Όταν προσγειώνεσαι πρωί – πρωί στο Μόναχο, στους -2 βαθμούς και κάποια φροντίζει να είναι ανοιχτός νωρίτερα, ο καλύτερος φούρνος της Βαυαρίας για να σε περιμένει με το πιο νόστιμο pretzel αγκαλιά, σημαίνει ότι σίγουρα έχει ζεστή καρδιά. Και ακριβώς έτσι μας υποδέχτηκε η Ελληνογερμανίδα ερμηνεύτρια Μαριάννα Μασάδη, λίγο πριν μας μεταφέρει, σε ένα από τα ομορφότερα μέρη που έχω βρεθεί ποτέ, το Tegernsee.
Βρίσκεται περίπου 50 χλμ. από το Μόναχο στην περιοχή του Miesbach και μαζί με τους δήμους Gmund, Rottach-Egern, Kreuth και Bad Wiessee σχηματίζουν γύρω από την εντυπωσιακή λίμνη, που είναι πλαισιωμένη από τις Άλπεις, έναν πραγματικό παράδεισο αναψυχής. Εμείς υπήρξαμε από τους έξτρα τυχερούς, καθώς φέτος χιόνισε και πολύ νωρίτερα απ’ ότι συνήθως. Η Μαριάννα ζει εκεί τα τελευταία επτά χρόνια περίπου: “Είχα ανάγκη αυτή την επαφή με τη φύση, τη λίμνη. Την επιλογή της άσκησης δίπλα στο βουνό”, περιγράφει στη συζήτησή μας και μ’ έκανε αμέσως ν’ αντιληφθώ πώς είναι η καθημερινότητά της. Ίσως και να ζηλέψω λίγο.
Ελληνογερμανίδα δεύτερης γενιάς λοιπόν, η Μαριάννα Μασάδη, κι ενώ έπρεπε να είναι έτοιμη για τη χριστουγεννιάτικη συναυλία που έδωσε το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου με υψηλούς προσκεκλημένους – όπως τη Δούκισσα της Βαυαρίας Έλενα, τον πρίγκιπα Georg zu Bentheim und Steinfurt και την πριγκίπισσα Μadeleine zu Bentheim und Steinfurt – φρόντισε να έχουμε την καλύτερη φιλοξενεία και τις υπόλοιπες ημέρες που περάσαμε εκεί.
Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα για να κάνουμε τη συζήτησή μας για το Marie Claire και ήρθε στο ραντεβού μας φορώντας ένα σύνολο που παραπέμπει σε παραδοσιακή φορεσιά της Βαυαρίας. Στο συγκεριμένο μέρος το συνηθίζουν και οι βιτρίνες είναι γεμάτες από ανάλογα ρούχα. “Αργότερα θα πάμε σ’ ένα παραδοσιακό εστιατόριο με πολύ ωραία ιστορία”, μου είπε όταν κοιτούσα λεπτομερώς τι φορούσε και η κουβέντα ξεκίνησε.
Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχεις;
Σίγουρα δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική από την ανάμνησή μου. Τα πρώτα μου δώδεκα χρόνια, τα έζησα σ’ ένα μέρος, λίγο έξω από τη Στουτγκάρδη, στο οποίο πήγαινα σε γερμανικό αλλά και σ’ ελληνικό σχολείο. Θυμάμαι τότε λοιπόν σε μια σχολική γιορτή, να χορεύω με τις αδερφές μου συρτάκι μπροστά σε 500 άτομα, σε μια χορογραφία του πατέρα μου. Τα βήματα ήταν δύσκολα, όχι απλά κι εγώ ήμουν τριών ή τεσσάρων ετών το πολύ. Για μένα ήταν πολύ σπουδαίο και από τότε πάνω σ’ εκείνη τη μικρή σκηνή, σκεφτόμουν ότι αυτό θέλω να κάνω κι ότι κάποτε θα βγώ σε μια πολύ μεγάλη σκηνή. Eκείνη η στιγμή καθόρισε το μέλλον μου.
Ακόμη θυμάμαι, πάντα όταν ήμουν μικρή και ήμασταν με τις παρέες των γονιών μου, έκανα την παρουσιάστρια κάνοντας ότι τους δίνω ένα μικρόφωνο να μιλήσουν και καταλήγαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί ελληνικά τραγούδια των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80. Κανείς δεν το έκανε επαγγελματικά, αλλά ήταν κάτι που το είχαμε μέσα μας.
Οι γονείς σου μέχρι ποια ηλικία ήταν στην Ελλάδα;
Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Καστοριά. Aυτό που συνέβη που προδίδει ότι ήταν μοιραίο να συναντηθούν είναι το εξής: η μητέρα μου γεννήθηκε το 1940 κάτω από ένα δέντρο στο χωριό Νόστιμο, που ήταν ακριβώς δίπλα από το χωριό του πατέρα μου, το Ανθηρό. Οι γονείς της, την πήραν μετά τον τοκετό και πήγαν στη Δράμα. Oι παππούδες τους ήταν πολύ καλοί φίλοι και μακρινά ξαδέρφια. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν περίπου στα 24 τους χρόνια στη Γερμανία τυχαία, δίχως να γνωρίζουν τη μακρινή συγγένεια και τη φιλία των γονιών τους. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας και είναι 56 χρόνια παντρεμένοι και πολύ αγαπημένοι.
Πώς είναι να μοιράζεται η ζωή σου σε δύο χώρες;
Όλα έχουν να κάνουν με το DNA. Το βλέπω και στα παιδιά μου, που είναι Έλληνες τρίτης γενιάς. Τα πρώτα μου δώδεκα χρόνια μεγάλωσα σε ένα χωριό με Έλληνες, αλλά μετά τα δεκατρία μου μετακομίσαμε επίσης σε ένα χωριό κοντά στη Στουτγκάρδη αλλά δίχως κανέναν άλλον Έλληνα. Μου κακοφάνηκε πολύ και τον πρώτο καιρό υπέφερα. Μετά περίμενα πώς και πώς τις πέντε εβδομάδες του χρόνου που πηγαίναμε διακοπές στην Ελλάδα. Με τους γονείς μου και τις δύο αδερφές μου πηγαίναμε συνήθως ένα μήνα στα μέρη των γονιών μου, Καστοριά και Δράμα και μία εβδομάδα στη θάλασσα γιατί κι ο πατέρας μου το ήθελε. Και αργότερα μέσα στο χρόνο προσπαθούσαμε να ξαναπερνάμε δύο εβδομάδες στα ελληνικά νησιά. Εγώ τρελαινόμουν όποτε ήμουν στη χώρα μας. Η επαφή με τα παιδιά, οι σκανταλιές, το ελληνικό καλοκαίρι… Αυτά λείπουν από τη Γερμανία. Το μόνο που με στενοχωρούσε και το κρατούσα μέσα μου, ήταν ότι κάποια παιδιά με κορόιδευαν με έλεγαν “λαζογερμανίδα”. Ακόμη ψάχνω να βρω τι σημαίνει…
Στη Γερμανία αντίστοιχα βίωσες ρατσισμό λόγω ελληνικής καταγωγής;
Θυμάμαι μόνο στη ΣΤ’ Δημοτικού, όταν η δασκάλα μου κα Χρηστίδου, με σύστησε στα παιδιά της τάξης, μια Γερμανίδα συμμαθήτρια με κορόιδευε για το επίθετό μου και παρέσυρε κάποιες ακόμη. Στη συνέχεια είχε γίνει πιο σκληρή,κόβοντας διαφορα σημεία από φωτογραφίες μου και μοιράζοντας τα κομμάτια στα παιδιά. Αν και το είχα πει στους δασκάλους μου δεν έκαναν κάτι. Επειδή όμως έχω από μικρή έντονο το αίσθημα του δικαίου, το αντιμετώπισα μόνη μου. Με κάποιο τρόπο την έβαλα στη θέση της και σταμάτησε να το επαναλαμβάνει.
Ποιο είναι το είδος μουσικής που ασχολείσαι και πώς κατέληξες σε αυτό;
Μεγάλωσα με παλιά καλά ελληνικά τραγούδια και τα τραγουδούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Περισσότερο μ’ αρέσει να ερμηνεύω κομμάτια του Μίκη Θεοδωράκη – με τον οποίο είχαμε και μια ιδιαίτερη σχέση – του Λέο Λέανδρος, του Μάνου Χατζηδάκι και κλασικά ιταλικά όπως του Enrico Caruso. Την πιο σύγχρονη μουσική της Ελλάδας δεν μπορούσα να την ακολουθήσω γιατί δεν είχα ακούσματα. Πριν από δεκατρία χρόνια είδα στη σκηνή την Γερμανορωσίδα Helene Fischer μαγεύτηκα και βρήκα πολλά κοινά στοιχεία στις συναυλίες της, με αυτά που ονειρευόμουν για τις δικές μου. Έτσι αγάπησα κάποια γερμανικά τραγούδια και μία από τις στιχουργούς της, η Kristina Bach με είδε να τραγουδώ σε μια μεγάλη δεξίωση 2,5 χρόνια πριν και λίγο καιρό μετά μου είπε πως ήθελε να γράψει για μένα 12 τραγούδια, ένα ολόκληρο cd. Χάρηκα πολύ αλλά της ζήτησα τα τραγούδια να είναι στο στυλ μου. Ολοκληρώθηκε πρόσφατα λοιπόν, τα τραγούδια δεν έχουν σχέση με τα ελληνικά που τραγουδάω αλλά μου αρέσουν πολύ και όντως μου θυμίζουν την αγαπημένη μου Γερμανίδα καλλιτέχνιδα, Helene Fischer. Από τις Ελληνίδες μου αρέσουν πολύ η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Μαρινέλλα. Ακόμη μ’ αρέσουν πολύ ο Μάριος Φραγκούλης, ο Στέφανος Κορκολής και οι στίχοι του Νίκου Μωραΐτη. Φυσικά λατρεύω τον Μίκη Θεοδωράκη. Δεν υπάρχει συναυλία μου δίχως τραγούδι του.
Τον είχες συναντήσει… Πώς είχε γίνει η γνωριμία σας;
Ο πατέρας μου μπορεί να βρισκόταν στη Γερμανία αλλά κάπως ασχολιόταν με την πολιτική και πέντε φορές το χρόνο περίπου συναντιόταν εδώ στη Γερμανία, με τον Ανδρέα Παπανδρέου και άλλα μέλη του ΠΑΣΟΚ. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις που μεταξύ άλλων εμείς οι Έλληνες τραγουδούσαμε, ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης. Εγώ μικρούλα τότε, τραγουδούσα μπροστά του το “Στο περιγιάλι το κρυφό” και μου είχε πει χαρακτηριστικά: “Συνέχισε έτσι κορίτσι μου, θα καταφέρεις κάτι πολύ μεγάλο. Έχεις χρόνια μπροστά σου…” Και δεύτερη φορά, μιλήσαμε στο τηλέφωνο το 2009. Είχα συνεργαστεί με έναν μουσικό που τον συνόδευε για πολλά χρόνια εκείνα τα χρόνια. Είχαμε κάνει κάποιες ηχογραφήσεις που άκουσε ο Μίκης και μου είπε: “Κόρη μου, κόρη μου. Είσαι η φωνή της Ελλάδας. Θα σου γράψω τραγούδια, συνέχισε.” Τότε είπα στον εαυτό μου πως εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή ν’ ασχοληθώ με τ’ ονειρό μου… Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και ήμουν κι εγώ έτοιμη. Ξεκινήσαμε με τον μουσικό του να συνεργαζόμαστε πιο στενά και ήθελα να κάνουμε μια μεγάλη συναυλία με το Μίκη για την Ελλάδα και την οικονομική κρίση που είχε ξεκινήσει. Δυστυχώς όμως υπήρξαν κάποια προβλήματα, που η λύση τους δεν περνούσε από το χέρι μου κι έτσι αυτή η συναυλία δεν έγινε ποτέ.
Εσύ πώς ένιωσες όταν σου είπε τόσο καλά λόγια ο Μίκης;
Η αλήθεια είναι ότι μου τα έλεγαν διάφοροι, αλλά δεν έδινα σημασία. Όταν μου το είπε εκείνος, χρειάστηκα κάποιο χρόνο να το επεξαργαστώ και όταν επέστρεψα στο σπίτι, έκλαιγα από συγκίνηση και από χαρά. Ένιωσα δυνατή, πίστεψα περισσότερο στο όνειρό μου και στην πραγματοποίησή του.
Αφού είχαν ενηλικιωθεί τα παιδιά, ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι κι εγώ πιο επαγγελματικά με το τραγούδι, αλλά συνέβη κάτι και σταμάτησα γι’ αρκετά χρόνια και πάλι. Ο γιος μου είχε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα και αφοσιώθηκα σ’ εκείνον. Τα παράτησα όλα για πέντε χρόνια περίπου. Άλλωστε είχα την καριέρα μου στον ιατρικό κλάδο, αυτό ήταν ένα όνειρο που είχα μέσα που ήθελα να βγάλω και προς τα έξω, αλλά όταν τραυματίστηκε το παιδί μου, μπορούσε να περιμένει.
Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά δεν σταμάτησα να σπουδάζω ιατρικές επιστήμες αλλά και ψυχολογία, μέχρι που κατέληξα να διευθύνω μια εταιρία που είχε αναλάβει τον έλεγχο όλων των ιατρικών τιμολογίων των γερμανικών ιδιωτικών νοσοκομείων. Είναι μια υπηρεσία που δεν υπάρχει στην Ελλάδα, αλλά είναι πολύ σημαντική εδώ στη Γερμανία. Οι γυναίκες μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, αρκεί να έχουν μια βοήθεια για τα παιδιά γιατί δεν είναι σωστό να μένουν μόνα. Χρειάζεται η επικοινωνία με τους γονείς, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Ο σύντροφος που επιλέγει να έχει μια γυναίκα δίπλα της, έχει μεγάλη σημασία. Ο σύζυγός μου Ralph, είναι πολύ υποστηρικτικός.
Θα έλεγες ότι αυτή η περίοδος με το ατύχημα του γιου σου, ήταν και η πιο δύσκολη για εσένα;
Επειδή είμαι άνθρωπος που δεν το βάζει ποτέ κάτω, όχι δεν θα έλεγα αυτή την πιο δύσκολη περίοδο. Υπήρξε κι άλλη σε διαφορετική ηλικία, αλλά επειδή είμαι θετικός άνθρωπος την άφησα πίσω μου και προχώρησα.
Από πού αντλείς δύναμη;
Θα έλεγα ότι έχω τη δική μου επικοινωνία με το Θεό και το σύμπαν. Οτιδήποτε συμβαίνει, λέω πως είναι μια δοκιμή που για κάποιο λόγο ήρθε και πως θα την ξεπεράσω. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δύσκολες στιγμές. Σκέφτομαι πάντα, μα πάντα θετικά. Αυτό που έχω σα μότο είναι πως “την ψυχή δεν μπορεί να στην πάρει κανείς.” Το πιο σημαντικό είναι να έχουμε υγεία και δεν το λέω απλά για να το πω. Επτά χρόνια πριν είχα ένα ατύχημα, έπεσα από τις σκάλες κι έμεινα για τέσσερις μήνες στο κρεβάτι. Μιλούσα με τον εαυτό μου, βρήκα δύναμη και κάπως γλύτωσα το χειρουργείο. Τώρα γυμνάζομαι πάλι κανονικά και είμαι μια χαρά. Κολυμπάω καθημερινά, κάνω μπαλέτο, κωπηλασία, yoga για να ηρεμώ, περπατώ στο βουνό, σκι, Golf. M’ αρέσει πολύ η επαφή με τη φύση.
Ονειρεύεσαι να γεφυρώσεις με κάποιο τρόπο την ελληνική με τη γερμανική μουσική;
Nαι. Θέλω να κάνω ωραίες συνεργασίες στο χώρο του τραγουδιού. Να γνωρίσω προσωπικότητες από το χώρο της μουσικής, να τραγουδήσω κομμάτια Ελλήνων και Γερμανών δημιουργών, να μπορέσω να «ταξιδέψω» το κοινό μου μέσα από τα τραγούδια μου και να βρουν μια θέση στην ευρωπαϊκή σκηνή. Ακόμη θέλω να καταφέρω να ενώσω μουσικά τους λαούς του νότου με τους λαούς της κεντρικής Ευρώπης. Έχω διαπιστώσει ότι οι λαοί αυτοί, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Ελβετοί αγαπούν το ελληνικό τραγούδι και πιστεύω ότι τα ηχοχρώματα που έχουν τα τραγούδια μου, θα τους αρέσουν. Ετοιμάζω λοιπόν το cd με δώδεκα κομμάτια γραμμένα από την Γερμανίδα συνθέτρια και στιχουργό Kristina Bach όπως είπαμε και παράλληλα στην Ελλάδα συζητώ με το στιχουργό Νίκο Μωραΐτη για να μου γράψει κι εκείνος τραγούδια. Όμως έχω ακόμα μια μεγάλη χαρά γιατί γνώρισα τον Λέο Λέανδρος, αυτόν τον παγκοσμίως αναγνωρισμένο συνθέτη, που θα μου δώσει μουσική για ένα τραγούδι μου. Εκπληρώνω ένα μεγάλο όνειρο της ζωής μου γιατί όταν ήμουν μικρή άκουγα τα τραγούδια του και σήμερα βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να τραγουδήσω δική του μουσική. Συγχρόνως συζητώ και με άλλους σημαντικούς Έλληνες συνθέτες που θα ντύσουν με τις μουσικές τους τα τραγούδια του Νίκου Μωραΐτη.
Τι σου λείπει από την Ελλάδα;
Ο ήλιος, η ζέστη, η θάλασσα… Όταν προσγειωνόμαστε στην Ελλάδα και βγαινω από το αεροπλάνο, κλείνω τα μάτια, παίρνω μια βαθιά αναπνοή και ξέρουν όλοι ότι εκείνη τη στιγμή δε θέλω να μου μιλάει κανείς. Με το που φτάνω στη χώρα μας, λύνεται και η γλώσσα μου. Είναι σα να πατάει κάποιος ένα κουμπί και γίνομαι εξ’ ολοκλήρου Ελληνίδα. Φέτος ολοκληρώσαμε και το ονειρό μας και αποκτήσαμε ένα σπίτι στην όμορφη Κέρκυρα. Οι γονείς μου ζουν στη Σάμο αλλά ήταν δύσκολη η πρόσβαση, εμείς θέλαμε να πηγαίνουμε συχνά. Έτσι σκεφτήκαμε με τον Ralph ότι θέλουμε σπίτι σε ένα όμορφο νησί με αεροδρόμιο αλλά και γήπεδο Golf, που είναι η μεγάλη μας αγάπη και η αιτία της γνωριμίας μας. Είχα βρεθεί μάλιστα πιο πριν και μου άρεσε πολύ το μέρος. Έχει και ωραία κουλτούρα, μουσική παιδεία.
Η πιο δυνατή ανάμνηση από την Ελλάδα
Ήμουν ακόμη μωρό, φορούσα πάνα και ταξιδέψαμε με τον πατέρα μου οδικώς για κάτι δουλειές που είχε, από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Εκείνος κάποια στιγμή θυμάμαι να με ρίχνει στη θάλασσα, σε μια παραλία της Χαλκιδικής συγκεκριμένα. Ήμουν δύο ετών κι όμως το θυμάμαι. Έτσι λάτρεψα και την κολύμβηση, με την οποία ασχολούμαι μέχρι και σήμερα.
Αν έπρεπε να επιλέξεις ένα από τα δύο μέρη μόνο για να ζήσεις;
Τα χρειάζομαι και τα δυο. Είμαι η Μαριάννα, η Ελληνογερμανίδα. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Στην Ελλάδα, ακόμη και στην Κέρκυρα που έχω μείνει για κάποιους μήνες συνεχόμενα, βλέπω ότι υπάρχει πολύ στρες στην καθημερινότητα. Εδώ εργάζομαι περισσότερο, αλλά κουράζομαι λιγότερο. Κάτι που μ’ ενοχλεί ακόμη στην Ελλάδα, είναι ότι δεν υπάρχει συνέπεια, για παράδειγμα στα ραντεβού.
Ποια στοιχεία θα έλεγες ότι έχεις κληρονομήσει από τις Ελληνίδες προγόνους σου;
Κυρίως το ότι ξέρουν από βαθιά αγάπη. Δεν το έβαζαν κάτω, είχαν παιδεία. Αυτό είναι η μόρφωση για μένα. Και αυτό το “όλοι μαζί” σαν οικογένεια, φυσικά από εκείνες το έχω πάρει. Κι ο παππούς μου ακόμη, μου έλεγε πάντα σ’ ενα κρεβατάκι που μοιραζόμασταν όποτε τον επισκεπτόμασταν: “Μαριαννάκι, όσο ψηλά κι αν φτάσεις να μην ξεχάσεις ποτέ τις ρίζες σου.’ Ήταν πολύ σοφός άνθρωπος.
Η μεγαλύτερη αξία στην οποία πιστεύεις και που θες να περάσεις και στα παιδιά σου;
Είναι ο σεβασμός, η εκτίμηση. Κι αυτό που θέλω να σκέφτονται πάντα είναι ότι ό,τι κι αν συμβεί, δεν είναι ποτέ μόνα.
Μουσικά ποια είναι τα σχέδιά σου από εδώ και πέρα;
Αρχικά έχω τη συνεργασία με τη Kristina Bach και θα ξεκινήσω να βγάζω σιγά σιγά τα singles που μου έγραψε, καθώς λόγω του covid-19 δεν θα βγει απευθείας ολοκληρωμένο το cd. Ετοιμάζομαι να τραγουδήσω στην Ελλάδα τα τραγούδια του Νίκου Μωραϊτη, αλλά και ένα κομμάτι του Λέο Λέανδρος, τον οποίο και συνάντησα πριν από μερικές εβδομάδες και μου έκανε μαθήματα. Στις 19 Δεκεμβρίου θα κάνω και μια χριστουγεννιάτικη συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, έχοντας στο πλευρό μου υπέροχους συνεργάτες και είμαι πολύ χαρούμενη.
Όλες οι γυναίκες θέλω να σκέφτονται, πως ποτέ δεν είναι αργά να ολοκληρώσουν τα όνειρά τους. Είναι πολύ βασικό. Επίσης ένα πολύ κομβικό σημείο είναι όταν μεγαλώνουν τα παιδιά και φεύγουν από το σπίτι. Εκεί οι γυναίκες πρέπει να εκμεταλλεύονται αυτή την περίοδο και τον χρόνο που έχουν για τον εαυτό τους και να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρά τους.
Φωτογραφίες: Isabelle Thoma