Απρόβλεπτος σεφ, ικανότατος συγγραφέας και ακούραστος ταξιδιώτης γυρίζει τον πλανήτη με ένα τηλεοπτικό συνεργείο συστήνοντας στο κοινό γεύσεις και χώρες και κάνοντας πολλούς ανθρώπους να σηκωθούν από τον καναπέ και να βγουν να ζήσουν τη ζωή τους. Πέντε χρόνια από το θάνατό του και ο Άντονι Μπουρντέν, συνεχίζει να εμπνέει τους ανθρώπους με τη ζωή που έζησε.
Όλοι κουβαλάμε λίγο χάος μέσα μας. Οι περισσότεροι δεν το ξέρουν καν. Κάποιοι το κρατάνε υπό έλεγχο. Πολλούς τους καταβροχθίζει κι άλλους τους υπηρετεί γιατί μαθαίνουν να το ελέγχουν. Ο Αντονι Μπουρντέν ανήκε στους τελευταίους. «Θεωρείται χρήσιμο, χαρίζει διαύγεια και μπορεί να είναι ακόμη και θεραπευτικό τo να σκέφτεται κανείς το θάνατο για λίγες στιγμές μέσα στη μέρα. Τι θα απογίνει το σώμα μου, μου είναι παντελώς αδιάφορο. Δεν θέλω να τεθεί η σορός μου σε κοινή θέα, δεν θέλω κηδεία – μόνο την ανακοίνωση του θανάτου μου. Εκτός κι αν γίνεται η αναχώρησή μου από αυτόν τον κόσμο να ψυχαγωγήσει με ένα διεστραμμένο ή υπόγειο τρόπο τους άλλους, να με κάνουν ας πούμε κομφετί και να με πετάξουν μέσα στο Harrods… σε ώρα αιχμής, αυτό, ναι, θα ήταν επικό, δεν θα με πείραζε να με θυμούνται οι άνθρωποι κάπως έτσι».
Στα τρία πρώτα λεπτά του ντοκιμαντέρ του Μόργκαν Νέβιλ, «Roadrunner: A Film About Anthony Bourdain» (2021), ο σεφ και ταξιδιώτης του κόσμου τα λέει όλα: πώς από λαντζέρης έγινε μάγειρας και από μάγειρας σεφ, πώς «τα σκάτωσε» πολύ άσχημα και πώς έτσι προέκυψε μια απίστευτα επιτυχημένη αυτοβιογραφία, το «Κουζίνα Εμπιστευτικό», που άλλαξε τη ζωή του για πάντα. Γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης, ο Μπουρντέν μεγάλωσε σε μια «μπουρζουά» οικογένεια ενάντια στην οποία ένιωσε την ανάγκη να επαναστατήσει φλερτάροντας με ουσίες και εθισμούς. Οπως παραδέχεται ο ίδιος, ήταν ένας πολύ θυμωμένος νέος άνδρας που βρήκε στη μαγειρική τέχνη διέξοδο και ισορροπία. «Παρόλο που πέρασα τη μισή ζωή μου παρατηρώντας τους ανθρώπους, καθοδηγώντας τους, προσπαθώντας να προκαταλάβω τις διαθέσεις, τις κινήσεις και τις πράξεις τους, να τους ξεγελάσω και να τους αφήσω να με ξεγελάσουν, παραμένουν ένα μυστήριο για μένα. Οι άνθρωποι με σαστίζουν. Το φαγητό όχι».
«Όταν τον πρωτογνώρισα νόμιζα ότι θα είναι ο τύπος άνδρα που ονομάζουμε “κακό παιδί”. Αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν αξιαγάπητος», λέει η δεύτερη σύζυγός του, Οτάβια, από την οποία δεν πήρε ποτέ διαζύγιο. Αντιθέτως, παρέμειναν καλοί φίλοι, ακόμη κι όταν ζούσαν ξεχωριστές ζωές και εκείνος είχε ήδη δεσμό με τη γνωστή Ιταλίδα ηθοποιό και πρωταγωνίστρια του #metoo, Άζια Αρτζέντο. Ήταν ένας αιώνιος έφηβος που κάθε φορά που ερωτευόταν μια γυναίκα την ερωτευόταν για πάντα.
Με την πρώτη σύζυγό του, Νάνσι, έμειναν μαζί από το 1985 έως το 2005, είκοσι καθοριστικά χρόνια. Σε εκείνη αφιερώνει το βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή, το «Κουζίνα Εμπιστευτικό». Στο κεφάλαιο «Μια μέρα απ’ τη ζωή μου» διηγείται πώς «θολωμένος από την αδρεναλίνη» βγαίνει από το εστιατόριο όπου μαγείρευε όλη μέρα, λίγο πριν από τη 1 τα μεσάνυχτα, για να πάρει ένα ταξί και να γυρίσει σπίτι του.
Αντ’ αυτού, κατευθύνεται προς το μπαρ «Σιβηρία» όπου ακούει Cramps από ένα τζουκ μποξ και πίνει μπίρες. Λίγους μήνες μετά αρχίζει να γυρίζει τον κόσμο με την εκπομπή «Α Cook’s Tour». «Ήμουν στο δρόμο επί δύο χρόνια κάνοντας γυρίσματα, κάτι που άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου. Σταμάτησα να εργάζομαι ως σεφ, ένα επάγγελμα που με την καθημερινή ρουτίνα του ήταν ανέκαθεν το μοναδικό πράγμα που στεκόταν ανάμεσα σε εμένα και το χάος. Έτσι άρχισε να καταρρέει ο πρώτος γάμος μου».
Κι όμως, αυτό που πάνω απ’ όλα επιθυμούσε ο διάσημος σεφ, τη ζωή του οποίου όλοι ζήλευαν, ήταν μια γερή δόση κανονικότητας. «Θα ήθελα να ζω σαν κανονικός άνθρωπος. Αυτό σκεφτόμουν ανέκαθεν, ότι αν βγάλω ποτέ αρκετά χρήματα, θα μπορέσω να ζήσω σαν κανονικός άνθρωπος, με γυναίκα και παιδί. Νομίζω όμως πως δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό», έλεγε εν μέσω συναισθηματικής κρίσης και γυρισμάτων.
Για λίγο φάνηκε ότι ίσως κατάφερνε να ζήσει αυτή την κανονική ζωή που τόσο λαχταρούσε με την Οτάβια, με την οποία έμειναν μαζί εννέα χρόνια (2007-2016) και απέκτησαν μία κόρη. Οι συνεργάτες του θυμούνται πως όταν ο Τόνι συνάντησε την Οτάβια έκανε σαν έφηβος που ερωτεύεται για πρώτη φορά. Ακουγαν την ίδια μουσική, είχαν τις ίδιες απόψεις, έκαναν κοινά τατουάζ μαζί. Ωστόσο, η οικογενειακή του ζωή πλήρωσε ξανά το τίμημα για τα αναρίθμητα ταξίδια του. Περνούσε ελάχιστο χρόνο με τη γυναίκα και την κόρη του, μακριά από την ιδανική εικόνα του περί κανονικότητας.
Κανείς από τους φίλους του δεν εξεπλάγη όταν ο Τόνι ερωτεύτηκε τρελά την Άζια Αρτζέντο. Πάντα του άρεσαν οι δυναμικές, ανεξάρτητες γυναίκες που λένε τη γνώμη τους χωρίς να περιμένουν κάποιον να τις ρωτήσει. Η Αρτζέντο ήταν ένας αληθινός τυφώνας. Η σχέση τους ήταν γεμάτη από εντάσεις και δημόσιες εκδηλώσεις αγάπης και θαυμασμού, κυρίως από μέρους του, ενώ σύντομα δεν άργησαν να συνεργαστούν όταν ο Τόνι της έδωσε την καρέκλα του σκηνοθέτη στην πολύ επιτυχημένη του σειρά για το CNN, «Parts Unknown».
«Χαίρομαι όταν η ζωή μου μοιάζει με ταινία», λέει κάποια στιγμή στο «Roadrunner» o Μπουρντέν στην Αρτζέντο. «Χαίρεσαι όταν ζεις μια ψευδαίσθηση», τον προσγειώνει στην πραγματικότητα εκείνη. Το οριστικό τέλος της σχέσης τους δεν γράφτηκε ποτέ επίσημα, αν και είχαν χωρίσει όταν ο Μπουρντέν αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του – κρεμάστηκε στο δωμάτιο ενός παραμυθένιου ξενοδοχείου στη Γαλλία. Η είδηση του θανάτου του σόκαρε τον πλανήτη.
«Άραγε, τι είναι χειρότερο όταν είσαι μόνος σου, να είσαι σε ένα απαίσιο μέρος ή κάπου υπέροχα; Πόσο υπέροχα μπορεί να είναι αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν;»
Κάποιοι το έκαναν πριν και σίγουρα το έκαναν πολλοί μετά από αυτόν, αλλά κανείς δεν το έκανε όπως ο Μπουρντέν. Οι εκδρομές του στα πιο εξωτικά μέρη του πλανήτη θα μείνουν στην ιστορία όχι μόνο για την απόλυτη τρέλα του να δοκιμάσει τα πάντα (ζωντανή καρδιά κόμπρας; Ναι, την έφαγε κι αυτή on camera), αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούσε να γνωρίσει τους ντόπιους, να δώσει στο κοινό του μια κλεφτή ματιά αληθινής ζωής, ακόμη κι αν αυτή η ματιά έπεφτε πάνω στη φτώχεια, στη δυστυχία ή στον πόλεμο.
Στα τέλη του καλοκαιριού του 2015 στις Κυκλάδες, και συγκεκριμένα στη Νάξο, ο Μπουρντέν είδε μια Ελλάδα φωτεινή και αισιόδοξη, τελείως διαφορετική από αυτή που βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων του κόσμου. Γιατί αυτός ήταν ο Τόνι που αγαπήσαμε μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του και τις εικόνες των σειρών που παρουσίαζε. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος φως, συμπόνια και πάθος, ένας καλός φίλος, ένας τρυφερός πατέρας. Την ίδια στιγμή, όμως, ήταν μια βασανισμένη ψυχή που πάλευε με τα φαντάσματα της ζωής του, τους εθισμούς, την ίδια την τελειομανία του, τις ανασφάλειες, το θυμό του.
Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, και γι’ αυτό, αν πιστέψουμε τον Μπρεχτ, πιο ζωντανός από τους υπόλοιπους. Και ήταν αυτή η ζωντάνια που εμπόδιζε όλους εμάς που τον θαυμάζαμε, τον πιστεύαμε και τον ακολουθούσαμε να αποδεχτούμε το γεγονός ότι ο ήρωάς μας ήταν ένας από εμάς. Κάποιος που, παρά το γεγονός ότι κατάφερε να κάνει το γύρο του κόσμου 26 φορές, δεν κατάφερε τελικά να χαλιναγωγήσει το χάος μέσα του.