Προτού η Κάθριν Μέγερ Γκράχαμ κλείσει τα 40 όλα έμοιαζαν στη ζωή της σχεδόν οριοθετημένα: ένας καταπιεστικός πλην γοητευτικός σύζυγος, εκδότης της «Washington Post», μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια, συνταγές που έπρεπε να εκτελέσει στην κουζίνα, οικογενειακά τραπέζια. Και μια κρυφή κλίση για τη δημοσιογραφία την οποία ασκούσε στο βασικότερο επίπεδο διαβάζοντας τα γράμματα που έστελναν οι αναγνώστες στην εφημερίδα που διοικούσε ο άνδρας της.
Η ανασφάλειά της, ποτισμένη βαθιά στις μεγάλες επιτυχίες του οικογενειακού παρελθόντος και της προβλέψιμης εξωτερικής της εικόνας, δεν της επέτρεπαν μεγάλα άλματα – ούτε καν στην πιο τολμηρή της φαντασία. Και όμως μέσα σε πέντε χρόνια η άλλοτε χαμηλοβλεπούσα και άκρως ντροπαλή Κάθριν Γκράχαμ θα αναλάμβανε τα ηνία του δημοσιογραφικού ομίλου της Washington Post ανατρέποντας όλα τα δεδομένα: θα καθιερώσει νέα ένθετα, θα επινοήσει εκ νέου τον όρο στυλ και θα αποκαλύψει το τεράστιο σκάνδαλο Watergate – για το οποίο θα βραβευτεί και θα αναχθεί στην πιο γνωστή γυναίκα στον κόσμο της δημοσιογραφίας παγκοσμίως.
Οι αποκαλυπτικές ιστορίες που ήρθαν στο φως από την εφημερίδα που η ίδια διοικούσε έγιναν αρχικά ταινία με τεράστια επιτυχία -με τον τίτλο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου»- και τώρα, μερικά χρόνια μετά τον θάνατό της- μεταφέρονται και πάλι στον κινηματογράφο με τη Μέριλ Στριπ να γίνεται η ίδια η Γκράχαμ για τις ανάγκες του πολυσυζητημένου «The Post» με τη σκηνοθετική σφραγίδα του Στίβεν Σπίλμπεργκ και τον Τομ Χανκς να υποδύεται τον αγαπημένο της δημοσιογράφο και «συνεργό στο έγκλημα» Μπεν Μπράντλι. Ηταν 1971 όταν η εκδότρια και ο περίοπτος συντάκτης αποφάσισαν να αγνοήσουν τις προεδρικές εντολές και να δημοσιεύσουν μια σειρά από έγγραφα, τα περίφημα «Εγγραφα του Πενταγώνου», που αφορούσαν την ύποπτη κυβερνητική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate. Αυτές οι αποκαλύψεις ανάγκασαν τον Νίξον σε παραίτηση και ανήγαγαν την Γκράχαμ σε δημοσιογραφικό πρότυπο. «Ηταν εκείνη που έθεσε την εφημερίδα σε ανοδική πορεία οδηγώντας τη στα ανώτατα επίπεδα της δημοσιογραφίας σε ό,τι αφορά τις αρχές, την υπεροχή και την τιμιότητα», δήλωνε πρόσφατα ο σημερινός αντιπρόεδρος της εφημερίδας Μπράντλι με αφορμή την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους. Για να καταλήξει: «Είναι τεράστιο το βάρος που αφήνει πίσω το όνομα της Γκράχαμ», χωρίς ίχνος υπερβολής.
Βέβαια δεν ήταν όλα τόσο εύκολα. Οχι μόνο σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση των «Εγγράφων του Πενταγώνου», που έκτοτε θα καθιερώσει τη φήμη της «Washington Post» ως το νούμερο ένα έντυπο στην ιστορία της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας, αλλά και στην προσωπική ζωή της διάσημης κατόπιν εκδότριας.
Ανίκανη κάποτε να υψώσει τη δική της φωνή, για αρκετά χρόνια θα ζούσε στη σκιά ισχυρών ανδρών και της μητέρας της η οποία είχε γράψει ιστορία στους υψηλούς κύκλους. Πατέρας της ήταν ο αρχικός ιδιοκτήτης της «Post», Ευγένιος Μέγερ, προτού την παραδώσει στον πανίσχυρο σύζυγό της Φίλιπ Γκράχαμ, αντί φυσικά για εκείνη, καθώς δεν υπήρχε τότε περίπτωση μια γυναίκα να κατέχει τα ηνία ενός ισχυρού εντύπου. Ο Μέγερ είχε αγοράσει την εφημερίδα σε κρυφή δημοπρασία αφού μετά το κραχ του ’29 είχε χρεοκοπήσει οδηγώντας τον προηγούμενο ιδιοκτήτη στο φρενοκομείο. Στις 13 Ιουνίου του 1933 η εφημερίδα θα περνούσε επίσημα στα χέρια του πατέρα της Κάθριν με τον οποίο εκείνη θα συνεργαζόταν ως απλή δημοσιογράφος στα κατώτερα κλιμάκια. Παρότι είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή της στη δημοσιογραφία από τον καιρό που ως φοιτήτρια έγραφε άρθρα στη «San Francisco News», στην οποία έπιασε δουλειά με που θα αποφοίτησε για 24 δολάρια την εβδομάδα, ο πατέρας της με δυσκολία θα της εμπιστευόταν κάποια θέση. Μάλιστα τα πρώτα της ρεπορτάζ αφορούσαν τις μεγάλες απεργίες καθώς τα ριζοσπαστικά της αισθήματα την οδήγησαν τότε στο πλευρό των εργατών. Ηταν και αυτός ένας τρόπος να πάει κόντρα στην οικογένεια αλλά και να μάθει τα μυστικά του αποκαλούμενου «αποκαλυπτικού ρεπορτάζ». Για την ίδια, άλλωστε, ευτυχία ήταν να βρίσκεται κοντά στην αίθουσα σύνταξης και να μυρίζει το χαρτί όταν έβγαινε από το πιεστήριο παρά η καλή ζωή και τα πάρτυ. Καμία σχέση, δηλαδή, με την αριστοκρατική μητέρα της στην οποία αφιέρωνε έργα τέχνης ο Ροντέν όταν εκείνη ήταν στο Παρίσι, ενώ στενός της φίλος και συνομιλητής ήταν ο Τόμας Μαν τον οποίο συναντούσε όταν ταξίδευε στην Κεντρική Ευρώπη. Οι διπλές σειρές με τα μαργαριτάρια που φορούσε μονίμως η μητέρα δεν αφορούσαν τη δική της αισθητική καθώς κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει -τουλάχιστον όσον αφορά την ενδυμασία- τον εαυτό της από τους υπόλοιπους συντάκτες. Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να τολμήσει να προσλάβει στυλίστα ή να συμβουλευτεί τον καλό της φίλο Οσκαρ ντε Λα Ρέντα για το πώς ακριβώς πρέπει να ντύνεται. Ακόμα και όταν ο Τρούμαν Καπότε θα αφιέρωνε σε εκείνη το επικό πάρτυ που έλαβε χώρα στο ξενοδοχείο «Plaza» το 1966 παρουσία όλων των διάσημων και κοσμικών της Νέας Υόρκης -μεταξύ των οποίων ο Νιάρχος και ο Ωνάσης- η ίδια δεν θα τολμούσε να αυτοπροβληθεί ως ιέρεια του στυλ. Παρ’ όλα αυτά καθιέρωσε ένα ολόκληρο ένθετο αποκλειστικά αφιερωμένο στο στυλ στην εφημερίδα – αντί για τα «ανούσια», όπως τα αποκαλούσε, γυναικεία ένθετα, τα οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τη δεκαετία του ’60.
Αυτή η αντίφαση σεμνότητας και τόλμης, απύθμενου θάρρους και βαθιάς ανασφάλειας θα είναι και τα βασικά συστατικά της προσωπικότητας της Γκράχαμ, τα οποία εξηγούν πώς μια εκδότρια αριστοκρατικής καταγωγής δέχτηκε να μετατραπεί σε απλή συντάκτρια και να αγωνιστεί στο πλευρό ενός νεαρού δημοσιογράφου για την αποκάλυψη των εγγράφων του Πενταγώνου. Επρόκειτο για έγγραφα 7.000 σελίδων που είχαν διαρρεύσει στον Τύπο από έναν στρατιωτικό αναλυτή, τον Ντάνιελ Ελσμπεργκ -αντίστοιχα με τα σημερινά WikiLeaks- που αφορούσαν την ολιγωρία, τις παραλήψεις και την εμπλοκή του αμερικανικού κράτους στον πόλεμο του Βιετνάμ προκαλώντας το λεγόμενο σκάνδαλο του Watergate. Πρώτοι είχαν προσπαθήσει να δημοσιεύσουν τα έγγραφα οι «New York Times» αλλά ο πρόεδρος Νίξον μπλόκαρε τη δημοσίευσή τους οδηγώντας την εφημερίδα στα δικαστήρια. Αψηφώντας, ωστόσο, τη δικαστική εμπλοκή του αντίπαλου εντύπου και τις προειδοποιήσεις των δικηγόρων της, η Γκράχαμ αποφάσισε να προχωρήσει. «Δημοσιεύστε τα πάντα τώρα!» ήταν η εντολή που έδωσε στον αγαπημένο της συντάκτη Μπράντλι και εκείνος έσπευσε να υπακούσει, όπως δήλωνε, «προτού η Γκράχαμ αλλάξει γνώμη». Ολα τότε έμοιαζαν να είναι εναντίον τους: η αμερικανική κυβέρνηση και το Κονγκρέσο που δεν έπαψαν να τους κυνηγούν, οι δικηγόροι που τους έλεγαν πως απειλούνταν η βιωσιμότητα της εφημερίδας και ότι κινδύνευαν να κλείσουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί που ανήκαν στην ίδια εταιρεία – καθώς και οι απλοί συντάκτες που φοβόντουσαν για το μέλλον τους και την απειλή της κατηγορίας της κατασκοπίας. Μόνο το δημοσιογραφικό δαιμόνιο υπαγόρευσε στην Γκράχαμ να προχωρήσει προλαβαίνοντας τη δικαστική απόφαση που θα επέτρεπε, τελικά, στους «New York Times» να δημοσιεύσουν για λόγους συνταγματικού συμφέροντος τα έγγραφα. Η τόλμη της Γκράχαμ θα αποδειχθεί καθοριστική και θα κατευθύνει όλες τις ενέργειές της μετατρέποντας την άβουλη μέχρι πρότινος σύζυγο σε ισχυρό παράγοντα του διεθνούς Τύπου. Στην «Προσωπική Ιστορία», τη διάσημη αυτοβιογραφία της που θα βραβευτεί με Πούλιτζερ, εξηγεί πώς η αίσθηση της μόνιμης μειονεξίας μεταμορφώθηκε σε ανεξήγητη τόλμη που βοήθησε την ίδια αλλά και την εφημερίδα: «Το μοναδικό εμπόδιο που μπορούσε τότε να σταθεί στον δρόμο μου ήταν η ανασφάλειά μου», γράφει στο βιβλίο. «Εν μέρει αυτό είχε να κάνει με τα προσωπικά μου βιώματα αλλά σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στον στενό τρόπο με τον οποίο οριζόταν η θέση της γυναίκας στην κοινωνία στη δική μου γενιά. Είχαμε μεγαλώσει πιστεύοντας ότι ο ρόλος μας πρέπει να είναι αποκλειστικά αυτός της μητέρας και της συζύγου. Είχαμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε ότι ήρθαμε στον κόσμο για να κάνουμε ευτυχείς τους άνδρες και τα παιδιά μας».
Πάντως η ίδια μόνο ευτυχής δεν ήταν με τον άνδρα της. Παρότι άκρως γοητευτικός και ισχυρός, «ένας πραγματικός αριστοκράτης», όπως τον περιέγραφε, ο Φίλιπ Γκράχαμ δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τα τραύμα που του άφησαν οι εικόνες από τον Πόλεμο και η αυστηρή του ανατροφή. Οι ικανότητές του στα οικονομικά και τη διοίκηση παρ’ ολίγον να τον χρίσουν γερουσιαστή καθώς η πολιτική ήταν παράδοση για την οικογένεια του. Αναλαμβάνοντας την εφημερίδα που του άφησε ο πεθερός του, οι εσωτερικές συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν, οι δόσεις στο αλκοόλ που κατανάλωνε καθημερινά επίσης, και να νεύρα του έσπασαν. Το 1963 ο άλλοτε πανίσχυρος Φίλιπ Γκράχαμ ήταν πλέον ένας μανιοκαταθλιπτικός αλκοολικός, είχε ήδη νοσηλευτεί δύο φορές στο ψυχιατρείο Chestnut Lodge, ενώ διατηρούσε επίσημο δεσμό με νεαρή δημοσιογράφο. Μόλις σε λίγους μήνες αυτοκτόνησε στην εξοχική κατοικία τους αφήνοντας στη σύζυγό του μια μεγάλη αυτοκρατορία και το δίλημμα του κατά πόσο έπρεπε να παραμείνει μια τεθλιμμένη χήρα ή να προχωρήσει. Σε μια κρουαζιέρα που έκανε έναν μήνα μετά τον τραγικό θάνατο του άνδρα της στα νησιά των Κυκλάδων, η Κάθριν Μέγερ Γκράχαμ θα δηλώσει στη μητέρα της την απόφαση -κόντρα σε κάθε προσδοκία- να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Κανείς τότε δεν περίμενε ότι η άπειρη Κάθριν θα αποδεικνυόταν μια από τις πιο πετυχημένες εκδότριες στην ιστορία του Τύπου. «Οταν πρωτοανέλαβα δεν τολμούσα καν να εμφανιστώ στη γιορτή της εφημερίδας χωρίς να προβάρω το “Καλά Χριστούγεννα” πέντε φορές μπροστά στον καθρέφτη», ομολογεί στην αυτοβιογραφία της. Οι συντάκτες οικτίραν τη βαθιά της άγνοια και χρειάστηκαν αρκετοί μήνες για να μάθει να διευθύνει επαρκώς την επιχείρηση.
Ηξερε όμως να συμβουλεύεται τους καλύτερους: με το που ανέλαβε ζήτησε τη συνδρομή περίοπτου δικηγόρου Φρέντρικ «Φριντζ» Μπίμπι, του Τζέιμς Ρέστον και του αρθρογράφου Γουόλτερ Λίπμαν. Ηταν ήδη 46 χρονών. Αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη δημοσιογραφία και στα ταξίδια καλλιεργώντας μια βαθιά αγάπη και έναν ουσιαστικό κοσμοπολιτισμό -δικό της δημιούργημα είναι και το διεθνές πλέον έντυπο «Newsweek»- ενώ υπήρξε και στενή φίλη με όλους τους ισχυρούς από διαφορετικό φάσμα της εξουσίας: από τους προέδρους Λίντον Τζόνσον έως τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και από τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν έως τον αείμνηστο Χάβελ της Δημοκρατίας της Τσεχίας και τον Βίλι Μπραντ. Υπήρξε αυτή που ξεχώρισε τον Μπιλ Γκέιτς, ήταν στενή φίλη με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, ενώ συνδεόταν στενά με την πανίσχυρη πρώτη κυρία της Conde Nast και της «Vogue» Αννα Γουίντουρ.
Σε λίγες μέρες αναμένεται να βγει στις αίθουσες η ταινία που ενσαρκώνει τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική επιτυχία της καριέρας της, για την οποία ο γιος της -και πρώην ισχυρός άνδρας της «Post» αφού την πούλησε το 2013 στον Τζεφ Μπέζος- μόνο καλά λόγια έχει να πει. Εκτός από μια τεράστια αυτοκρατορία στον χώρο των ΜΜΕ η αξέχαστη εκδότρια άφησε πίσω της και μια ολοζώντανη ιστορία την οποία μπορούν να επικαλούνται οι δημοσιογράφοι αλλά και οι γυναίκες που νομίζουν ότι δεν υπάρχουν προοπτικές για αλλαγές μετά τα σαράντα. «Αγάπησα τη ζωή μου αλλά πιο πολύ αγάπησα με πάθος τη δουλειά μου και όλη την εταιρεία», θα γράψει η Γκράχαμ στην αυτοβιογραφία της φροντίζοντας να μείνει ενεργή ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Πέθανε στα 86 της σε ατύχημα σε ένα δημοσιογραφικό συνέδριο, προσπαθώντας δηλαδή να ενημερωθεί για ακόμα μια εξέλιξη στη δημοσιογραφία. Σήμερα που τα media περνούν τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία τους, το προσωπικό παράδειγμα της Γκράχαμ φαντάζει επιτακτικότερο από ποτέ -και η προσωπική της ιστορία ίσως είναι η απάντηση στην απαισιοδοξία των ημερών.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΖUMAPRESS/VISUALHELLAS.GR