Ενάμιση χρόνο μετά την ανακοίνωση του χωρισμού της από τον πρίγκιπα Κάρολο, η Νταϊάνα βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της προσοχής φορώντας ένα φόρεμα που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως “Revenge Dress” (φόρεμα εκδίκησης). Σχεδόν 25 χρόνια μετά, η στιγμή παραμένει μία από τις πιο iconic στην ιστορία της μόδας και πρόκειται για το πιο σχολιασμένο φόρεμα της σύγχρονης εποχής. Η μόδα έχει άποψη, μπορεί να μιλήσει, και αυτή η κομψή εμφάνιση της Lady D, με το μαύρο, στενό, off the shoulder φόρεμα της Χριστίνας Σταμπολιάν υπήρξε η μεγαλύτερη απόδειξη, καταφέρνοντας να πείσει τον βρετανικό λαό, εκείνο το άβολο και δύσκολο βράδυ, πως ήταν καλά ψυχολογικά.
Πολλοί πιστεύουν πως η ιστορία του Revenge Dress ξεκίνησε την ημέρα της 29ης Ιουνίου του 1994, όταν το ITV πρόβαλε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ δυόμισι ωρών για τον πρίγκιπα Κάρολο, στο οποίο παραδέχτηκε πως υπήρξε άπιστος. «Προσπαθήσατε να είστε πιστός και να τιμήσετε τη γυναίκα σας όταν πήρατε τον όρκο του γάμου;», τον ρώτησε ο δημοσιογράφος Jonathan Dimbleby. «Ναι, απολύτως», απάντησε ο πρίγκιπας Κάρολος. «Και ήσασταν;», τον πίεσε ο Dimbleby. «Ναι», απάντησε ο Κάρολος. «Μέχρι να καταστραφεί (ο γάμος) ανεπανόρθωτα, και οι δύο το προσπαθήσαμε».
Η Νταϊάνα μπορεί να μη σχολίασε την τηλεοπτική παραδοχή μοιχείας του συζύγου της, αλλά κατάφερε να μιλήσει μέσα από την επιλογή του φορέματός της – το οποίο υπήρχε στην γκαρνταρόμπα της για τρία χρόνια ολόκληρα χρόνια – την ίδια ημέρα της συνέντευξής του. H σχεδιάστρια Χριστίνα Σταμπολιάν, που γεννήθηκε στο Βόλο, κατάγεται από οικογένεια Αρμένιων προσφύγων. Ο πατέρας της ήταν φημισμένος ράφτης της πόλης, ο Κιρκόρ Σταμπολιάν, με έδρα την οδό Τοπάλη. Η μητέρα της, Ασημίνα Σταμπολιάν, ήταν κεντήστρα. Η ίδια, αφού αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή του Βόλου έφυγε για την Αθήνα, όπου συνέχισε με σπουδές ζωγραφικής, ενδυματολογίας και διακόσμησης στη Σχολή Βακαλό.
Τριάντα ένα χρόνια μετά την πρώτη της συνάντηση με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, μιλά στο Μarie Claire, περιγράφοντας την πραγματική ιστορία του φορέματος και τη ζωή της στο Λονδίνο.
Ζείτε στην καρδιά του Λονδίνου και μιλάμε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ. Πώς βιώσατε την κατάσταση;
Αυτές τις ημέρες οι δρόμοι στο κέντρο ήταν αρκετά ήσυχοι, αλλά κοντά στο παλάτι ήταν αδύνατο να πέσει έστω και μια καρφίτσα. Βρετανοί και κόσμος από το εξωτερικό κάθονταν απ’ έξω και μάθαιναν τα νέα. Ευτυχώς ο καιρός δεν ήταν άσχημος, αν και φθινόπωρο – εδώ, στην Αγγλία, σκεφτόμαστε πάντα τον καιρό. Η βασίλισσα Ελισάβετ υπήρξε μια πολύ δραστήρια γυναίκα και με πολύ καλή μνήμη παρά την ηλικία της. Αν και δεν την είχα γνωρίσει, τη συμπαθούσα πολύ.
Γεννηθήκατε, μεγαλώσατε και σπουδάσατε στον υπέροχο Βόλο. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
Αν και ήταν πολύ απλά χρόνια, πραγματικά θα ήθελα να τα ξαναζήσω. Δεν υπήρχαν καν αυτοκίνητα, οι δρόμοι ήταν φτιαγμένοι για τα παιδιά. Βρισκόμασταν συνέχεια έξω για ατελείωτο παιχνίδι, με πολλά ποδήλατα. Ήταν άπειρα! Πρόκειται για μια πολύ όμορφη πόλη με θάλασσα, αν και πλέον έχει αλλάξει πολύ.
Η ανάγκη για την ενασχόληση με την ενδυματολογία ήρθε από τα βιώματα που είχατε από τον πατέρα σας;
Σίγουρα προέρχεται από την οικογένειά μου. H μητέρα μου ήταν πολύ καλή κεντήστρα και ο πατέρας μου ήταν ράφτης. Τους αγαπούσα πολύ. Η μόδα μου άρεσε από πάρα πολύ μικρή. Θυμάμαι που είχα μια κούκλα την οποία έντυνα εγώ. Νομίζω ήμουν περίπου έξι ετών. Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να μπορώ να σχεδιάζω ρούχα για τον εαυτό μου. Και τελικά σιγά-σιγά το κατάφερα. Ξεκίνησα να σχεδιάζω από πολύ νωρίς, δίχως να σκέφτομαι ότι μια μέρα θα γίνω σχεδιάστρια. Βασικά το έκανα για λόγους ανάγκης, γιατί εκείνη την εποχή ήταν λίγο δύσκολο χρηματικά το ν’ αγοράσει κανείς καλοραμμένα φορέματα. Έτσι είπα ότι αν θέλω να φοράω τέτοια φορέματα, πρέπει να τα σχεδιάσω μόνη μου. Στα 18 μου έφυγα από τον Βόλο και πήγα στην Αθήνα για να σπουδάσω στη σχολή Βακαλό. Τον πρώτο καιρό στην Αθήνα εργαζόμουν, συγχρόνως, στη βασιλική πρόνοια για παιδιά, για την οποία είχα αρχίσει να δουλεύω στο Βόλο.
Το 1968 βρέθηκα στο Λονδίνο. Στην αρχή ζούσα με την αδερφή μου και την οικογένειά της. Παρόλο που δε μιλούσα καθόλου αγγλικά, βρήκα μέσα σε μια εβδομάδα μια πολύ καλή εργασία ως σχεδιάστρια σ’ έναν οίκο που λεγόταν AJ Wolf και που φυσικά δεν υπάρχει πια. Βέβαια τότε τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τώρα. Στη συνέχεια εργάστηκα σ’ έναν άλλο οίκο, κάποιου Κύπριου, και τελικά βρέθηκα κάπου αλλού, που ήταν η καλύτερή μου δουλειά, αφού στα τέλη του ’70 έβαζα πια την υπογραφή μου στα φορέματα που δημιουργούσα.
Είχα πάντα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να μπορώ να σχεδιάζω ρούχα για τον εαυτό μου. Και τελικά σιγά-σιγά το κατάφερα. Ξεκίνησα να σχεδιάζω από πολύ νωρίς, δίχως να σκέφτομαι ότι μια μέρα θα γίνω σχεδιάστρια.
Πόσο δύσκολο είναι τελικά να βρεθεί κάποια νέα γυναίκα σε μια ξένη χώρα και να ξεκινήσει τη ζωή της δίχως να γνωρίζει τη γλώσσα;
Πιστεύω ότι όταν θέλεις κάτι και το πιστεύεις γίνεται. Όταν είσαι χλιαρή μέσα σου, είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Πρέπει όμως να τονίσω ότι εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ πιο εύκολα και απλά τα πράγματα. Ο ανταγωνισμός δεν ήταν μικρότερος, αλλά όταν έψαχνες για μια θέση εργασίας, έβρισκες τις ανάλογες αγγελίες, τηλεφωνούσες και αν τους άρεσε η φωνή σου, σου έκλειναν ραντεβού. Τώρα βλέπω τους νέους, που ενώ είναι αρκετά οργανωμένοι και μορφωμένοι, στέλνουν email σε δεκαπέντε διαφορετικά καταστήματα ή δουλειές και δεν παίρνουν καν απάντηση. Και οι ίδιοι οι νέοι, βέβαια, έχουν κάνει τις ζωές τους αλλόκοτες και σε αυτό φταίει το κινητό τους και το ίντερνετ. Βλέπω ότι δεν έχουν πραγματικούς φίλους και αυτό το βρίσκω πολύ περίεργο. Δεν έχουν ενδιαφέροντα. Το μόνο που τους νοιάζει είναι το smartphone και τίποτα άλλο. Δεν ακούω συζητήσεις πια. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και στην Ελλάδα πια, αλλά δεκαπέντε χρόνια πριν ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Σας γυρίζω πίσω. Πότε και πώς έγινε η γνωριμία με την πριγκίπισσα Νταϊάνα;
Eίχα μια boutique στη Beauchamp Place και δίπλα υπήρχε ένα εστιατόριο το οποίο λεγόταν San Lorenzo. Ήταν αρκετά δημοφιλές και αγαπημένο στέκι καλλιτεχνών, διασήμων, κόσμου της μόδας αλλά και της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Στην Beauchamp Place υπήρχαν πολλά καταστήματα οίκων κι έτσι το εστιατόριο είχε θαμώνες και από τον κόσμο της μόδας. Μια ημέρα βρισκόμουν στην τουαλέτα του εστιατορίου, έπλενα τα χέρια μου και ξαφνικά μπήκε η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Εκεί ήταν η πρώτη μας γνωριμία, γελάσαμε, συστηθήκαμε κι αυτό ήταν. Μετά από αρκετό καιρό, και συγκεκριμένα ένα Σάββατο του Σεπτεμβρίου του 1991, ήρθε στη boutique μου εντελώς ξαφνικά. Δεν έκλεινα ποτέ ραντεβού γιατί δεν ήθελα να μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι ποιοι πελάτες έρχονταν στο μαγαζί. Μπήκε στο κατάστημά μου με τον αδερφό της και κοιτούσε τα ρούχα μου, επιλέγοντας ένα μάλλινο φόρεμα και μία πλισέ μπλούζα τα οποία και αγόρασε. Ο πραγματικός όμως λόγος της επίσκεψής της ήταν ότι ήθελε ένα cocktail φόρεμα.
Ο αδερφός της, Τσαρλς Σπένσερ, καθόταν σε μια πολυθρόνα και παρακολουθούσε σιωπηλός. Τελικά, μετά από συζήτηση αποφασίσαμε με τη Νταϊάνα ότι το φόρεμα θα γινόταν σε μαύρο χρώμα, από ύφασμα μεταξωτό jacquard και chiffon. Όταν είδε κάποια σχέδια, παρατήρησα ότι ήταν κάπως σκεπτική κι αμέσως σκέφτηκα πως οι ιδέες μου ήταν κάπως τολμηρές. Αυτό είπε κι εκείνη: «Μου αρέσουν πολύ τα σχέδια αλλά τα βρίσκω κάπως παραπάνω αποκαλυπτικά». Τελικά, μετά από σκέψη και για το χρώμα – η ίδια δεν ήταν σίγουρη για το μαύρο, σκεφτόταν και το off white – καταλήξαμε πως το τελικό σχέδιο ήταν καλό. Κάπου εκεί ρώτησε και τη γνώμη του αδερφού της κι εκείνος της απάντησε χαμογελώντας πως αν αρέσει σ’ εκείνη, είναι εντάξει.
Τελικά η παραγγελία του υφάσματος για το φόρεμα έγινε από το Κόμο της Ιταλίας: μεταξωτό, jacquard, μονόχρωμο με διακριτικό φλοράλ μοτίβο για το μπούστο και μεταξωτό απλό chiffon για τη φούστα και τα μανίκια. Την πρώτη φορά που είχε επισκεφτεί την boutique και σχεδιάστηκε το φόρεμα, δόθηκε στο περίπου ένα ραντεβού – απέφευγε κι εκείνη τις κάμερες – και κάποιες μέρες μετά, βρέθηκε ξανά στο μαγαζί για την πρόβα της. Εκείνη την ημέρα εγώ έλειπα. Το φόρεμα εστάλη στο Buckingham Palace και στις 21 Οκτωβρίου του 1991 έλαβα μια επιταγή με την αμοιβή μου, που ήταν το ποσό των 900 λιρών. Εκείνη την περίοδο η Νταϊάνα ήταν καθημερινά πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τα παρακολουθούσα, μήπως είχε κάνει κάποια εμφάνιση με το συγκεκριμένο φόρεμα.
«Μου αρέσουν πολύ τα σχέδια αλλά τα βρίσκω κάπως παραπάνω αποκαλυπτικά»: Τελικά μετά από σκέψη και για το χρώμα – η ίδια δεν ήταν σίγουρη για το μαύρο, σκεφτόταν και το off white – καταλήξαμε πως το τελικό σχέδιο ήταν καλό. Κάπου εκεί ρώτησε και τη γνώμη του αδερφού της κι εκείνος της απάντησε χαμογελώντας πως αν αρέσει σ’ εκείνη, είναι εντάξει.
Ο καιρός πέρασε, το θέμα είχε ξεχαστεί και ξαφνικά στις 29 Ιουνίου του 1994 η Νταϊάνα εμφανίστηκε στο ετήσιο event συγκέντρωσης χρημάτων του περιοδικού Vanity Fair, στη Serpentine Gallery και στους κήπους του Kensington Gardens, φορώντας το συγκεκριμένο φόρεμα. Τότε ήταν που ο σύζυγός της, Kάρολος, είχε κάνει την περιβόητη εξομολόγηση για τη σχέση του με την τωρινή σύζυγό του, Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς, σε συνέντευξή του στον Jonathan Dimbleby. Eκείνη σκέφτηκε να φορέσει κάτι που δεν θα άφηνε καθόλου ευχαριστημένη τη βασιλική οικογένεια.
Η Νταϊάνα λοιπόν έδωσε την απάντησή της στον Κάρολο και στο βρετανικό λαό μέσα από τη μόδα και από το φόρεμα που σχεδιάσατε: «Είμαι καλά».
Ακριβώς. Είμαι καλά, καλύτερα από ποτέ. Είχα διαβάσει, στο βιβλίο μιας αρκετά καλής Αγγλίδας συγγραφέα, πως το φόρεμα για εκείνο το βράδυ έψαξε να το βρει ο πολύ καλός της φίλος και μπάτλερ, Πολ Μπάρελ. Ενώ επρόκειτο να φορέσει ένα φόρεμα Valentino, άλλαξε γνώμη τελευταία στιγμή, επειδή δεν της άρεσε το ότι ο διάσημος οίκος μόδας διέρρευσε πρόωρα στον Τύπο το σχέδιο με το οποίο θα εμφανιζόταν στο συγκεκριμένο event. Έτσι ο μπάτλερ έψαξε την γκαρνταρόμπα της και τελευταία στιγμή κατέληξαν στο δικό μου, μαύρο φόρεμα.
Το πιο φημισμένο φόρεμα λοιπόν της σύγχρονης εποχής βρισκόταν άθικτο στη ντουλάπα της πριγκίπισσας Νταϊάνα για τρία ολόκληρα χρόνια. Τι άλλαξε για εσάς μετά τη συγκεκριμένη εμφάνιση;
Βασικά, όταν το φόρεσε, η εταιρεία στην οποία εργαζόμουν όταν το είχα σχεδιάσει είχε κλείσει πολύ ξαφνικά. Εκείνη την περίοδο, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τη μόδα. Κάτι συνέβαινε. Είχα αρχίσει λοιπόν να εργάζομαι μόνη μου. Είχα πολλά τηλεφωνήματα από τα media για συνεντεύξεις και λοιπά και είχα κουραστεί πάρα πολύ. Δε μου άρεσε που εργαζόμουν μόνη μου, δεν ήμουν συνηθισμένη. Σκεφτόμουν ότι ήθελα και μια αλλαγή στη ζωή μου. Λίγο αργότερα με προσέγγισε ένας οίκος από την Κύπρο, με τον οποίο συνεργάστηκα για κάποια χρόνια, και μετά επέστρεψα στην Ελλάδα για δεκαπέντε χρόνια περίπου. Πηγαινοερχόμουν, δηλαδή, Λονδίνο – Βόλο.
Σας πλησίασαν άλλες διάσημες προσωπικότητες για παραγγελίες;
Ναι, αλλά απέφυγα πολλούς γιατί δεν μπορούσα να συνεχίσω να εργάζομαι μόνη μου.
Συμφωνούσατε με τον χαρακτηρισμό, «Revenge Dress»;
Όχι, ήταν κάπως αμερικανικό όλο αυτό και δε μου άρεσε. Δεν ταίριαζε σ’ εμένα και πίστευα ότι δε με συμπαθούσε και το παλάτι εξαιτίας της έκτασης που είχε πάρει το θέμα. Ήταν και λάθος, επειδή όταν η Νταϊάνα είχε έρθει να ζητήσει να της σχεδιάσω ένα cocktail φόρεμα δεν ήταν για τη συγκεκριμένη περίσταση, όπως πολλοί νόμισαν στη συνέχεια. Βέβαια ήταν όντως μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της. Η Νταϊάνα δεν ήταν απλά μια όμορφη γυναίκα, ήταν πολύ περισσότερα.
O χαρακτηρισμός “Revenge Dress” ήταν και λάθος, επειδή όταν η Νταϊάνα είχε έρθει να ζητήσει να της σχεδιάσω ένα cocktail φόρεμα δεν ήταν για τη συγκεκριμένη περίσταση, όπως πολλοί νόμισαν στη συνέχεια.
Την ξανασυναντήσατε;
Ναι, σε μια δημοπρασία που διοργάνωσε η ίδια στον οίκο Christies με 79 από τα διασημότερα φορέματά της, ώστε να συγκεντρώσει χρήματα για το AIDS και φιλανθρωπικές οργανώσεις. Όταν με είδε, έσκυψε – γιατί είμαι η μισή σε ύψος απ’ ό,τι ήταν εκείνη – και μου είπε: «Μεταξύ μας, ήταν λίγο δύσκολο να χωρέσω στο φόρεμα τρία χρόνια μετά, αλλά τα κατάφερα». Είχε πολύ χιούμορ. Ακόμη και ο τρόπος που το είπε, βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα της μην τυχόν και ακούσει κανείς, μ’ έκανε να γελάσω. Έκτοτε δεν είχαμε την ευκαιρία να τα ξαναπούμε. Η τελική δημοπρασία στο Christies της Νέας Υόρκης είχε εξίσου μεγάλη επιτυχία. Το δικό μου φόρεμα πωλήθηκε για 74.000 δολάρια.
Όταν με είδε, έσκυψε – γιατί είμαι η μισή σε ύψος απ’ ό,τι ήταν εκείνη – και μου είπε: «Μεταξύ μας, ήταν λίγο δύσκολο να χωρέσω στο φόρεμα τρία χρόνια μετά, αλλά τα κατάφερα». Είχε πολύ χιούμορ.
Κι εσείς είχατε πάρει μόλις 900 λίρες. Σήμερα πού βρίσκεται το φόρεμα;
Κανείς δεν ξέρει. Αγοράστηκε αρχικά, τότε, από ένα ζευγάρι Σκωτσέζων, τον Graeme και την Briege Mackenzie, υποσχόμενοι πως θα το πουλούσαν σε άλλες δημοπρασίες για να βοηθήσουν ακόμη περισσότερο άλλα ιδρύματα. Με τον Graeme κράτησα φιλία για πολλά χρόνια. Χρησιμοποίησε το φόρεμα, όντως, σε άπειρες φιλανθρωπικές οργανώσεις, ενισχύοντας ιδιαίτερα στη σκωτσέζικη Children 1st. Δε γνωρίζω όμως πού βρίσκεται ο ίδιος πια, ούτε και το φόρεμα. Η σύζυγός του, όπως γίνονταν στην αρχή και μ’ εμένα, ήταν κάπως αντίθετη με όλα αυτά που προκαλούσε το φόρεμα, για παράδειγμα με τα πολλά τηλεφωνήματα.
Πριν από τέσσερα χρόνια μου τηλεφώνησε μια ιστορικός από το Blenheim Palace, ένα πολύ όμορφο παλάτι της Οξφόρδης, στο οποίο ήθελαν να κάνουν μια έκθεση φορεμάτων και με ρώτησαν αν έχω πιστό αντίγραφο του φορέματος. Εγώ, όσο βρισκόμουν στο Βόλο, είχα αρκετά ελεύθερο χρόνο κι έτσι αποφάσισα να κάνω δύο αντίγραφα για μένα. Είχαν πολλή δουλειά, αλλά έγιναν πολύ καλά. Το ένα το είχα πουλήσει σε έναν συλλέκτη της Ουαλίας και το άλλο το είχα κρατήσει για εμένα. Τελικά επικοινώνησαν από το Blenheim Palace με τον συλλέκτη και πήραν από εκείνον τη ρέπλικα του φορέματος.
Δε γνωρίζω όμως πού βρίσκεται ο ίδιος πια, ούτε και το φόρεμα. Η σύζυγός του, όπως γίνονταν στην αρχή και μ’ εμένα, ήταν κάπως αντίθετη με όλα αυτά που προκαλούσε το φόρεμα, για παράδειγμα με τα πολλά τηλεφωνήματα.
Δεν πιστεύετε ότι μαθεύτηκε κάπως καθυστερημένα στην χώρα μας το γεγονός ότι η σχεδιάστρια του διάσημου φορέματος είναι Ελληνίδα;
Στο Βόλο είχε μαθευτεί, αλλά καταλαβαίνω τι λέτε. Τότε είχα μιλήσει σε κάποιες εφημερίδες.
Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει στη μόδα;
Τα πάντα, είναι αγνώριστη. Δεν ξέρω τι γίνεται στην Ελλάδα, αλλά εδώ στο Λονδίνο δε βλέπεις τίποτα άλλο πέρα από σκισμένα jeans και Τ-shirts. Κάποιοι οίκοι και καταστήματα το προσπαθούν, αλλά δεν υπάρχει κανείς μέσα σε αυτά.
Ποια κομμάτια πιστεύετε πως δεν πρέπει να λείπουν από μια γυναικεία γκαρνταρόμπα;
Κλασικά κομμάτια που, για εμένα, είναι τα πιο απαραίτητα. Έχω κάποια που μπορεί να είναι και είκοσι ετών και ακόμη φοριούνται άνετα. Και όταν εργαζόμουν ως σχεδιάστρια, είχα τη φήμη πως ό,τι αγόραζαν από εμένα θα μπορούσε να φορεθεί για πάντα. Πίστευα στην απλότητα, στο καλό κόψιμο και design του ρούχου. Να είναι καλοραμμένο και καλοφτιαγμένο. Κάτι επίσης πολύ σημαντικό – το οποίο πάντα επιδίωκα – είναι η κλωστή να έχει ακριβώς το ίδιο χρώμα με το καλό ύφασμα. Το φόρεμα δεν πρέπει να σε φοράει αλλά να το φοράς. Εγώ προτιμώ να ντύνομαι με top και παντελόνι ή φούστα. Αγαπημένο μου χρώμα είναι το μαύρο ενώ επιλέγω και κάποια ρούχα σε γκρι χρωματισμούς. Δεν μ’ αρέσει το μπέρδεμα των χρωμάτων και η τρέλα που επικρατεί στην Αγγλία. Μ’ αρέσει η μονοχρωμία. Η Νταϊάνα, για παράδειγμα, ντυνόταν πολύ ωραία.
Τι σκεφτήκατε στο άκουσμα της είδησης του θανάτου της;
Ήταν πραγματικά θλιβερό. Αυτό που συνέβη με τη βασίλισσα Ελισάβετ είναι το 1% από αυτό που επικρατούσε στο Λονδίνο μετά το θάνατο της Nταϊάνα. Ήταν βέβαια φυσικό επακόλουθο, εφόσον μια τόσο νέα γυναίκα με παιδιά, διάσημη και αγαπητή από όλους, χάθηκε τόσο ξαφνικά.
Αυτό που συνέβη με τη βασίλισσα Ελισάβετ είναι το 1% από αυτό που επικρατούσε στο Λονδίνο μετά το θάνατο της Nταϊάνα.
Προτιμάτε το στυλ της Kate Middleton ή της Μeghan Markle;
Προτιμώ την Kate Middleton σε όλα. Είναι έξυπνη.
Με την πόλη σας, τον Βόλο, κρατάτε σχέσεις κι έχετε κάνει κι εσείς δωρέες. Θα επιστρέψετε;
Ναι, στο κέντρο τέχνης Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο έχω μια έκθεση με περίπου δεκαπέντε μινιατούρες από βραδινά φορέματα που σχεδίασα. Kαμιά φορά αναρωτιέμαι: Εγώ τα έφτιαξα όλα αυτά; Όσο μεγαλώνεις, μαζί με τις εποχές αλλάζει και η όρεξη. Τα είχα στο διαμέρισμά μου στο Βόλο κι αναρωτιόμουν τι θα τα έκανα όλα αυτά. Έτσι κάναμε πρώτα μια έκθεση κι έπειτα τα δώρισα στο Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο. Σκέφτομαι να επιστρέψω, αλλά μου είναι λίγο δύσκολο ακόμη. Η ζωή στο Λονδίνο μου αρέσει, αλλά όχι όσο παλιά, που υπήρχε ποιότητα στην καθημερινότητα. Τώρα περπατάς στον δρόμο και σπάνια μιλάει κάποιος καλά αγγλικά.
Η Δρ. Κοινωνιολογίας Τεχνης και Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Πολιτισμού του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ Δήμου Βόλου, Χρύσα Δραντάκη, η οποία συναντά πάντα τη Χριστίνα Σταμπολιάν κατά τις επισκέψεις της στον Βόλο, έγραψε σε σχετικό της άρθρο: «Η ιστορία του «φορέματος της εκδίκησης» δεν σταμάτησε σε εκείνο το δείπνο. Αποτέλεσε έκτοτε αντικείμενο σχολιασμού και μελέτης των εκδοτών και ειδικών της μόδας και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο εμβληματικά φορέματα, από τα «πιο εικονικά στυλ όλων των εποχών» ως το «απόλυτο σύγχρονο παράδειγμα του ντυσίματος εκδίκησης» και «πιθανώς το πιο “στρατηγικό” φόρεμα που φόρεσε ποτέ μια γυναίκα στη σύγχρονη εποχή». Οι χαρακτηρισμοί και οι αναλύσεις είναι άπειρες και συνεχίζονται με κάθε αφορμή ως σήμερα.»