Ο Μανώλης Εμμανουήλ (Manolis Emmanouel) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά πλέον ζει στο Λονδίνο. Έπειτα από το πέρας των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, φοίτησε στο Central School of Speech and Drama, μία από τις πιο γνωστές δραματικές σχολές του κόσμου, και έκτοτε ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της υποκριτικής με τους καλύτερους οιωνούς.
Το βιογραφικό του εμπλουτίζεται διαρκώς με συμμετοχές σε πολύ αξιόλογα project, με το πιο πρόσφατο να είναι η συμμετοχή του στην ταινία του βραβευμένου Βρετανού σκηνοθέτη Michael Winterbottom, “Greed”. Πριν από αυτή είχε λάβει μέρος στην πολύ επιτυχημένη σειρά “The Durrells”, ενώ πρωταγωνίστησε στο βίντεο-mockumentary του Lost My Marbles, το οποίο έχει την υποστήριξη του Στίβεν Φράι και προωθεί την επιστροφή των Ελγίνειων Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Πώς μπορεί να νιώθει ένας νέος άνθρωπος, όταν από τη «μικρή» Αθήνα βρίσκεται στη μητρόπολη του πολιτισμού και των εξελίξεων, αλλά και όταν συμμετέχει σε μια εκστρατεία τόσο σημαντική για την πατρίδα του;
Ο Manolis Emmanuel μίλησε στο Marie Claire για τη συνεργασία του με τον Michael Winterbottom, τη ζωή του στο Λονδίνο, αλλά και τα συναισθήματά του για το Lost My Marbles.
Όταν φύγατε από την Ελλάδα, προκειμένου να σπουδάσετε στο Central School of Speech and Drama, φανταζόσασταν πως τελικά θα μείνετε τόσα χρόνια στο Λονδίνο;
Μετά την αποφοίτησή μου από το τμήμα Θεατρολογίας της Φιλοσοφικής Αθήνας, αποφάσισα να δοκιμάσω να δώσω εξετάσεις για δραματική στο Λονδίνο. Ήθελα πολύ να ζήσω κάποια χρόνια στο εξωτερικό, εφόσον μέχρι τα 22 μου εμένα στο πατρικό μου στην Κηφισιά. Με μεγάλη μου χαρά, έγινα δεκτός στο Royal Central School of Speech and Drama, και έτσι μετακόμισα Αγγλία. Σκοπός μου ήταν να γυρίσω μετά την αποφοίτησή μου, όμως μετά την παράσταση στην οποία έπαιξα για το πτυχίο (την οποία παρακολούθησαν πολλοί άνθρωποι του χώρου), μου πρότεινε ένας ατζέντης να με εκπροσωπήσει και επομένως αποφάσισα να μείνω στο Λονδίνο για να δοκιμάσω την τύχη μου σε διεθνές επίπεδο, να δω πώς θα πάνε τα πράγματα, έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι μπορώ να γυρίσω ανά πάσα στιγμή. Χρόνο με το χρόνο οι δουλειές εδώ πήγαιναν όλο και καλύτερα και παράλληλα ήρθε και η κρίση στην Ελλάδα που επηρέασε απίστευτα τον χώρο, επομένως το να γυρίσω δεν ήταν κάτι που πλέον σκεφτόμουν.
Τι σας κέρδισε στο Λονδίνο, ως νέο άνθρωπο, αλλά και ως καλλιτέχνη που κάνει τα πρώτα του βήματα;
O Samuel Johnson είπε κάποτε πως “Αν κάποιος βαρεθεί το Λονδίνο, σημαίνει ότι έχει βαρεθεί τη ζωή” . (“When a man is tired of London, he is tired of life”). Είναι μια μητρόπολη που προσφέρει άπειρες επιλογές σε όλους τους τομείς. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που είχα μετακομίσει εδώ, ένιωθα έναν διαρκή ενθουσιασμό, είχα την αίσθηση πως τα πάντα μπορούσαν να συμβούν, προσπαθούσα να εξερευνήσω την πόλη όσο το δυνατόν περισσότερο, να πάω σε όλα τα μουσεία, τα πάρκα, να δω άπειρο θέατρο. Σύντομα συνειδητοποίησα πως όσα χρόνια και να μείνεις στο Λονδίνο, πάντα θα υπάρχουν καινούρια πράγματα να κάνεις- η μόνη πόλη που μπορεί να συγκριθεί από την άποψη των επιλογών είναι η Νέα Υόρκη, που επίσης λατρεύω και προσπαθώ να επισκέπτομαι όσο το δυνατόν πιο συχνά.
Παράλληλα, το γεγονός ότι μέσα στο ίδιο βαγόνι τρένου υπήρχαν άνθρωποι διαφορετικών φυλών, που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, πίστευαν σε διαφορετικές θρησκείες, ντύνονταν με τον δικό τους τρόπο ήταν κάτι πρωτόγνωρο και το λάτρεψα. Θυμάμαι, σκεφτόμουν “όλη η υφήλιος σε ένα βαγόνι”.
Σχετικά με την καριέρα, το πιο σημαντικό πλεονέκτημα που έχει ένας ηθοποιός στο Λονδίνο είναι ότι κάποια στιγμή ελπίζει ότι θα του δοθεί η ευκαιρία να κάνει οντισιόν για πραγματικά μεγάλες παραγωγές, για σειρές και ταινίες που απευθύνονται στο παγκόσμιο κοινό. Και να παίξει σε παραστάσεις με κορυφαία ονόματα και τεράστια budget. Ως φοιτητής λοιπόν, όταν σκεφτόμουν πως μπορεί να μου δοθούν τέτοιες δυνατότητες μένοντας σε αυτή την πόλη, ονειροπολούσα και έκανα λίστες με ανθρώπους με τους οποίους θα ήθελα να δουλέψω.
Ποια είναι η πιο καθοριστική στιγμή στην μέχρι τώρα πορεία σας και γιατί;
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο ρόλος και η συνεργασία μου με τον Michael Winterbottom στην πιο πρόσφατη ταινία του, το “Greed”. Ήταν σίγουρα η πιο δυνατή εμπειρία της μέχρι τώρα σταδιοδρομίας μου. Πέρασα δύο αξέχαστους, πολύτιμους μήνες στη Μύκονο για τα γυρίσματα, μαζί με ηθοποιούς που θαύμαζα επί χρόνια (Ιsla Fisher, Steve Coogan, David Mitchell, Stephen Fry, Shirley Henderson) και άλλους, νεότερους που αυτή τη στιγμή έχουν εκτοξευτεί, όπως ο Asa Butterfield (Sex Education, Hugo) and η Sophie Cookson (Kingsman). Μετά από αυτή τη συνεργασία, νιώθω πως η καριέρα μου πέρασε σε άλλο επίπεδο και έχουν ανοίξει καινούριες πόρτες, έχω περισσότερες επιλογές.
Μιλήστε μας λίγο για τη συνεργασία σας με τον Michael Winterbottom για τις ανάγκες της ταινίας “Greed”;
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Κάποια στιγμή έλαβα ένα e-mail από την ατζέντισσά μου για να κάνω ένα self tape -είναι μια οντισιόν που σου στέλνουν κάποιες σκηνές και τις μαγνητοσκοπείς με το τηλέφωνό σου. Μου έστειλαν τρεις σκηνές και είχα μόλις 48 ώρες για να τις γυρίσω και να τις παραδώσω. Στο μεταξύ, αυτό συνέπεσε με μια ιδιαίτερα πολυάσχολη περίοδο για εμένα. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να μάθω τα λόγια για τις σκηνές ανάμεσα σε άλλες δουλειές. Γύρισα τις σκηνές, τις έστειλα και προσπάθησα απλώς να το ξεχάσω.
Μετά από λίγες μέρες μου ζήτησαν να κάνω οντισιόν τις ίδιες σκηνές, αλλά στο γραφείο της κάστινγκ director. Τις έκανα και μία εβδομάδα αργότερα με ειδοποίησαν ότι o Michael Winterbottom ήθελε να με συναντήσει. Ρώτησα τί έπρεπε να ετοιμάσω και μου είπαν ότι ήθελε απλώς να μιλήσουμε.
Είχαμε ραντεβού στο γραφείο του πρωί-πρωί. Εγώ έφτασα δέκα λεπτά νωρίτερα, εκείνος ήρθε ακριβώς στην ώρα του. Μίλησε για λίγο με τη βοηθό του, μου συστήθηκε, καθίσαμε χαλαρά σε έναν καναπέ και όντως μιλήσαμε. Για τα πάντα, από το πότε ήρθα στην Αγγλία μέχρι το Brexit. Εκ των υστέρων έχω συνειδητοποιήσει ότι το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνη τη μέρα ήταν να δει αν υπήρχε χημεία μεταξύ μας, αν του κάνω ως προσωπικότητα. Λίγες μέρες μετά από αυτήν τη συζήτηση έφυγα για διακοπές και όταν επέστρεψα στο Λονδίνο με ενημέρωσαν ότι είχα πάρει τον ρόλο.
Το “Greed’ είναι μια σάτιρα, βασισμένη στον Phillip Green του Topshop. Είναι μια κριτική για τη βιομηχανία της μόδας και παράλληλα θίγει και το προσφυγικό ζήτημα. Εκτυλίσσεται στη Μύκονο, όπου έγιναν και τα περισσότερα γυρίσματα και ο κεντρικός χαρακτήρας, o Sir Richard McCreadie (που υποδύεται ο Steve Coogan) είναι ένας δισεκατομμυριούχος που κλείνει τα 60 και αποφασίζει να κάνει ένα πάρτι στο νησί με θέμα έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα και την ακολουθία του. Στην ταινία παρακολουθούμε τις δύο μέρες πριν το πάρτι, τη μέρα του πάρτι και την επόμενη, ενώ με flash back βλέπουμε ποιος είναι αυτός ο τύπος και πώς έγινε αυτός που έγινε.
Εγώ υποδύομαι τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης της ταινίας, ο οποίος αναγκάζεται να υπακούει σε κάθε παράλογο αίτημα που του ζητάει ο Sir Richard.
Μπορώ να πω άπειρα πράγματα για την εμπειρία τον γυρισμάτων με τον Michael Winterbottom. Είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος που συνεχώς σκέφτεται και συνεχώς αλλάζει πράγματα κατά τη διάρκεια της δουλειάς. Η βασική οδηγία ήταν ότι δεν θα σταματήσουμε εκεί που τελειώνει το σενάριο, αλλά θα συνεχίσουμε μέχρι εκείνος να μας σταματήσει. Και το κάναμε, φυσικά. Η σκηνή μας τελείωνε, αλλά τη συνεχίζαμε χωρίς κείμενο. Υπήρχαν ολόκληρες σκηνές που βγήκαν μ’ αυτόν τον τρόπο, που δεν ήταν καν γραμμένες.
Εν μέρει, αυτή η συζήτηση που είχαμε κάνει όταν πρωτογνωριστήκαμε στο γραφείο του, ήταν για να δει ακριβώς αυτό: αν κάποιος μπορεί να σκεφτεί αρκετά γρήγορα.
Υπάρχει κάποιο περιστατικό στη διάρκεια των γυρισμάτων που θα θυμάστε πάντα;
Πολλά! Αλλά θα αναφέρω ενδεικτικά δύο. Το πρώτο έλαβε χώρα πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, μέσα στο αεροπλάνο καθ΄ οδόν για τη Μύκονο. Να σημειώσω οτι πετάγαμε με Easy Jet, με την οποία συνεργάζομαι εδώ και χρόνια ως η ελληνική φωνή στις πτήσεις της, επομένως ήταν αστείο να ακούω τη φωνή μου να μας λέει να «δέσουμε τις ζώνες μας» και να «ανεβάσουμε το ατόμικό μας τραπεζάκι»! Καθόμουν δίπλα στον Asa Butterfield που μόλις είχα γνωρίσει (δεν ήξερα καν μέχρι εκείνη τη στιγμή πως ήταν και αυτός στην ταινία) και το βρήκε απίστευτα αστείο που ηταν η δική μου φωνή που μας συνόδευε κατα τη διάρκεια της πτήσης. Οπότε έβγαλε το τηλέφωνό του και μας τράβηξε βιντεάκι την ώρα που έπαιζε η φωνή μου απο τα μεγάφωνα.
Το δεύτερο ήταν ένα πρωινό που πέρασα μόνος μου με τον Stephen Fry. Έτυχε και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν στη σκηνή που γυριζόταν εκείνη την ημέρα και έτσι καθίσαμε οι δυο μας δίπλα στην πισίνα του ξενοδοχείου, πίνοντας καφέ και συζητήσαμε για τα πάντα. Μου μίλησε αναλυτικά για τις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις, για την τεράστια αγάπη του για την Ελλάδα, για τη γνωριμία του με τη βασίλισσα, τον Νέλσον Μαντέλα και τόσα άλλα συναρπαστικά πράγματα… Είναι αναμφισβήτητα ο πιο ταλαντούχος ρήτορας που έχω γνωρίσει και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συζήτησή μας εκείνο το πρωί.
Πρωταγωνιστήσατε σε βίντεο-mockumentary για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Πώς έγινε αυτή η επιλογή και τι συναισθήματα έχετε γι’ αυτή σας τη συμμετοχή;
Πριν μερικούς μήνες γυρίσαμε το Lost My Marbles, που σκοπό έχει να φέρει ξανά στην επιφάνεια το θέμα της επιστροφής των Ελγινείων Μαρμάρων του Παρθενώνα. Το βίντεο υποστηρίζει την επιστροφή των Μαρμάρων στην χώρα τους, και οργανώθηκε απο τη μεγάλη καμπάνια Reunite Parthenon που υποστηρίζεται από επιφανείς Έλληνες αλλά και Βρετανούς, μεταξύ των οποίων και ο Stephen Fry, που όπως ανέφερα γνώριζα λόγω της ταινίας. Σκοπός του είναι να ευαισθητοποιήσει όσο περισσότερο κόσμο γίνεται, και να επαναφέρει το σημαντικό αυτό ζήτημα στο νου των Άγγλων, χρησιμοποιώντας τους περίφημους βράχους του Stonehenge (κλείνοντας με αυτό τον τρόπο πονηρά το μάτι στους Άγγλους). Είναι ένα αστείο βίντεο με ένα σοβαρό μήνυμα και είμαι πολύ περήφανος, τόσο που με επέλεξαν, όσο και για το αποτέλεσμα. Πιστεύω πως το βίντεο, χωρίς να γίνεται προσβλητικό, περνάει το μήνυμα έξυπνα και αποτελεσματικά.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνετε κάθε φορά που έρχεστε στην Ελλάδα;
Πηγαίνω για δείπνο με τους κολλητούς μου από το πανεπιστήμιο! Πέρασα 4 υπέροχα χρόνια ως φοιτητής στην Αθήνα και δημιούργησα φιλίες ζωής. Επομένως αφού πάω σπίτι και δω την οικογένεια μου, το πρώτο βράδυ το περνάω συνήθως με τους φίλους μου σε κάποιο εστιατόριο που έχουμε προσεχτικά επιλέξει μετά από δεκάδες μηνύματα στο facebook messenger την εβδομάδα πριν!
Τι σας λείπει πιο πολύ από τη χώρα σας όταν βρίσκεστε στο Λονδίνο;
Θα δώσω την κλισέ απάντηση, που είναι όμως αλήθεια: οι άνθρωποι που αγαπάω. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιώ πως ο χρόνος είναι πολύτιμος και θέλω να μπορώ να περνάω όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό με τους δικούς μου στην Ελλάδα, με την οικογένεια και τους φίλους μου, που είναι και αυτοί οικογένεια μου. Έχασα τον πατέρα μου πριν από κάποια χρόνια και από τότε, πιο πολύ από ποτέ, συνειδητοποίησα πως αυτό που κάποτε έπαιρνα ως δεδομένο, πως όσοι άφησα πίσω στην Αθήνα θα είναι εκεί κάθε Χριστούγεννα και καλοκαίρι, είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Και όσο περνάει από το χέρι μου, προσπαθώ να οργανώνω τη ζωή και τις δουλειές έτσι ώστε να καταφέρνω να τους βλέπω όσο το δυνατόν πιο συχνά.
Πού σας βρίσκουμε αυτή την περίοδο; Ποια τα πλάνα σας για το επόμενο διάστημα;
Τώρα βρίσκομαι Λονδίνο, τον Μάιο και τον Ιούνη ηχογράφησα εδώ ένα πολύ μεγάλο καινούριο βιντεοπαιχνίδι που θα βγει την επόμενη χρονιά και στο οποίο παίζω έναν από τους βασικούς ρόλους. Την περασμένη εβδομάδα κάναμε κάποιες τελευταίες συμπληρωματικές ηχογραφήσεις.
Πέρασα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στην Ελλάδα, όπου συνδύασα διακοπές με συναντήσεις με διάφορους ανθρώπους του χώρου. Αυτή τη στιγμή είμαι σε συζητήσεις για δυο πιθανές δουλειές που ελπίζω να ευδοκιμήσουν στο άμεσο μέλλον- θα ξέρω σύντομα, και αν γίνουν, θα είναι η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που θα παίξω στα Ελληνικά, μου έχει λείψει πάρα πολύ και είναι στόχος για τη σεζόν που ξεκινάει.