Πόσοι ανάμεσά μας θυμούνται ότι η Μαρία Κάλλας έζησε τα προπολεμικά και κατοχικά χρόνια στην Αθήνα; Πόσοι γνωρίζουν τον πόλεμο που της έγινε από συναδέλφους της και, αργότερα, από εφημερίδες και δημοσιογράφους που είχαν πάρει γραμμή να “μειώσουν την ελληνικότητά της”; Και πόσοι λαχταρούν να ακούσουν ακόμη μία φορά τη θεία φωνή της σε ακυκλοφόρητες μέχρι σήμερα ηχογραφήσεις; Η Κάλλας φτάνει στην Αθήνα το 1937 και συστήνεται ως Μαίρη Καλογεροπούλου στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο, ενώ αργότερα υπογράφει ως Μαριάννα στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή το 1940. Λίγο πριν φύγει από την Αθήνα για τη Νέα Υόρκη το 1945, εμφανίζεται σε συναυλία ως Mary Callas. Και κάπως έτσι γεννιέται το 2023 ένα ντοκιμαντέρ για το οποίο θα μιλάμε τις επόμενες δεκαετίες.
Στο Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, στα γενέθλια της σπουδαίας Ελληνίδας σοπράνο, περάσαμε το κατώφλι της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ ανάλαφρες, χαρούμενες και γεμάτες περιέργεια να μάθουμε περισσότερα για το πέρασμά της από την Αθήνα, στα προπολεμικά και στη συνέχεια δύσκολα κατοχικά χρόνια των σπουδών της στο Εθνικό Ωδείο και στη συνέχεια του ντεμπούτου της στη Λυρική και το Ηρώδειο. Ανέμελες, γιατί δεν ξέραμε τι μας περίμενε, καθίσαμε απέναντι από τη γιγαντοαφίσα του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», που κάλυπτε την οθόνη, με το γλυκό, σχεδόν εφηβικό προσωπάκι της Μαρίας Καλογεροπούλου, μίας πανέμορφης, στρουμπουλής Όντρεϊ Χεπμπορν, αν μας ρωτάτε.
Το ασχημόπαπο που τραγούδαγε σαν αηδόνι
Δεν είναι τυχαία η αναφορά στην εικόνα της. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε στο εξαιρετικά φροντισμένο ντοκιμαντέρ, είναι η λεκτική κακοποίηση που εισέπραξε η Κάλλας, 14χρονο κοριτσάκι όταν καταφθάνει στην Αθήνα, από την ίδια της τη μητέρα, αλλά και από το σχολικό περιβάλλον που την κατακρίνει. Στο ντοκιμαντέρ, την εξαιρετικά ισορροπημένη ανάμεσα στην ψυχρότητα του παρατηρητή και τη ζεστασιά του θαυμαστή φωνή του αφηγητή Βασίλη Λούρα, διακόπτουν κάποια στιγμή αποσπάσματα από τις μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που πήρε ο Νίκος Πετσάλης – Διομήδης για το βιβλίο του «Η άγνωστη Κάλλας»: “Μπατάλα / πάρα πολύ χοντρή / κάτι απαίσια πόδια / μπας κλας / χοντροχειλού / ήτανε λαίμαργη, ήτανε φαγού / είχε μια αναίδεια / ήταν τότε πολύ παχιά!”. Ήδη η ανεμελιά έχει πάει περίπατο καθώς ερχόμαστε αντιμέτωπες με μια ξεκάθαρη περίπτωση σκληρού bullying μέσα από κακοποιητικό λόγο που εκφέρεται από συναδέλφους, συμμαθητές και συγγενείς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφηγητής “Αφορμές για αυτό; Η Αμερικάνικη προφορά και οι τρόποι συμπεριφοράς, τα παραπανίσια κιλά, το φτωχό ντύσιμο, τα γυαλιά μυωπίας, αλλά και ταυτόχρονα, το ταλέντο και η ιλιγγιώδης εξέλιξη στο τραγούδι”. Να έχεις απέναντί σου ένα ακατέργαστο διαμάντι σαν την Κάλλας και να επιλέγεις αντί να υποκλιθείς στη φωνή της, να της επιτεθείς για την εμφάνισή της. Σαν Ελληνίδα θεατής δεν μπορείς παρά να νιώσεις ντροπή, ειδικά γιατί οι φωνές που την κατακεραυνώνουν είναι γένους θηλυκού.
Ένας ακήρυχτος (και μηντιακός) πόλεμος που διάρκεσε δεκαετίες!
Μία άλλη στιγμή σοκ στη διάρκεια του ντοκυμαντέρ θα έρθει όταν ανακαλύπτουμε τον πόλεμο που της έγινε από το εκδοτικό συγκρότημα Λαμπράκη, όταν η Κάλλας έφτασε για εμφανίσεις στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 1957. Εκεί που θα περίμενε κανείς να ραίνουν με λουλούδια τους δρόμους από όπου θα περνούσε η παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα σοπράνο, κάποιες εφημερίδες τη σχολιάζουν δυσμενώς. Βλέπουμε πρωτοσέλιδα που μιλούν για οικονομικό σκάνδαλο όσον αφορά στην αμοιβή της, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να μειώσουν την ελληνικότητά της (εκείνη την εποχή η Κάλλας είναι παντρεμένη με τον Μενεγκίνι. Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Πυλαρινός: “Από το 1944 μέχρι το 1957 δεν πέρασαν πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι που εξεφράσθησαν με κακότητα και φθόνο ζούσαν, υπήρχαν και επαναλάμβαναν και το 1957 την ίδια πρόθεση και διάθεση απέναντί της”. Η φωνή της Κάλλας απαντάει σε όλα αυτά, ελαφρώς πικραμένη αλλά αγέρωχη “Ήθελα να χαιρετήσω τον αγαπημένο μου κόσμο. Ο κόσμος που με άκουσε τότε που ήμουνα στην Ελλάδα, που υποφέραμε όλοι μας μαζί, τα χρόνια τα καλά και τα άσχημα. Και ο συγγραφέας Γιάννης Κ. Μπαστιάς υπογραμμίζει: Έγινε οργανωμένη επίθεση εναντίον της Κάλλας από τον (εκδότη Δημήτρη) Λαμπράκη. Δεν ξέρω αν ο πατήρ Λαμπράκης, αν ήταν δική του ιδέα ή δική του επιμονή. Όλοι όμως, τα μεγάλα ονόματα του συγκροτήματος γράφανε φοβερά πράγματα. Αυτή δεν κατάλαβε, έπεσε από τα σύννεφα”. Ευτυχώς κάπου κοντά σε εκείνοι το σημείο φτάνει σαν βάλσαμο στα αυτιά μας η φωνή της: “Προπαντός ανήκω στον ελληνικό κόσμο διότι, παντρεύτηκα Ιταλό, όλος ο κόσμος μου ’δωσε τιμές, αλλά το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει κανένας. Εδώ πέρα επικράθηκα, ναι. Το ξέρετε κι εσείς όλοι. Πολλοί μου έκαναν πόλεμο άδικο, το οποίο δεν εξαρτάται τίποτα μ’ εμένα”.
Το μεγάλο δώρο των δύο αδημοσίευτων ηχογραφήσεων
Υπάρχουν δύο συγκλονιστικές στιγμές στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, που αποδεικνύεται σχεδόν αδύνατο για τον θεατή να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Η πρώτη είναι ένα συγκλονιστικό ιστορικό ντοκουμέντο ήχου και εικόνας: Η Κάλλας τραγουδά σε μια πλατεία στη Λευκάδα το καλοκαίρι του 1964, με τον νεαρό Κυριάκο Σφέτσα να τη συνοδεύει στο πιάνο.
Η δεύτερη, έρχεται λίγο πριν από το φινάλε του ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για μία ηχογράφηση που βρέθηκε στο αρχείο της Βάσως Δεβετζή, της πιανίστριας και φίλης της Κάλλας, την οποία ακούμε να παίζει πιάνο, αλλά και να κάνει παρατηρήσεις στη φίλη της για τον τρόπο που αποδίδει το Madre, pietosa Vergine από τη Δύναμη του Πεπρωμένου του Τζουζέπε Βέρντι. Βρισκόμαστε το 1977 λίγο πριν από το θάνατο της Ελληνίδας ντίβας. Ο Άρης Χριστοφέλλης έκανε θαύματα με την κατεστραμμένη μαγνητοταινία, την αποκατέστησε κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ξανά τη θεία φωνή της σπουδαιότερης σοπράνο που γνώρισε αυτός ο κόσμος, σε μία σκηνή κυριολεκτικά Θεοφανίων, καθώς ο ήλιος βουτά στην αφρισμένη θάλασσα.
Το πόσο σημαντικό καλλιτεχνικό επίτευγμα είναι αυτό το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λούρα θα αποδειχθεί στα χρόνια που θα ακολουθήσουν καθώς η ταινία θα κάνει τα ταξίδια και τις προβολές της στα φεστιβάλ του κόσμου. Αυτή η εξαίσια αφήγηση και -στο βαθμό που ήταν ανθρωπίνως δυνατό- απεικόνιση της μυθιστορηματικής ζωής της Κάλλας, με έμφαση στα δύσκολα αθηναϊκά χρόνια που την καθόρισαν, τις άδικες επιθέσεις που δέχτηκε, αλλά και τα επιτεύγματά της ως νεαρή σοπράνο, είναι ένα σπάνιο διαμάντι που ρίχνει ξανά φως στη σχέση της Κάλλας με την Ελλάδα, υπενθυμίζει στον πλανήτη τις ρίζες της, μας οδηγεί να διαβάσουμε ξανά τα πολύτιμα βιβλία του Πολύβιου Μαρσάν και Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, και γίνεται τελικά ένας φάρος για όσους (καλλιτέχνες και μη) αντιμετωπίζουν δυσκολίες και κακοποιητική συμπεριφορά.
Το ντοκυμαντέρ παίρνει τον θεατή από το χέρι και του δίνει πρώτη θέση στην καλλιτεχνική ενηλικίωση της Κάλλας στην Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1937 έως το 1945, καθώς και τα χρόνια μετά το 1957, όταν εκείνη επιστρέφει στην Ελλάδα για εμφανίσεις τυλιγμένη στην αύρα της ντίβας.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που εμφανίζονται στο «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Tα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας»είναι ο γιος του Διευθυντή της ΕΛΣ Ιωάννης Μπαστιάς, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργος Κουμεντάκης, ο λυρικός καλλιτέχνης Άρης Χριστοφέλλης, ο Πρόεδρος των Υποτροφιών Μαρία Κάλλας Κωνσταντίνος Πυλαρινός, ο Στέφαν Χαίρνερ, γιος του αρχιμουσικού Χανς Χαίρνερ, που διηύθυνε την Κάλλας το 1944 στον Φιντέλιο, η μεσόφωνος Κική Μορφωνιού, που τραγούδησε με την Κάλλας στη Νόρμα και τη Μήδεια της Επιδαύρου, η Χαρά Καλομοίρη, Διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου, η Έφορος του Αρχείου του Ωδείου Αθηνών Στέλλα Κουρμπανά, κ.ά.
Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε παρουσία της προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ το χειροκρότημα ήταν ασταμάτητο επί δέκα λεπτά όσο δηλαδή περνούσαν μπροστά από τα μάτια μας τα credits και οι ευχαριστίες για αυτόν τον αληθινό άθλο που έφεραν σε πέρας ο Βασίλης Λούρας και οι συνεργάτες του.
Ένα μπράβο στους συντελεστές από όλους εμάς που περάσαμε ανέμελοι το κατώφλι της Λυρικής και βγήκαμε από την αίθουσα συγκινημένοι και μαγεμένοι.
Ιδέα, έρευνα, σενάριο, αφήγηση ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΡΑΣ Σκηνοθεσία ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΣΘΕΝΙΔΗΣ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΡΑΣ Μοντάζ ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΣΘΕΝΙΔΗΣ Παραγωγός ΣΤΕΛΛΑ ΑΓΓΕΛΕΤΟΥ
Επιστημονικοί σύμβουλοι ΑΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΕΛΛΗΣ, ΣΟΦΙΑ ΚΟΜΠΟΤΙΑΤΗ
Οργάνωση παραγωγής, δημόσιες σχέσεις Ηώ Καλοχρήστου Διεύθυνση φωτογραφίας Φώτης Ζυγούρης
Ηχοληψία Φίλιππος Μάνεσης Χειριστής drone Χρήστος Γιατράκος Colourist Μάνθος Σάρδης Sound mix Κώστας Μπώκος Κάμερα Φώτης Μπουγάς Φωτιστικός εξοπλισμός BSK – Ηλεκτρολογικός εξοπλισμός Ηλεκτρολόγοι Γιώργος Ζαγοραίος, Θανάσης Κυρίτσης, Βλάσης Παπαπετρόπουλος, Βαγγέλης Κοντοδήμας Φωτογράφοι Ανδρέας Σιμόπουλος, Βαλέρια Ισάεβα Μακιγιάζ, κομμώσεις Έλενα Παπάζογλου, Αμάντα Βελέ Επεξεργασία, αποκατάσταση ανέκδοτων ηχογραφήσεων Άρης Χριστοφέλλης Μουσική επιμέλεια Βασίλης Λούρας Εικαστική ταυτότητα Νίκος Πάστρας Animation Βαγγέλης Μαντζαβίνος.