«Παρότι έχω δεχτεί η ίδια ρατσιστική βία, δεν θεωρώ τον Έλληνα ρατσιστή. Τα media έχουν μεγάλη ευθύνη που δεν αναδεικνύονται οι καλές δυνάμεις στην κοινωνία. Πουλάει το “αίμα, δάκρυα“, όχι το να δείξεις τη γιαγιάκα που έφερε ένα πιάτο σπανακόπιτα για τα προσφυγόπουλα στο απογευματινό σχολείο».
Το ψυχικό της σφρίγος και ο ενθουσιασμός της είναι μεταδοτικά. Και δεν κάμπτονται. Παρά τις συνεχείς ματαιώσεις, τις προσωπικές θυσίες, το «γιατί το κάνω τώρα εγώ αυτό;», τα γραφειοκρατικά αδιέξοδα και τα (πιο) σκληρά lockdowns στις δομές.
Η ενεργή εκπαιδευτικός (από το 1998 διδάσκει το μάθημα των Καλλιτεχνικών σε δημόσια σχολεία) διορίστηκε το 2016 συντονίστρια Εκπαίδευσης Προσφύγων στη Δομή Σχιστού. Ταυτόχρονα ίδρυσε το Δίκτυο Τέχνης και Δράσης, με στόχο την ενδυνάμωση μέσα από την εκπαίδευση και την τέχνη «ευπαθών ομάδων»: παιδιών προσφύγων, ηλικιωμένων, οροθετικών κρατουμένων, εργαζομένων στο σεξ κ.ά.
Δουλεύει άοκνα για το «συμπεριληπτικό σχολείο» και για μια «συμπονετική κοινωνία», με έναν ιδεαλισμό που δεν είναι στρογγυλεμένος και στείρος, αλλά «σηκώνει» την αυστηρή αυτοκριτική. Την οργίζει π.χ. το στερεότυπο του «ρακένδυτου και πεινασμένου πάσχοντος» με το οποίο εξακολουθούμε σήμερα να «ντύνουμε» τους πρόσφυγες και η υπερπροστατευτικότητα απέναντί τους ακόμα και από οργανώσεις που διατείνονται ότι τους βοηθούν. «Τελικά, ακούγεται η φωνή του ανθρώπου που είναι σε ανάγκη; Μήπως τελικά ακουγόμαστε εμείς περισσότερο από αυτούς;».
Όσον αφορά την εκπαίδευση των προσφύγων, θεωρεί ότι «σχεδιάστηκε κάτι ωραίο τα τελευταία έξι χρόνια. Τώρα όμως πρέπει να πάμε παρακάτω. Ωραία, βοηθάς πέντε, δέκα, είκοσι, εκατό ανθρώπους. Ωστόσο, δεν έχει αποτέλεσμα αν δεν προχωρήσεις στο επόμενο βήμα: να επηρεάσεις θεσμικά και να φέρεις προτάσεις σε εκείνους που μπορούν να κάνουν αλλαγές».