Μόνο ο Ρόι Χάλστον Φρόγουικ, γνωστός σε όλους ως Χάλστον, ήξερε τι σήμαινε εκείνη η παγωμένη νύχτα του Γενάρη του 1978, οπότε ο διάσημος, πλέον, σχεδιαστής θα μετακόμιζε το υψηλής ραπτικής σαλόνι του από την 7η λεωφόρο στον επιβλητικό ουρανοξύστη του Olympic Tower, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλη Ωνάση, καταλαμβάνοντας έναν ολόκληρο όροφο και πραγματοποιώντας έτσι τη μετάλλαξή του σε αυτοκράτορα της αμερικανικής μόδας.
Με θέα την καρδιά του Μανχάταν και την επιβλητική εκκλησία του Αγιου Πατρίκιου με τους μυτερούς πυργίσκους που έμοιαζαν να σχίζουν τον ουρανό, ο ίδιος ένιωθε να απογειώνεται στον κόσμο στον οποίο ήθελε τόσο πολύ να ανήκει.
Από εκείνη τη στιγμή θα έσκαγε στο Μεγάλο Μήλη η ωρολογιακή βόμβα Χάλστον και τα πάντα θα ήταν πιο εκρηκτικά, φωτεινά και ολοζώντανα με ατελείωτα πάρτυ στο «Studio 54», διασημότητες να υποκλίνονται στο πέρασμά του και αμέτρητες δόσεις κοκαΐνης να χαράζουν ταυτόχρονα μια εντυπωσιακή καριέρα και ένα τραγικό τέλος.
Όλα ξεκίνησαν όταν η νέα πρώτη κυρία των ΗΠΑ Τζάκι Κένεντι επέλεξε να φορέσει εκείνο το μικρό μάλλινο pillbox καπέλο στην ορκωμοσία του συζύγου της το 1961. Ο νεαρός πιλοποιός Χάλστον που σχεδίαζε τότε αποκλειστικά για το πολυκατάστημα πολυτελείας «Bergdorf Goodman», είδε τη φήμη του να εκτοξεύεται για ευνόητους λόγους (ό,τι φορούσε η Τζάκι έσπευδαν να υιοθετήσουν την επομένη εκατομμύρια γυνακών ανά τον κόσμο. Αυτή η ανθηρή εποχή δεν κράτησε πολύ, μα ήταν για καλό: η τάση άλλαξε ανεπιστρεπτί, οι γυναίκες σταμάτησαν να φορούν καπέλα και ο Χάλστον επανεφηύρε τον εαυτό του και άρχισε να πειραματίζεται με τα ρούχα.
Την επόμενη εικοσαετία προετοιμαζόταν το έδαφος για την ανάδειξή του στον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της αμερικανικής μόδας, αλλά και για τη μετατροπή του σε ακρογωνιαίο λίθο του lifestyle, συνώνυμου με την πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Στη σύντομη ζωή του οι μυθιστορηματικές δόσεις ήταν κανόνας, όπως και η αντίφαση ανάμεσα στον ακραίο εστετισμό και την κατοπινή υποταγή στη μαζική παραγωγή που κατέστρεψε το όνομα και την καριέρα του.
Μπορεί κανείς να μην ξέρει λεπτομέρειες για την οικογενειακή του ζωή, το σίγουρο, πάντως, είναι ότι το φτωχό παιδί από την επαρχία της Αϊόβα, γιος ενός λογιστή και μιας νοικοκυράς, τα κατάφερε με το παραπάνω: ο ίδιος έλεγε ότι σχεδίαζε και έραβε πράγματα από μικρός για να παρηγορεί την κακοποιημένη μητέρα του. Ομως ακόμα και τώρα είναι διαρκείς οι επικλήσεις στο όνομα του μεταμορφωτή της αμερικανικής μόδας είτε μέσα από τη γνωστή βιογραφία του Στίβεν Γκέινς «Η άγνωστη ιστορία του Χάλστον» (Simply Halston: The Untold Story), το ντοκιμαντέρ «Halston» του Φρεντερίκ Τσεγκ και πιο πρόσφατα τη σειρά «Halston» του φαντεζί δημιουργού Ράιαν Μέρφι (του «Glee» και του «American Horror Story») με την εντυπωσιακή ερμηνεία του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στο ρόλο του αμφιλεγόμενου σχεδιαστή.
Δουλεύοντας απευθείας με το ύφασμα και όχι με πατρόν, ωθεί τις γυναίκες να αντιληφθούν διαφορετικά τη θέση τους στον άχρωμο, έως τότε, κόσμο της αμερικανικής μόδας. Με τις αεράτες τουαλέτες του και τα φαρδιά παντελόνια που θα αγκάλιαζαν χωρίς να πνίγουν το σώμα, ο Χάλστον κατάφερε να δώσει άνεση στο βραδινό στυλ και κυρίως να καθιερώσει το πολυτελές ρούχο για όλες τις ώρες. Η κυριαρχική διαγώνιος που θα επέβαλε στο βραδινό λουκ, όπως και τα μεταξωτά του καφτάνια που θα αναβάθμιζαν αισθητικά το χίπικο λουκ της εποχής -ειδικά από τη στιγμή που θα τα καθιέρωνε για τις εξόδους της η καλή του φίλη Ελίζαμπεθ Τέιλορ- μαρτυρούσαν την πρωτοποριακή ματιά του αγαπημένου σχεδιαστή των αστέρων. Αλλά η αναβάπτιση του Χάλστον από προσωπική αδυναμία της Νταϊάνα Βρίλαντ, η οποία έκανε το όνομά του ευρέως γνωστό μέσα από αφιερώματα στο «Harper’s Bazaar», σε κεντρικό jet setter που ταξίδευε με Κονκόρντ για να ντύσει με τις επιβλητικές του δημιουργίες τη Μάρθα Γκράχαμ, δεν έγινε εν μία νυκτί.
Προηγήθηκαν τα αρχικά καλομελετημένα του βήματα όταν αποφάσισε πως για να μακροημερεύσει στον χώρο της μόδας δεν αρκούσε απλώς το όραμα που έλεγε ότι έτρεφε, ούτε οι διασυνδέσεις, αλλά η επιλογή των καλύτερων στα κατάλληλα πόστα. Θαυμάζοντας, για παράδειγμα, τον ευρηματικό σχεδιαστή Τσαρλς Τζέιμς, τον οποίο γνώριζε από τα ανατρεπτικά του σχέδια στον Balenciaga, επεδίωξε με κάθε τρόπο να τον έχει δίπλα του στο περιπετειώδες ταξίδι στον χώρο της μόδας. Ο μικρόσωμος Τζέιμς με το κατάμαυρο βαμμένο μαλλί, τις ψεύτικες βλεφαρίδες και το μεγάλο ταλέντο, γνώριζε κάθε λεπτομέρεια του ρούχου και της αισθητικής που αναζητούσε ο Χάλστον. Ο Balenciaga τον θεωρούσε «τον σπουδαιότερο σχεδιαστή του κόσμου», αφού αρκούσαν λίγα λεπτά έμπνευσης για να οραματιστεί, σαν επίδοξος γλύπτης, τα περίτεχνα, προσεγμένα σε κάθε λεπτομέρεια, αρχιτεκτονήματά του.
Ο ευεπίφορος, όμως, στις καταχρήσεις χαρακτήρας και η ζωή που ξόδευε με κάθε τρόπο στο «Chelsea Hotel» δεν τον βοηθούσαν να μακροημερεύσει σε ένα πόστο. Αντί να τον συνεφέρει, ο Χάλστον παρασύρθηκε από τις εξεζητημένες ακρότητές του. Φρόντιζε μάλιστα, όπως ο Τζέιμς, τα δωμάτιά του να είναι πάντα γεμάτα με δροσερές Moët & Chandon και ορχιδέες. Είχε εμμονή, όπως και ο φίλος του, με τα ακριβά υφάσματα και τη σημασία στη λεπτομέρεια. Ακόμα και αν η μίνιμαλ αισθητική του Χάλστον ερχόταν σε αντίθεση με την πιο μπαρόκ προσέγγιση του Τζέιμς, η ανάγκη του να εμπνευστεί υποβοηθούμενος αρχικά από αμέτρητα ουίσκι-σόδα και στη συνέχεια από την άσπρη σκόνη που σερβιριζόταν στις ωραίες πιατέλες σε σχήμα καρδιάς που σχεδίαζε η Ελσα Περέτι, διατηρήθηκε ακέραια μέχρι τέλους.
Το στούντιό του ήταν κάτι παραπάνω από απλά γραφεία ενός οίκου μόδας, αφού εκεί σύχναζαν τα μεγάλα ονόματα της εποχής, δηλώνοντας πως λατρεύουν τα προσεγμένα μεσημεριανά τραπεζώματα του Χάλστον. Επιπλέον ήταν καταφύγιο για τις κυρίες που ήθελαν απεγνωσμένα να κρύψουν κάτω από ακριβά υφάσματα τα περιττά κιλά τους: εδώ δουλειά αναλάμβανε η υπέρβαρη ευρηματική βοηθός του, Πατ Αστ, που βοήθησε τις κοσμικές κυρίες να απενοχοποιηθούν. Ολες οι καλές πελάτισσες και φίλες που ήξεραν τον Χάλστον από τις μέρες του στο «Bergdorf» έκαναν την απαραίτητη επίσκεψη από τον οίκο για ρούχα και προσωπικές συμβουλές από έναν άνδρα που ποτέ δεν έκρυψε την ελευθεριακή ταυτότητά του: από την Κατρίν Ντενέβ και την Αλι Μακγκρό έως την Ανι Φορντ, την Τζάκι Ωνάση, τη βαρόνη Ρόθτσιλντ, τη Ράκελ Γουέλς, αλλά και τις κολλητές του Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Μπιάνκα Τζάγκερ. Για χάρη της τελευταίας, μάλιστα, είχε ο ίδιος ζητήσει από τον στενό του φίλο και ιδιοκτήτη του «Studio 54» να ανοίξει το club Δευτέρα βράδυ, οργανώνοντας ένα πάρτυ που άφησε εποχή.
Οι φωτογραφίες από τα περίφημα γενέθλια της Μπιάνκα, με τα διάφορα μοντέλα που εκείνος καθιέρωσε ως ακολούθους -τις περίφημες Halstonettes- να κάνουν γνωστές τις δημιουργίες του Χάλστον σε 580 glossy περιοδικά, κήρυξαν επίσημα την έναρξη του αστραφτερού κύκλου της μόδας. Ηταν ο πρώτος που είχε καταλάβει ότι η δωρεάν προώθηση που μπορεί να εξασφαλίσουν τα μοντέλα, διαμορφώνοντας το κυρίαρχο trend και το lifestyle της εποχής, είναι πολύ καλύτερη από τις πληρωμένες διαφημίσεις και τα αυστηρά ντεφιλέ. Η εξωστρέφεια της μόδας, άμεσα συνυφασμένη με τα αμίμητα πάρτυ στο «Studio 54», τις ντίσκο βραδιές και τις αδιανόητες εξτραβαγκάντζες, θα έφτανε να προσδώσει πολλές δόσεις γκλάμουρ σε έναν χώρο που έμοιαζε μέχρι τότε αρκετά προβλέψιμος. Οι υπερβολές του Χάλστον και η τάση του να πρωταγωνιστεί σε διάφορες επεισοδιακές νύχτες τις οποίες απαθανάτιζε με την κάμερά του ο Αντι Γουόρχολ διαμόρφωσαν τον μύθο της Νέας Υόρκης που ήταν εξίσου αστραφτερός όσο και εκκεντρικός.
Ούτε καν ο θάνατος μιας γυναίκας που σφήνωσε στο σύστημα εξαερισμού από το οποίο είχε προσπαθήσει να εισέλθει στο κλαμπ, δεν στάθηκε ικανός να αναχαιτίσει τη δύναμη του διονυσιασμού που άρχισε να εξαπλώνεται από την καρδιά του «Studio 54» σε ολόκληρη την πόλη. Ο απροσδόκητος εκείνος θάνατος καταγράφηκε ως ένα απλό κυνικό στιγμιότυπο το οποίο σχολίασε με τον δικό του δηκτικό τρόπο ο Χάλστον λέγοντας πως θεωρούσε ανεπίτρεπτο που η νεκρή βρέθηκε να φοράει Calvin Klein, ένα όνομα συνώνυμο στα μάτια του με τη μαζική παραγωγή, την οποία παραδόξως θα υπηρετούσε ο ίδιος αργότερα.
Εως τότε όμως και τουλάχιστον για ολόκληρο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται ο απόλυτος αυτοκράτορας του χώρου της μόδας: «Το 1973 ο Χάλστον ήταν το χρυσό αγόρι της μόδας, καταγράφοντας περί τα 30 εκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις», γράφει ο Στίβεν Γκέινς στο βιβλίο του «Η άγνωστη ιστορία του Χάλστον». «Μέσα σε τριάμισι μόλις χρόνια είχε κερδίσει τρία βραβεία Coty. Το WWD (Women’s Wear Daily) τον αποκαλούσε έναν «από τους μεγάλους».
Η γνωστή Αμερικανίδα αρθρογράφος και κριτικός μόδας Ευγενία Σέπαρντ περιέγραψε το 1973 ως τη «χρονιά του Χάλστον». Το γεγονός ότι η κοινοπραξία Norton Simon Inc θα αποκτούσε μετοχές 12 εκατομμυρίων της εταιρείας, έμοιαζε με μια ακόμα πετυχημένη επιχειρηματικά κίνηση. Την εποχή εκείνη ήταν αδιανόητο ένας σχεδιαστής να πουλάει όχι μόνο την εταιρεία αλλά και το ταλέντο του ως εμπορικό είδος προς εκμετάλλευση. Εχοντας τον Νόρτον Σίμον ως γερή επιχειρηματική πλάτη, ήταν λογικό το «Esquire» να αναρωτιέται αν ο Χάλστον θα κατακτήσει και μάλιστα πολύ σύντομα τον κόσμο.
Όντως τον κατέκτησε: μέσα σε λίγα χρόνια η φίρμα θα μετατρέπονταν σε fashion trade mark, με τον Χάλστον, όμως, να κατρακυλά στις ανήκουστες καταχρήσεις: ποτά, όργια, ξενύχτια, τον έκαναν να μην μπορεί να δουλέψει με τους καταιγιστικούς ρυθμούς που επέβαλε η νέα δομή της εταιρείας, κάτι που φρόντιζε να καλύπτει καταναλώνοντας ακόμα περισσότερες δόσεις κόκας. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στο «Halston» του Ράιαν Μέρφι, όπου ο Χάλστον δυσκολεύεται να συνομιλήσει με την καλή φίλη και μούσα του Λίζα Μινέλι στο τηλέφωνο και διαπιστώνεται τελικά ότι δεν πρόκειται για βλάβη στην τηλεφωνική γραμμή, αλλά στο γεγονός ότι στο ακουστικό έχουν εισχωρήσει μεγάλες ποσότητες άσπρης σκόνης, το είδος που υπερκατανάλωνε ο σχεδιαστής. Τα πράγματα έμοιαζαν διαρκώς να χειροτερεύουν με τα διάφορα επί πληρωμή αγόρια που φρόντιζαν απλώς να τον αποσπούν από το όραμά του. Μοιραία αποδείχθηκε η εισβολή του call boy από τη Βενεζουέλα, γνωστού στην πιάτσα ως Victor Hugo -το ψευδώνυμο παρέπεμπε στα υπερμεγέθη (huge) προσόντά του- ο οποίος θα τον οδηγήσει σταδιακά στην καταστροφή. Ηταν και αυτός ένα μέρος των θριάμβων και των κλυδωνισμών που στιγμάτισαν τα έργα και τις ημέρες του Χάλστον.
Τα διάφορα ατοπήματα καλύπτονταν για καιρό από τους πετυχημένους θεατρινισμούς που διαμόρφωσαν το μύθο του και καθιέρωσαν τις καμπάνιες του με πρωταγωνίστριες της εποχής όπως η Αντζέλικα Χιούστον. Ο ελιτισμός του Χάλστον αποτυπώθηκε στο καλυμμένο από κατάμαυρες μοκέτες και πανάκριβα έπιπλα γραφείο του στο Olympic Tower και στο πολυτελές μίνιμαλ διαμέρισμά του, που αγοράστηκε πολλά χρόνια αργότερα από τον Τομ Φορντ, ο οποίος εξακολουθεί να επικαλείται τον Χάλστον ως είδωλό του. Αρκεί μια ματιά στα καλοραμμένα κουστούμια και τα χαρακτηριστικά γυαλιά ηλίου τα οποία πρωτολάνσαρε ο Χάλστον στα βραδινά κλαμπ, για να διακρίνει κανείς την ταύτιση του Τομ Φορντ με τον αξέχαστο πρωτεργάτη της μόδας.
Ο Χάλστον διέθετε κυριολεκτικά το άγγιγμα του Μίδα. Μόνο που αυτή η ικανότητά του, που είχε επαινεθεί από τους συγκαιρινούς του, δεν φάνηκε τελικά να τον αποτρέπει από το πιο κερδοφόρο απονενοημένο διάβημα της καριέρας του: τη συμφωνία με τη μαζική αλυσίδα ρουχισμού-σύμβολο του ακραίου μικροαστισμού κόντρα στην ίδια του την ταυτότητα JC Penney έναντι του ποσού-ρεκόρ για την εποχή του 1 δισ. δολαρίων.
Εκείνος που δεν δεχόταν οτιδήποτε μέτριο, κάνοντας ακόμα και σνομπ σχεδιαστές όπως ο Ιβ Σεν Λοράν να σέβονται την αισθητική του, είχε φτάσει να αποδεχτεί τη διακίνηση των προϊόντων του μέσα από καταστήματα μαζικής κατανάλωσης και ανάλογης αισθητικής. Αυτός που ήταν τόσο εκλεκτικός ώστε αρχικά είχε αρνηθεί να παρευρεθεί στην περίφημη «Μάχη των Βερσαλλιών» -το fashion event του αιώνα με τη συμμετοχή Γάλλων και Αμερικανών σχεδιαστών στην κατοικία του Λουδοβίκου του XI-, κάτι που τελικά αποδέχτηκε λόγω της επιμονής της Ελεονόρ Λάμπερτ, της γυναίκας που έβαλε την αμερικανική μόδα στον παγκόσμιο χάρτη, κατέληξε να γίνει ο πρώτος designer που θα έβαζε την υπογραφή του στα πάντα, ακόμη και σε στρώματα, ευτελίζοντας την αξία της.
Η ατάκα «class goes mass» άρχισε να σιγοψιθυρίζεται στον κόσμο της μόδας, με αποτέλεσμα ακόμα και το «Bergdorf Goodman», το μαγαζί από όπου ξεκίνησε, να αφαιρέσει τα προϊόντα του Χάλστον από τις προθήκες του, σε ένδειξη αποποίησης οποιασδήποτε σχέσης με το ευτελές και το μαζικό, ενώ τα media έκαναν ξεκάθαρα λόγο για κατρακύλισμα.
Ακόμα και η στενή του φίλη και μετέπειτα διάσημη σχεδιάστρια κοσμημάτων στο Tifanny & Co, Ελσα Περέτι, εκείνη που τον στήριξε με αφοσίωση στα πρώτα τους βήματα και συνέβαλε στο look Halston με το αριστοκρατικό γούστο της, έφτασε να διαρρήξει κάθε δεσμό μαζί του, ρίχνοντας στη φωτιά μια από τις πανάκριβες γούνες που της είχε δωρίσει κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας φιλίας τους. Μούσα του παντοτινή, αρχικά ως το μοντέλο που αναδείκνυε τη χάρη κάθε ρούχου και κατόπιν ως σχεδιάστρια και συμβουλός του, η μεγαλοαστή Περέτι του δίδαξε τέχνες και κοσμοπολιτισμό. Τα εκρηκτικά βράδια τους έχουν γράψει ιστορία στην κοσμική ζωή της Νέας Υόρκης, ενώ ταυτίζονταν δημιουργικά και ενέπνεαν ο ένας τον άλλο.
Στη σειρά «Halston», εκτός από τη στενή τους σχέση, διαρκείς είναι οι παραπομπές στα κοσμήματα της ιταλικής καταγωγής δημιουργού: από τους σκορπιούς και τα φίδια που μετατράπηκαν σε περίτεχνες δημιουργίες για το λαιμό και το χέρι έως το περίφημο bone cuff που έγινε σήμα κατατεθέν της. Οι σειρές της στο Tiffany & Co -όπως η Diamonds by the Yard- είναι από τις πιο δημοφιλείς όλων των εποχών, όπως και τα μανικετόκουμπα σε σχήμα καρδιάς. Το μπουκάλι, επίσης, που η ίδια σχεδίασε για το άρωμα του Χάλστον έγινε αυτομάτως δημοφιλές. Πανέμορφη και ευφυής ενέπνευσε τον Χέλμουτ Νιούτον που τη φωτογράφισε σε μια ταράτσα του Μανχάταν. Κατάφερε τελικά να γλιτώσει από τις καταραμένες νύχτες βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα χωριό της Καταλονίας όπου και άφησε την τελευταία της πνοή τον Μάρτιο του 2021.
Πιστή μέχρι τέλους έμεινε η Λάιζα Μινέλι, η οποία δεν έπαψε να τον στηρίζει από τότε που της ξανασχεδίασε τα ρούχα του «Cabaret». Δεν τον πρόδωσε ποτέ και φρόντιζε τα fashion events του να μένουν αξέχαστα τραγουδώντας λίγο πριν την έναρξη. Η ίδια τον παρότρυνε, χωρίς αποτέλεσμα, σε απεξάρτηση και έμεινε μαζί του ακόμα και όταν αποσύρθηκε, αρχικά στο Μόντοκ και κατόπιν στην ηλιόλουστη Δυτική Ακτή, έχοντας στο πλευρό του μόνο τους συγγενείς. Εφυγε από τη ζωή χτυπημένος από το AIDS στις 26 Μαρτίου του 1990 σε ένα δωμάτιο με θέα τον κόλπο και τη Χρυσή Γέφυρα του Σαν Φρανσίσκο, έχοντας προηγουμένως δώσει ειδική εντολή να στρώσουν το κρεβάτι με τα δικά του λινά σεντόνια και να στολίσουν με τις πιο ακριβές ορχιδέες το τραπεζάκι του. Ακόμα και το πρόωρο τέλος του Χάλστον είχε αποκλειστικά τη σφραγίδα και την υπογραφή που θα συνοδεύει για πάντα έναν ανεξίτηλο μύθο.