Το αστικό Λονδίνο του Μεσοπολέμου με την υποβλητική ατμόσφαιρα και με πλάνα που θυμίζουν προραφαηλιτικούς πίνακες είναι το ιδανικό ταμπλό βιβάν πάνω στο οποίο ξεδιπλώνεται το ταλέντο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην “Αόρατη Κλωστή”, την ταινία που μόλις έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα παρουσία του ίδιου του ηθοποιού. Θέμα της ένας παράδοξος μοναχικός ράφτης που ερωτεύεται μια πολύ νεότερη του γυναίκα και γύρω τους διαμορφώνεται ένας κόσμος γεμάτος με πανέμορφες τουαλέτες αλλά και αρκετό σαδομαζοχισμό. Ο τελειομανής και παράξενος χαρακτήρας που υποδύεται ο Λιούις είναι χαρακτηριστικός στον χώρο της μόδας-από τον Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα που λέγεται πως συνέβαλε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου χαρακτήρα μέχρι τον Καρλ Λάγκερφελντ ο οποίος δεν μπορεί να βγει στον κόσμο χωρίς τα απόλυτα κολλαριστά πουκάμισα και την αρωματισμένη από το Chanel λευκή του χαίτη. Πολλές αναλογίες με το εργαστήριο του Μπαλενσιάγκα έχει και η η μοναστική σχεδόν περιγραφή του αντίστοιχου εργαστηρίου του Ρέινολντς Γούντκοκ, του πρωταγωνιστή που υποδύεται ο Λιούις στην ταινία. Πηγή έμπνευσης του στην πραγματικότητα όμως ήταν ο Τσαρλς Τζέιμς, ένας παθιασμένος ράφτης που έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για τις υπέροχες δημιουργίες αλλά και τις παραδοξότητες του: συνήθιζε να κλειδώνει τις ράφτρες στο δωμάτιο επί ώρες για να τελειοποιήσει ένα φόρεμα και σε κάποια επίδειξη στο Bergdorf & Goodman δεν δίστασε, αφού έδιωξε όλα του τα μοντέλα, να φορέσει ο ίδιος τις δημιουργίες του! Πάνω σε αυτόν έστησε ο Λιούις τον πρωταγωνιστή του στην προσπάθεια του να καταγράψει τη μανία και τον εσωστρεφή χαρακτήρα ενός πραγματικού καλλιτέχνη: “Θέλαμε μαζί με τον Πολ να στήσουμε μια ταινία γύρω από έναν πραγματικό δημιουργό: τις μανίες του και τις εμμονές του, τον εσωστρεφή του χαρακτήρα. Αφού απορρίψαμε την ιδέα του ζωγράφου ή του φωτογράφου, καταλήξαμε σε έναν δημιουργό από τον κόσμο της υψηλής ραπτικής” ήταν η εξήγηση που μας έδωσε ο ίδιος ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις στο King George, την περασμένη Πέμπτη, ενώ το όμορφο αττικό φως φώτιζε ακόμα πιο έντονα τα γκριζοπράσινα μάτια του.
Είχε ήδη ωστόσο φροντίσει να κάνει την έρευνα του και να ψάξει όλες τις λεπτομέρειες γύρω από τον χώρο της μόδας: να διαπιστώσει τις διαφορές που υπάρχουν, όπως μας είπε, ανάμεσα σε “fashion” και “couture” επιμένοντας με μανία στη δεύτερη. Ήθελε ο δικός του ράφτης να είναι αισθαντικός, να έχει σωματική σχέση με το ρούχο, να νιώθει τη βελόνα, την υφή του υφάσματος, τα κουμπιά. Με τη γνωστή μανία που διακρίνει τον οσκαρικό ηθοποιό στο να μπαίνει στο ρόλο των ανθρώπων που ενσαρκώνει, φρόντισε να μάθει τα πράγματα από πρώτο χέρι: “ Ήταν μεγάλο το μάθημα που πήρα θητεύοντας στο τμήμα δημιουργίας των κουστουμιών του Μπαλέτου της Νέας Υόρκης. Μέχρι τότε δεν ήξερα τι ακριβώς σημαίνει υψηλή ραπτική” ομολόγησε ο ίδιος. Τόλμησε μάλιστα να φτιάξει μόνος του κάποιες δημιουργίες, που θύμιζαν τα φορέματα που είδαμε στην έκθεση του Balenciaga στο V & A και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η πρώτη κλειστή προβολή της ταινίας στη Μεγάλη Βρετανία έγινε στο ίδιο μουσείο. Αναζητώντας επί μήνες τι κάνει έναν ράφτη καλλιτέχνη ο Λιούς κατάλαβε ότι η κομψότητα και η σημασία στη λεπτομέρεια ήταν αιτούμενα για τους παλιούς μόδιστρους. Ο πατέρας του μάλιστα ήταν συχνός πελάτης του οίκου Anderson & Sheppard, του διάσημου οίκου μόδας που δημιουργήθηκε το 1906 και έντυσε όλους τους κομψούς κυρίους της βρετανικής κοινωνίας. Προς έκπληξη του ο Λιούις, ο οποίος φρόντισε να επισκεφθεί τον διάσημο οίκο προς αναζήτηση συμβουλών, ανακάλυψε μια φωτογραφία του πατέρα του να κοσμεί έναν από τους απέριττους τοίχους του! Εκτός, όμως, από τον πατέρα του, στον ίδιο οίκο ντύνονταν ο Κάρι Γκραντ και ο πρίγκιπας Κάρολος της Αγγλίας.
Είναι προφανές ότι η “Αόρατη Κλωστή” συνιστά μια ωδή και ένα μεγάλο φόρο τιμής στους ράφτες που αγάπησαν την ομορφιά, τη χειροποίητη συνθήκη, σε όλους τους παθιασμένους και αφοσιωμένους couturiers. Σε ερώτηση μάλιστα της διευθύντριας του Marie Claire Γαλάτειας Λασκαράκη, την ημέρα της πρεμιέρας, o Ντάνιελ Ντέι Λιούιζ παραδέχτηκε ότι είναι μεγάλο το ενδιαφέρον του για τον κόσμο της υψηλής ραπτικής τον οποίο διαχωρίζει από τη μαζική βιομηχανία της μόδας. Στην προσπάθεια του, μάλιστα, να προσαρμοστεί στον ρόλο δεν σταματούσε να επισκέπτεται διάφορους οίκους και να επιμένει να επιλέγει εκείνος-σε συνεργασία με τον ενδυματολόγο της “Αόρατης Κλωστής’ Μάρκομ Μπρίτζες-τα ρούχα της ταινίας. Δική του ήταν η απόφαση τα χρώματα να είναι παραλλαγές του μοβ: από το λιλά φόρεμα που ράβει για την αγαπημένη του Άλμα-την οποία υποδύεται η Βίκυ Κριπς-μέχρι τις ματζέντα κάλτσες που φοράει σε κάποια σκηνή. Δεν είναι τυχαίο οτι φρόντισε μάλιστα να αγοραστούν από ένα από τα καλύτερα καταστήματα στο κόσμο: το περίφημο Gamarrelli από όπου αγοράζει τις κάλτσες του ο Πάππας! Ακόμα και οι πιτζάμες, που φοράει μαζί με ένα επίσημο τουίντ γιλέκο σε μια σκηνή- που μαρτυρά ταυτόχρονα τη σχολαστικότητα και τον αυθορμητισμό του πρωταγωνιστή του- έχουν σχέδια σε διάφορες παραλλαγές του χρώματος της λεβάντας-σήμα κατατεθέν της βρετανικής μεγαλοπρέπειας και του ρομαντισμού. Αποτίοντας άλλωστε φόρο τιμής στην καταγωγή του ο διάσημος ηθοποιός φροντίζει να κλείσει πανηγυρική την καριέρα του τιμώντας τη μόδα και την ομορφιά. “Μα τι απαίσια και πόσο βρόμικη είναι αυτή η λεξούλα-το σικ!” αναφωνεί ο Γούντκοκ σε κάποια σκηνή της ταινίας-απόδειξη πως τα υψηλά ιδανικά της μόδας δεν χωράνε σε τέτοιου είδους κατηγοριοποιήσεις-πόσο μάλλον ο ίδιος ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις.