Από τη Μάρα Θεοδωροπούλου
Δύο πράγματα δεν φαντάζεται κανείς όταν σκέφτεται το Φεστιβάλ των Καννών: ασταμάτητη βροχή και πνευματικές αναζητήσεις. Ομως αυτό το πρωινό του Μαΐου, στην ταράτσα του πολυτελούς «JW Marriott», όπου βρίσκεται η Cate Blanchett λίγες ώρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας της «The New Boy», συμβαίνουν και τα δύο. Στριμώχνεται μαζί με τον σκηνοθέτη Γουόρικ Θόρντον και τους δημοσιογράφους στους λίγους καναπέδες που προστατεύτηκαν από την καταρρακτώδη βροχή η οποία έχει σημαδέψει τις πρώτες μέρες του φετινού φεστιβάλ για να συζητήσει για τον τελευταίο της ρόλο, εκείνον της καλόγριας που διευθύνει ένα καθολικό ορφανοτροφείο στην αυστραλιανή επαρχία τη δεκαετία του ’40. «Ηταν μια ιστορία που είχαμε πάντα μέσα μας, απλώς εκφραζόταν διαφορετικά», λέει.
Από κάτω, στη γαλλική λεωφόρο της δόξας, τη φημισμένη Κρουαζέτ, δεκάδες περαστικοί περιμένουν στην είσοδο του ξενοδοχείου με την κάμερα του κινητού έτοιμη να απαθανατίσει λαμπερούς σταρ, επίδοξοι fans -καλοντυμένοι με τουαλέτες και σμόκιν από τις 9 το πρωί- ξεροσταλιάζουν για μια ουρανοκατέβατη πρόσκληση σε πρεμιέρα από κάποιον μεγαλόψυχο καλεσμένο, απτόητοι λουόμενοι απολαμβάνουν τη συννεφιασμένη Κυανή Ακτή δίπλα στο θερινό (και δωρεάν!) σινεμά του φεστιβάλ και μια επίμονη, εκκωφαντική σειρήνα απειλεί να καταστρέψει τα ηχητικά πειστήρια αυτής της συνέντευξης.
«Είμαι κατενθουσιασμένη με τη χθεσινοβραδινή υποδοχή της ταινίας», ομολογεί η Blanchett, που θα έπρεπε να είναι συνηθισμένη σε θριαμβευτικά σχόλια (άλλωστε μόλις πριν από λίγους μήνες το «Tar» τής χάρισε την 8η υποψηφιότητά της για Οσκαρ). «Hταν εμφανές ότι μίλησε σε κόσμο που δεν έχει καμία επαφή με την κουλτούρα της Αυστραλίας, η ιστορία έχει μια οικουμενικότητα».
Η αλήθεια είναι ότι η ίδια έμοιαζε τόσο χαλαρή και χαρούμενη που εμφανίστηκε στο coctail party που ακολούθησε φορώντας μια βελούδινη ολόσωμη φόρμα Giorgio Armani, αλλά εντελώς ξυπόλητη (σήμερα είναι σικ και άνετη με oversized sneakers Alexander McQueen).
Στο «The New Boy» υποδύεται την Αδελφή Αϊλίν, μια υπομονετική μητρική φιγούρα για το Αβορίγινο αγόρι που της παραδίδει ένα βράδυ στο μοναστήρι η Aστυνομία. Οι αθώες βλασφημίες του (και οι ενδεχομένως μεταφυσικές του τάσεις) αναστατώνουν τη λειτουργία αυτού του σχεδόν ξεχασμένου μέρους με τρόπο που ξύπνησε στην Μπλάνσετ περίπλοκες αναμνήσεις από τη δική της παιδική ηλικία. «Πάντα ήθελα να πάρω αποβολή από ένα καθολικό οικοτροφείο», λέει γελώντας.
«Πήγαινα στο τοπικό Δημοτικό και η καλύτερή μου φίλη πήγαινε δίπλα, στο καθολικό. Συναντιόμασταν από τις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος και ήθελα να πηδήξω στην άλλη μεριά γιατί έβλεπα τα παιδιά να βρίζουν και να παίζουν ξύλο. Φαινόταν τόσο συναρπαστικό. Φυσικά δεν ήξερα τίποτα για τις σκοτεινές πτυχές της Καθολικής Εκκλησίας, μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στη Λειτουργία (με τη φίλη μου). Ηξερα ότι αυτά τα τελετουργικά έκρυβαν κάτι κι αυτό μου κινούσε το ενδιαφέρον. Και μετά πέθανε ο πατέρας μου. Πέρασα ένα χρόνο περιμένοντας να επιστρέψει, πήγαινα κάθε Κυριακή στην εκκλησία ελπίζοντας, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν θα γυρίσει».
Ωστόσο η Blanchett, που περιγράφει ως ζόρικη τη σχέση της με την οργανωμένη θρησκεία, θεωρεί ότι έχει καθήκον να συζητάει με τα παιδιά της για πνευματικά ζητήματα. Μαζί με τον επί 26 χρόνια σύζυγό της, σκηνοθέτη και παραγωγό Αντριου Απτον (μαζί με τον οποίο ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Dirty Films, στην οποία ανήκει και το «Τhe New Boy»), έχουν τρεις γιους ηλικίας από 15 ως 21 ετών και μια 8χρονη κόρη, την οποία υιοθέτησαν από τις ΗΠΑ.
«Προσπαθώ να μην είμαι προληπτική και φοβισμένη, ούτε να είμαι ανοιχτά σίγουρη για κάτι, πράγμα που θεωρώ ότι είναι το αρνητικό στοιχείο της θρησκείας», συνεχίζει. «Είναι ωραίο πού και πού να έχεις κάτι να επικρίνεις, ειδικά όταν πιστεύεις ότι είναι έμφυτα λανθασμένο. Ο κόσμος είναι σκληρός και όλοι προσπαθούμε ενστικτωδώς να προστατεύσουμε τα παιδιά μας. Τα λάθη είναι επώδυνα».
Η Blanhett και η οικογένειά της ζουν στο Λονδίνο, αλλά η ταινία «The New Boy» τής έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψει στην πατρίδα της και μάλιστα κατά τη διάρκεια του πανδημικού lockdown. «Θέλω τα παιδιά μου να έχουν σχέση με την Αυστραλία ως τόπο, ως γη και ως φύση», δηλώνει. «Μου έλειπε πολύ αυτό το μέρος, ανυπομονούσα να ξανασυνδεθώ μαζί του. Οταν ζεις στο εξωτερικό και όλα ξαφνικά κλείνουν, αναρωτιέσαι αν θα γυρίσεις ποτέ πίσω. Αυτή η ταινία ήταν τελικά δώρο Θεού».