Σκεφθείτε μια εποχή, που ένα αγόρι, έπρεπε να μαζέψει όλο το θάρρος του κόσμου και να πάει να μιλήσει σε μια κοπέλα, με ότι αυτό συνεπάγεται: Nα πρέπει τη βρει αρχικά μόνη της, να έχει ένα καλό θέμα να συζητήσουν, να ζητήσει το τηλέφωνό της και αυτό να είναι και σταθερό. Που σημαίνει ότι όταν θα την καλούσε, υπήρχε ένα σοβαρό ενδεχόμενο να το σήκωνε η μητέρα της ή ακόμα χειρότερα ο πατέρας της και εκείνος, να πρέπει να περάσει κι από αυτή την άβολη κατάσταση που εκείνοι θα τον ανέκριναν για τα πάντα. Η εποχή αυτή υπήρχε και όχι πολύ παλιά, μέχρι το τέλος των 90s. Και ξέρετε κάτι; Ήταν ωραία. Δε γέρασα. Απλά έμαθα να εκτιμώ κάτι που πλέον σπανίζει. Τί είναι αυτό; Ένας άντρας που προσπαθεί.

Από τότε που ο άντρας έχει στη διάθεσή του την τεχνολογία, δεν προσπαθεί. Κρυμμένος πίσω από τη μεγαλύτερη ασπίδα προστασίας, αυτή του network, χάνει κάπως τον ανδρισμό του και τον ανταλλάσει με μια digital ψευτομαγκιά, που εξαντλείται στο να πατάει κουμπάκια και το πολύ πολύ να σκεφτεί και καμμιά καλή ατάκα. Όχι βεβαια πρωτότυπη, αφού τη χρησιμοποιεί τουλάχιστον πενήντα φορές το μήνα για να την πέσει σε ότι έχει γένος θηλυκό και προφίλ στα social media ή σε κάποιο date application. Oι καιροί αλλάζουν και μαζί αλλάζει και το φλέρτ, με εμάς που δεν είμαστε millenials κι έχουμε προλάβει το σταθερό τηλέφωνο και το “ραβασάκι” να μοιάζουμε απαρχαιωμένες crazy cat ladies που αναπολούν το ρετρό φλερτ και τον vintage άντρα.

Θυμάμαι τότε, που τα αγόρια, περίμεναν τα πάρτυ για να συναντήσουν τα κορίτσια που τους άρεσαν. Προσωπικά δεν ήμουν ρομαντική. Μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι δεν ήμουν κλασσικά ρομαντική. Δε χόρευα μπλουζ. Χόρευα όμως πολύ με αγόρια άλλους χορούς. Γιατί τότε τα αγόρια χόρευαν, δε σήκωναν τα χέρια τους προς τον τραγουδιστή και τραγουδούσαν λαικά σουξέ πάνω απο μια εξ αδιαιρέτου Belvedere. Παλιά τα αγόρια σου ζητούσαν να χορέψετε, ακόμα κι εκεί ήθελε θάρρος. Κι αν δεν ήταν το πάρτυ που έπρεπε να σηκωθεί από την παρέα του και να διασχίσει το δωμάτιο μπροστά στα βλέμματα όλων, ήταν το club στο οποίο θα έβρισκε πάλι το θάρρος να σε πλησιάσει και να μπει στο ρυθμό που χόρευες εσύ ρισκάροντας και στις δυο περιπτώσεις την απόρριψη. Τώρα οι άνθρωποι χορεύουν; Αναρωτιέμαι, γιατί όταν τυχαίνει να βγαίνω έξω, στα μαγαζιά οι περισσότεροι είναι απορροφημένοι στα smartphones τους.

Tα ωραιότερα φιλιά ήταν αυτά που έδωσα σε κάτι σκοτεινές γωνιές του Νext Club υπό τους ήχους των Rage Against The Machine. Οι ωραιότερες βόλτες ήταν αυτές που κρατούσα την πιο σφιχτή αγκαλιά το αγόρι που έκανε σούζα και η κοτσίδα μου ακουμπούσε στην άσφαλτο. Τα ωραιότερα βράδια ήταν αυτά που κοιτούσα τα αστέρια ξαπλωμένη σε μια παραλία της Ανάφης και ο διπλανός μου έστριβε ένα τσιγάρο, μου το άναβε και μου το έβαζε στο στόμα. Όλοι οι παραπάνω είχαν προσπαθήσει. Είχαν βρει τον τρόπο. Ο καθένας τον δικό του. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος. Υπήρχε ένας τρόπος την κάθε φορά, για κάθε έναν απο αυτούς.

Άλλωστε, ποτέ μου δε ζητούσα τίποτα περισσότερο από αγάπη και ελευθερία. Ποτέ μου δεν ζήτησα δέσμευση. Ποτέ μου δεν ονειρεύτηκα νυφικό. Ποτέ μου δεν απαίτησα τίποτα περισσότερο από σεβασμό και ειλικρίνεια. Ήξερα τι φόβιζε τους άντρες, όπως και ήξερα και τι τους βόλευε. Το μόνο που τους φόβιζε και τους βόλευε ταυτόχρονα, ήταν ο γάμος. Και οι περισσότεροι το έκαναν. Και μετά λένε πως οι γυναίκες είναι παράξενα πλάσματα. Δε φαντάστηκα καν την περιβόητη σκηνή με την πρόταση γάμου, που ο άντρας γονατίζει στις ταινίες και φανερώνει ένα ακριβό δαχτυλίδι κι εκείνη κλαίει και δέχεται. Λάτρευα τα κοσμήματα, αλλά απεχθανόμουν τα μονόπετρα και τις βέρες.

Για αρκετά χρόνια, είχα μια συνήθεια, την οποία πρώτη είχε και η Audrey Hepburn στο Breakfast at Tiffany’s. Όταν έκλειναν τα clubs, έπαιρνα ένα γάλα και ένα κρουασάν, και καθόμουν έξω από τη βιτρίνα ενός μεγάλου κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας και χάζευα. Καμμιά φορά, άνοιγε το τζάμι πίσω από τη βιτρίνα ο πωλητής, φορούσε ένα λευκό γάντι, έπιανε ένα κόσμημα και το πήγαινε στον πελάτη. Τις πρώτες φορές που με έβλεπε εκεί, μάλλον παραξενευόταν. Του χαμογελούσα και τον έφερνα σε αμηχανία. Μετά με συνήθισε. Στο τέλος με χαιρετούσε. Έτρωγα το πρωινό μου μετά από ένα #partyhard βράδυ μπροστά στο ομορφότερο θέαμα: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας και ασύλληπτης ομορφιάς. Αλλά όχι κοσμήματα που σήμαιναν δέσμευση. Κοσμήματα που σήμαιναν σκέτο κοσμήματα.

Και μετά, πήγαινα στο κρεβάτι μου, αγκάλιαζα τη γάτα μου και κοιμόμουν. Γιατί το έκανα αυτό; Δεν ήξερα, θεωρούσα πως απλά μου αρέσει το window shopping. Tην απάντηση, την πήρα όταν είδα το Breakfast at Tiffany’s. “Kάποτε, ζούσε ένα πολύ χαριτωμένο και πολύ τρομαγμένο κορίτσι. Ζούσε μόνο του αν εξαιρέσουμε την ανώνυμη γάτα του”,  έγραψε εκείνος όταν τη γνώρισε. Ήταν ένας επαγγελματίας ζιγκολό και ταυτόχρονα ένας ανερχόμενος συγγραφέας. Εκείνη, ένα αλλόκοτο χαρούμενο και φοβισμένο κορίτσι. Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής προσπάθησε και τελικά κέρδισε. Στη ζωή, τα πράγματα είναι πάντα κάπως πιο σκληρά.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below