εξαιτίας των διαφορετικών ηθοποιών αλλά και άλλων λεπτομερειών στο χώρο, που είναι διαφορετικός. Νομίζω πως εδώ, στο θέατρο “Ακροπόλ”, η παράσταση βρήκε το χώρο της. Δεν είναι μιούζικαλ δωματίου, θέλει την άπλα του.
Ποια είναι η αγαπημένη σου στιγμή στην “Απλή Μετάβαση”;
Είναι οι σκηνές μάνας και κόρης. Το τραγούδι τους με συγκινεί πάρα πολύ κάθε φορά που το βλέπω. Το λένε βέβαια εξαιρετικά η Χαρά Κεφαλά με την (δεκαεξάχρονη, παρακαλώ) Πέγκυ Μανωλά.
Υπάρχει μία ατάκα που τη λες στην παράσταση και τη λες και στη ζωή;
Οι ατάκες που χρησιμοποιώ έχουν καθαρά να κάνουν με τη μετανάστευση και το παιδί. Σίγουρα έχω πει κάποια στιγμή ότι «το μόνο που σου μένει όταν χάνεις τη σιγουριά σου από κάτι, είναι να ρισκάρεις».
Πολλοί χαρακτηρίζουν την “Απλή Μετάβαση” παράσταση- ορόσημο για το ελληνικό θέατρο: ένα ελληνικό μιούζικαλ με σύγχρονο θέμα. Νιώθεις κι εσύ έτσι;
Επειδή δυστυχώς δεν είμαι γνώστης του αντικειμένου «μιούζικαλ», είναι μεγάλη κουβέντα για να την πω εγώ, αλλά αφού το λες, το πιστεύω. Μπορώ να πω ότι δεν έχει ξαναγίνει τέτοια προσέλευση. Ελπίζω να μην ακουστεί υπερβολικό αν πω ότι αυτή η δουλειά θα μπορούσε άνετα να γίνει μία παράσταση που παίζεται για χρόνια γιατί δεν υπάρχει κάποιος που δεν θα ταυτιστεί με μία από τις ιστορίες των ηρώων.
Σίγουρα, γιατί εδώ και δεκαετίες φεύγουν οι Έλληνες οικονομικοί μετανάστες στην Ευρώπη -παλιότερα στη Γερμανία, κυρίως- και στην Αυστραλία. Σχεδόν όλοι μας έχουμε φίλους και συγγενείς μετανάστες στο εξωτερικό. Όμως ο ήρωάς σου διαφέρει από τους υπόλοιπους που συναντάμε στις αναχωρήσεις του Ελευθέριος Βενιζέλος. Πώς;
Ο Γιώργος διαφέρει γιατί δεν φεύγει από την Ελλάδα, επιστρέφει στο σπίτι του στην Αγγλία. Αυτό που θέλει όμως είναι να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα. Και η αλήθεια είναι ότι, εκτός από τη μικρή, που φεύγει για σπουδές, όλοι να επιστρέψουν θέλουν, δεν θέλουν να φύγουν, φεύγουν αναγκαστικά. Έχουμε ακόμη και ερωτικούς μετανάστες επί σκηνής.
Θα άλλαζες χώρα για έναν έρωτα;
Παλιότερα, δεν ξέρω, ειλικρινά. Σήμερα, για τη γυναίκα μου, την Ελευθερία, θα το έκανα.
Υπήρχε στην οικογένειά σας η άποψη «έξω είναι καλύτερα», που επικρατούσε σε πολλά ελληνικά σπίτια σε παλιότερες δεκαετίες;
Ναι, υπήρχε, έτσι ακριβώς. Συνέβη εξάλλου, στην ευρύτερη οικογένειά μου. Ο αδερφός της μάνας μου πήγε να δουλέψει σερβιτόρος στην Ολλανδία και κατέληξε να έχει τρία εστιατόρια δικά του. Για εμάς όμως, η ζωή στο εξωτερικό δεν παλευόταν. Ούτε στη μάνα μου άρεσε, ούτε σε εμένα, που ήμουν 8 την πρώτη φορά που φύγαμε και 12 τη δεύτερη. Θέλαμε να γυρίσουμε στους φίλους και τη χώρα μας.
Τι είναι για σένα πατρίδα;
Η οικογένεια.
Δεν συνδέεις την έννοια πατρίδα με καμία εντοπιότητα; Κλίμα, γη, ανθρώπους;
Το συνδέω είναι η αλήθεια, αλλά αν έχεις κοντά σου τους ανθρώπους που αγαπάς, είναι όλα πιο εύκολα. Όσο για τον τόπο, θα βρεις και αλλού ομορφιές, ίσως όχι τέτοιες σαν αυτές της Ελλάδας, αλλά κι άλλα μέρη είναι όμορφα. Το ζήτημα είναι η σύνδεση με τους ανθρώπους, που δεν είναι και πολύ εύκολη.
Πιστεύεις πώς η ελληνική κοινωνία έχει κάνει μία στροφή στον συντηρητισμό;
Ήταν πάντα σε αυτή τη γραμμή η ελληνική κοινωνία, ήμασταν στενόμυαλοι -όσο Ευρωπαίοι και αν θέλαμε να φανούμε. Καμία στροφή δεν έκανε η ελληνική κοινωνία, πάντα συντηρητική ήταν. Απλώς κάποιοι άνθρωποι βγήκαν στο εξωτερικό, άνοιξε το μυαλό τους και γύρισαν πίσω με πιο ανοιχτά μυαλά.
Ο χώρος του θεάτρου παραμένει ένα καταφύγιο για ανοιχτά μυαλά;
Ναι, από την άποψη της δημιουργικότητας σίγουρα, υπάρχει χώρος να ακουστούν πολλές και διαφορετικές φωνές. Ποιος θα βρεθεί να τις ακούσει δεν ξέρω. Φοβάμαι επίσης ότι η πολιτική ορθότητα έχει βλάψει και θα συνεχίσει να βλάπτει τη δουλειά μας. Ξαφνικά μπαίνουν προϋποθέσεις για να μπορείς να παίξεις ένα ρόλο. Η πολιτική ορθότητα μπορεί να καταργήσει τη φύση της δουλειάς μας, την απόλυτη ελευθερία της.
Ο Τζόι, το σκυλί μας, είναι διασταύρωση γαλλικού μπουλντόγκ με Σατανά … είναι ο καλύτερος φίλος του γιου μας
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε που επέστρεψες στην Ελλάδα. Πιστεύεις ότι έχουμε σταματήσει να φεύγουμε με εισιτήρια χωρίς επιστροφή;
Νομίζω ότι φεύγει πολύς κόσμος, απλώς, όπως όλα τα θέματα σε αυτή τη χώρα, είναι για λίγο στην επικαιρότητα και μετά δεν το συζητάμε άλλο. Πιστεύω πως πολλοί νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό, να βρουν καλύτερη δουλειά, μεγαλύτερες αμοιβές.
Πώς το εξηγείς; Έκπτωση αξιών; Έλλειψη οργάνωσης;
Το κάνεις μόνο για να αλλάξει η ποιότητα της ζωής σου στο εξωτερικό. Η χώρα μας είναι υπέροχη. Αν έχεις εξασφαλίσει ένα καλό επίπεδο ζωής εδώ, γιατί να φύγεις;
Θα έπαιρνες τον Ερμή να φύγετε;
Θα σου πω ειλικρινά. Επειδή το έχω κάνει, θα το ξανάκανα. Εξάλλου, ήμουν και δούλευα στη Γερμανία όταν με πήρε τηλέφωνο ο Μίνως Θεοχάρης και μου πρότεινε να είμαι στην “Απλή Μετάβαση”. Έτσι γύρισα στην Ελλάδα. Επειδή δοκίμασα αυτή τη δουλειά, δεν μπορώ να την αφήσω. Μού αρέσει τόσο πολύ, που δεν θα έκανα άλλη. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δεν μπορώ να πάρουμε το παιδί με την Ελευθερία και να φύγουμε. Μην ξεχνάς, υπάρχει το τρομερό εμπόδιο της γλώσσας για εμάς τους ηθοποιούς, αφού είναι το πρωταρχικό εκφραστικό μας μέσο.
Για ποια χώρα θα έβαζες πλώρη;
Κάποια στιγμή που το συζητούσαμε θεωρητικά με την Ελευθερία, διαλέξαμε τη Νορβηγία. Έχω ζήσει και στην Ολλανδία ως παιδί και μου άρεσε πολύ, όπως και η Γερμανία. Αλλά τη Γερμανία τη σιχάθηκα στο τέλος γιατί έφτυσα αίμα στη δουλειά.
Και ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής για πού θα έβγαζες;
Για τη Φινλανδία. Μου αρέσει το χιόνι -χιόνι μέχρι το λαιμό εννοώ. Όνειρο ζωής μου είναι να βρεθούμε σε ένα σπίτι στη μέση ενός χιονισμένου δάσους και να παίζουμε επιτραπέζια μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
Είστε τέσσερις στην οικογένεια, σωστά;
Ναι, υπάρχει και ο Τζόι, το σκυλί μας, ένα γαλλικό μπουλντόγκ, διασταύρωση μπουλντόγκ με Σατανά για την ακρίβεια. Είναι ο καλύτερος φίλος του Ερμή. Τρέχει όλη μέρα με το παιδί, δαγκώνονται, παίζουν. Είναι, βλέπετε, σχεδόν συνομήλικοι, μεγαλώνουν μαζί. Υπάρχουν και φορές που δεν παλεύεται αυτό. Κυριολεκτικά τρέχουμε όλοι πίσω από τον ακούραστο Ερμή.