Από την εφηβεία ακόμα καταλαβαίνουμε ότι η ζωή παραείναι πολύπλοκη και επιρρεπής στο χάος για να λειτουργήσει εντός μας, έστω και για λίγες ημέρες, το «θαύμα» ή το «πνεύμα» των Χριστουγέννων. Κι όμως, εξακολουθούμε να το προσμένουμε με ανυπομονησία, αν όχι ως τελετουργία υπέρβασης, σίγουρα ως ένα απολύτως απαραίτητο χειμερινό break από τη ρουτίνα, μια πιο σπιτική εκδοχή των θερινών διακοπών σε χειμωνιάτικο σκηνικό, μια ευκαιρία να ασπαστούμε αλλήλους και να γιορτάσουμε μαζί το γεγονός ότι καταφέραμε να φτάσουμε σχετικά σώοι και αβλαβείς στο τέλος άλλης μιας χρονιάς.
Η περίοδος των γιορτών μοιάζει να εκτυλίσσεται σαν λαμπερό, τεχνικολόρ μελόδραμα του παλιού Χόλιγουντ. Αν αναλογιστούμε το μέγεθος των προσδοκιών, την κυκλοθυμία των επιθυμιών, την ένταση των αισθήσεων, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι όλοι/ες μας λίγο πολύ γινόμαστε (melo)drama queens τις τελευταίες ημέρες του χρόνου – ειδικά αν πρόκειται για χρονιές όπως οι δύο τελευταίες.
Αυτό ισχύει τόσο για τους ανθρώπους που αδημονούν να ξεσκάσουν, να ξεσαλώσουν και γενικώς να το ρίξουν έξω με κάθε κόστος -οικονομικό και ψυχοσωματικό- όσο και για εκείνους που δεν αντέχουν την καταναγκαστική ντελιριακή ευζωία των γιορτών και θα προτιμούσαν να πέσουν σε χειμερία νάρκη τις ημέρες της πολύτιμης άδειάς τους. Ισως μάλιστα αυτοί οι τελευταίοι να είναι εκείνοι που έχουν πάρει πιο σοβαρά το μήνυμα όλων αυτών των ταινιών που μια ζωή μάς λένε ότι το μυστικό αυτών των «άγιων ημερών» βρίσκεται στην αίσθηση μιας κοινής θαλπωρής και μιας συναισθηματικής υπέρβασης και όχι στην ασύδοτη κατανάλωση, στη διαρκή υπερδιέγερση και τις ακραίες κραιπάλες.
Τα όρια ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θα θέλαμε ιδανικά να είμαστε θολώνουν μέσα στις μεθυστικές αναθυμιάσεις της εορταστικής ατμόσφαιρας
Παρότι το πιο δημοφιλές είδος γιορτινών ταινιών είναι οι ρομαντικές κωμωδίες (ή έτσι τέλος πάντων μας έχουν εκπαιδεύσει να πιστεύουμε), άλλα είδη μοιάζουν να υπηρετούν καλύτερα το συναισθηματικά φορτισμένο και συχνά ανήσυχο πνεύμα των γιορτινών ημερών που είναι σαν να μπερδεύονται η μία μέσα στην άλλη.
Kαι περισσότερο το μελόδραμα, ίσως το πιο παρεξηγημένο και ριγμένο είδος μυθοπλασίας στον κόσμο (ακόμα και μέχρι πρόσφατα ήταν στιγματισμένο ως αποκλειστικά «σινεμά για γυναίκες»), παρότι είναι το πιο ενήλικο και συγχρόνως το πιο λυρικό απ’ όλα, το μόνο που εκ συστάσεως μπορεί ακόμα και στην υπερβολή και τα κλισέ του να πιάσει τις πιο βαθιές συναισθηματικές συχνότητες. Αν η ρομαντική κομεντί είναι σαν το προσέκο, το κλασικό μελόδραμα είναι σαν το κονιάκ ή το παλιό λικέρ.
Αν και δεν διαδραματίζεται (αποκλειστικά) την περίοδο των γιορτών, η ταινία «All That Heaven Allows» («Μια αγάπη ολότελα δική μας» ήταν ο ελληνικός τίτλος της τότε) του 1955, ένα από τα κορυφαία εξπρεσιονιστικά μελοδράματα του σπουδαίου και για χρόνια παραγνωρισμένου Ντάγκλας Σερκ, είναι σαν να διαδραματίζεται σε μια διαρκή γιορτινή ζάλη όπου η χαρά συναντά τη λύπη, οι πόθοι τα αδιέξοδα, το φως το σκοτάδι, η μέρα τη νύχτα. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια ευκατάστατη χήρα, την Κάρι (Τζέιν Γουάιμαν), και τον νεαρό κηπουρό της, τον Κίρμπι, ο οποίος την εορταστική περίοδο συμπληρώνει, μεταξύ άλλων, τα προς το ζην πουλώντας χριστουγεννιάτικα δέντρα.
Ο Κίρμπι όμως δεν είναι ένας οποιοσδήποτε κηπουρός, πέρα από το γεγονός ότι τον υποδύεται ο Ροκ Χάντσον. Οταν τα παιδιά, οι φίλοι, οι γνωστοί και όλος ο μεγαλοαστικός κύκλος της την κατακρίνει για την απόφασή της να ερωτευτεί κάποιον που «δεν είναι της τάξεώς μας» -και επίσης είναι σκανδαλωδώς νεότερος-, εκείνη πρέπει να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει το δρόμο της μοναξιάς ή της ευτυχίας.
Σαν τις κρίσιμες αποφάσεις που καλείται να πάρει κανείς το βράδυ της παραμονής για την επόμενη χρονιά. Τα κόκκινα χρώματα του πόθου εναλλάσσονται στην παλέτα της ταινίας με τα μπλε της αυτοσυγκράτησης και ενδιάμεσα εμφανίζονται ένα σωρό αποχρώσεις σε λευκό φόντο που μοιάζουν να αντικατοπτρίζουν, εκτός από τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων, όλο το φάσμα της εμπειρίας των γιορτών: θαλπωρή, λάμψη, επιθυμία, ευδαιμονία, φόβος, προσδοκία, απογοήτευση, ανασφάλεια, ελπίδα, νοσταλγία, αγάπη, λήθη. Τα όρια ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θα θέλαμε ιδανικά να είμαστε θολώνουν μέσα στις μεθυστικές αναθυμιάσεις της εορταστικής ατμόσφαιρας και για μερικές ημέρες του χρόνου γινόμαστε πρωταγωνιστές στο δικό μας μελόδραμα, με την προϋπόθεση φυσικά να πρόκειται για υπερπαραγωγή και να έχει happy end με το ξημέρωμα του νέου έτους