Χιλιάδες εικόνες και βίντεο, MEMEs, GIFs, περιεχόμενο κάθε είδους που κυκλοφορεί καθημερινά στη γωνίτσα του Internet καθενός χρήστη ίσως μοιάζουν αρκετά, για να μην πούμε ότι περισσεύουν, για να ικανοποιηθούμε με είναι αυτό που βλέπουμε, ακούμε και γενικά καταναλώνουμε την ώρα που βρισκόμαστε online, είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε αλλού. Πολλοί άνθρωποι όμως πλέον διαμαρτύρονται πως η ποιότητα, η ποικιλία και κυρίως η επαναληπτικότητα του περιεχομένου έχουν καταστήσει τον online κόσμο ως και απωθητικό για εκείνους. Γιατί, λοιπόν, κάποιοι δεν περνούν πλέον καλά στο Internet;
Η πρώτη μας σκέψη είναι ίσως πως φταίει κάποιος με το όνομα Μαρκ ή Ήλον ή Τζακ ή και όλοι μαζί, παρέα με άλλους και μεμονωμένα. Η αλήθεια είναι πως σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το X, πρώην Twitter, και μόνο η αλλαγή της ονομασίας ως και πλήγωσε πολλούς από εμάς. «Αν δεν είναι χαλασμένο, γιατί να προσπαθήσεις να το φτιάξεις;», λέει μία αγγλική παροιμία, με τη διαφορά ότι το Twitter ήταν ήδη κάπως χαλασμένο, μέχρι να περάσει στα χέρια του Μασκ και να καταδικαστεί για πάντα. Ούτε το Facebook εξαιρείται από αυτό, ούτε το Instagram, που ανήκει ομοίως στον όμιλο Meta.
Πώς είναι «χαλασμένα» όλα αυτά; Από τεχνικής άποψης, οι αλγόριθμοι του Twitter π.χ., σερβίρουν στους χρήστες αναρτήσεις που μπορεί να είναι σχεδόν μονοθεματικές. Πέραν δηλαδή του χρονολογίου που προσπαθεί να φτιάξει καθένας με βάση όσους ακολουθεί, από μόνο του το μέσο προσφέρει στον χρήστη το περιεχόμενο που το ίδιο έχει επιλέξει για εκείνον. Π.χ. η είδηση ότι η Taylor Swift μάλλον βγαίνει με έναν αθλητή του Αμερικανικού ποδοσφαίρου, πρέπει να έχει φτάσει στα μάτια κάθε χρήστη του μέσου. Άσχημο είναι, να μαθαίνεις τέτοια νέα; Καθόλου, το άσχημο είναι να μαθαίνεις μόνο αυτά τα νέα και όσο προσπαθείς εσύ να αναζητήσεις άλλου είδους περιεχόμενο, να συναντάς διαρκώς μπροστά σου τι έκανε και τι δεν έκανε το φημολογούμενο ζευγάρι. Στην παρούσα φάση, όπως επισημαίνει και ο Kyle Chayka, συντάκτης τεχνολογίας του New Yorker, «οι συνδρομητές που πληρώνουν για την επιβεβαίωση δίπλα από το όνομά τους είναι αυτοί που κυριαρχούν στην πλατφόρμα, συνήθως με ακροδεξιά σχόλια και παραπληροφόρηση. Ο Μασκ επιβραβεύει αυτούς τους χρήστες με βάση τις αλληλεπιδράσεις που έχουν, ανεξάρτητα από την αξιοπιστία τους. Ο ξεπεσμός του συστήματος φαίνεται ξεκάθαρα στη διάδοση fake news και video που δεν έχουν σχέση με την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ».
Κάτι παραπλήσιο είχε συμβεί και με τον πόλεμο στην Ουκρανία και για την ακρίβεια συμβαίνει ακόμα με το οτιδήποτε: Αν αυτό που γράφεις πουλάει με συγκεκριμένους όρους, τότε προχωράς μπροστά.
Αν θέλεις να πεις κάτι το οποίο είναι ίσως πιο μετριοπαθές ή τέλος πάντων κάτι δικό σου, αστείο ή μη, δεν έχει σημασία, ο αλγόριθμος σε ρίχνει στο στα τάρταρα των views.
Κι αυτό μας ενδιαφέρει εν γένει, διότι οι διαδικτυακές κοινότητες που έχουμε φτιάξει δε λειτουργούν όπως παλιά, αφού είναι πιο δύσκολο να φτάσουν τα tweets μας στον χρήστη με τον οποίο αλληλεπιδρούσαμε μέχρι πρότινος. Ενώ θέλουμε και περιεχόμενο πιο προσωπικής φύσης, οι επιθυμίες μας αγνοούνται και στη θέση του περιεχομένου που ψάχνουμε ενεργά βρίσκουμε είτε άσχετες ειδήσεις είτε διαφημίσεις, που μας εκνευρίζουν ακόμα περισσότερο με την επαναληπτικότητά τους. Αν προσθέσουμε σε αυτό και την τοξικότητα που υπάρχει στο μέσο εδώ και πάρα πολύ καιρό, για μία σειρά από λόγους, το login που κάναμε παλιά για να διαβάσουμε ειδήσεις που συνέβαιναν σε πραγματικό χρόνο, να δούμε τι κάνουν οι φίλοι μας και να πληροφορηθούμε για όσα θέλαμε, πλέον είναι ως και αποτρεπτικό.
Παράλληλα, όμως, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Ενώ έχουμε απογοητευτεί από αυτό που συμβαίνει online, συνεχίζουμε να αναρτούμε εικόνες, βίντεο και άλλο δικό μας περιεχόμενο, και μάλιστα φτάνοντας στο σημείο να δείξουμε online και πράγματα που ίσως παλιά δε θα δείχναμε.
Όπως επισημαίνει και ο Chayka, «συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε κάποιου είδους influencers». Κι όλο αυτό, μάλλον δεν το θέλουμε. Αλλά κάπως πιεζόμαστε να το κάνουμε. Ίσως να αναζητούμε ξανά την ανθρώπινη επαφή, τη συζήτηση όπως την κάναμε παλιότερα, πριν τα social media κατακλυστούν από bots και κάθε άλλη τεχνολογία ή/και στρατηγική που προσπάθησε να καταργήσει αυτό που είχαμε. Όχι τα likes. Την κουβέντα, την επαφή και την αμοιβαιότητα. Πλέον κάπως είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε και να ακούμε. Ως εκεί.
Η παθητικότητα αυτή είναι μεν το αποτέλεσμα των διαφόρων πρακτικών που εφαρμόζονται από τα κεντρικά κάθε εταιρείας, ωστόσο πάντα μπορούμε να μην κάνουμε login.
Εναλλακτικά, μπορούμε να επιλέξουμε πολύ προσεκτικά τι θα διαβάζουμε, και μετά να το συζητάμε ιδιωτικά, έστω και online, αλλά ιδιωτικά πάντα, με όποιον θέλουμε. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εδώ και πολλά χρόνια το μέρος όπου θα βρούμε εύκολα απόψεις διατυπωμένες από ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί με αυτές επισταμένως και δεν είναι fake ή ακραίες. Πάντα, όμως, υπάρχει η δυνατότητα να φτιάξουμε τον δικό μας μικρόκοσμο μέσα στον ευρύτερο μικρόκοσμο, κι όλο αυτό πριν ξεκινήσει η επέλαση του ΑΙ με διάφορους τρόπους (όσο δεν ρυθμίζεται νομοθετικά σε επαρκές επίπεδο).
Μπορούμε να κάνουμε τις λίστες μας, να βρούμε τα websites που παρέχουν εχέγγυα ως προς το τι διαβάζουμε σε αυτά και, κυρίως, να αποδεχτούμε πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πάντα θα αλλάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ακόμα και η δική μας άρνηση να αποκαλέσουμε το Twitter, X, είναι ενδεικτική της κατάστασης, αλλά πρέπει να τη διαχειριστούμε. Κάπου υπάρχει η παλιά εκδοχή του Internet, λέει ο Chayka. Είναι κρίμα να μην την αναζητήσουμε και να χάσουμε όλα όσα μπορεί να μας προσφέρει το Διαδίκτυο, επειδή κάποιοι θέλουν να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς μέσα από αυτό.