Γνωρίζω τη Μαρίλη Μαργωμένου από την πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Αν και ήμασταν και οι δύο 25, εκείνη είχε ήδη τον αέρα του «βετεράνου» όταν έφτασα στην εφημερίδα (σπούδαζε και εργαζόταν παράλληλα) κι αυτό ήταν αρκετό για να τη θαυμάζεις, μα υπήρχαν κι άλλοι λόγοι που αυτό το ατίθασο πνεύμα κέρδιζε μέρα με την ημέρα την εκτίμησή μου και κάποτε μου χάρισε το προνόμιο της φιλίας της: κάθε της ρεπορτάζ ήταν σαν λογοτεχνία, συγκινητική χωρίς λέξη μελό, φέτα ζωής χωρίς να ξεχνάει ότι είναι εκεί για να εξηγεί τα γεγονότα. Γι’ αυτό και όταν πήρα στα χέρια μου το μυθιστόρημά της, Το θηρίο βγήκε βόλτα, με ήρωα τον κατά λάθος φυλακισμένο αστυνομικό ρεπόρτερ Βύρωνα Σερέτη, αρχιμαφιόζους και λοιπούς μικροκακοποιούς με φόντο το Σοφρωνιστικό Κατάστημα Βόθωνα, ήξερα ότι θα περάσω καλά. Πάντα διάλεγε τα δύσκολα θέματα η Μαρίλη και επειδή δεν έτυχε ποτέ να τη ρωτήσω το γιατί, το κάνω τώρα, 22 χρόνια αργότερα. Πώς γίνεται ένα «καλομαθημένο» κορίτσι να ελκύεται από τη μελέτη του υπόκοσμου;
Το background σου απέχει πολύ από τον υπόκοσμο του βιβλίου. Γιατί διάλεξες να πεις αυτή την ιστορία;
Γιατί όπως θα ‘λεγε και ο Τάιλερ Ντέρντεν απ’το Fight Club, δεν είμαστε τα παιδικά μας χρόνια, δεν είμαστε η δουλειά μας, δεν είμαστε η μόρφωσή μας. Ο καθένας μας έχει μέσα του κάτι ανεξερεύνητες περιοχές, δυσπρόσιτες στην αρχή, αλλά αφ’ ης στιγμής βρεις το μονοπάτι, απέραντες και συναρπαστικές, κι έχει πολύ μεγαλύτερη πλάκα να τσαλαβουτάς σ’ αυτές, παρά να τριγυρνάς ατσαλάκωτος στο τακτοποιημένο σύμπαν που μεγαλώσαμε.
Οπότε, για να επιστρέψω στην ερώτηση, δεν έχω ιδέα γιατί διάλεξα μια φυλακή κι όλους αυτούς τους λούμπεν τύπους να τριγυρίζουν επί δύο χρόνια στο μυαλό μου – αλλά πέρασα υπέροχα μαζί τους. Άμα οι ήρωες σου μοιάζουν, αν είναι τακτικά και περιποιημένα ανθρωπάκια, μπαίνεις στη λογική να τα γράψεις όλα ωραία και τακτικά, όπως ακριβώς τα ‘ζησες – πόσο βαρετό θα ήταν ένα τέτοιο βιβλίο; Ενώ στις ιστορίες των γκάνγκστερ και των φυλακόβιων, που είναι εξ ορισμού εκτός ορίων, δε νιώθεις καμία δέσμευση. Μπορείς ν’ αφήσεις τους χαρακτήρες να κάνουν ό,τι θέλουν. Στην περίπτωσή μας, ό,τι κακό θέλουν!
Και ως δημοσιογράφος δεν πήρες τον “εστέτ” δρόμο του πολιτικού ή οικονομικού ρεπορτάζ, αλλά αναλάμβανες δύσκολα θέματα του ελεύθερου. Τι σε προσέλκυε εκεί;
Το ελεύθερο ρεπορτάζ είναι σα να ζεις πολλές ζωές στη μία που σου αναλογεί. Υπάρχουν αυτοί οι παράλληλοι κόσμοι εκεί έξω, που δεν ήμουν ποτέ μέρος τους, όμως από παιδί μου ασκούσαν μια τρομερή έλξη, κι είχα τεράστιο ενδιαφέρον να τους ξεκλειδώσω – αλλά απεχθανόμουν κάτι φιλάνθρωπες κυρίες που αγκαλιάζουν τους δυστυχείς κι ύστερα στέλνουν το ταγιέρ τους στο καθαριστήριο. Το ελεύθερο ήταν για μένα εισιτήριο γι’ αυτούς τους κόσμους – υπαρκτούς, η ψυχικούς, γιατί όλα στο τέλος, καταλήγουν στο τι έχει φυλάξει ο άνθρωπος μέσα του. Απ’ όταν ήμουν στο Βήμα, 19 χρονών, έτσι το έβλεπα: ένα ταξίδι στα μέρη που, αν είσαι τυχερός, δε θα φτάσεις ποτέ χωρίς να το θέλεις.
Ένας τύπος στο Δαφνί να σου εξηγεί πώς, παρά τα φάρμακα, ακούει ακόμα τις φωνές στο κεφάλι του, και παλεύει να πείσει τον εαυτό του πως είναι ψεύτικες. Ένας διοικητής της Τροχαίας να σου λέει πώς αντέχει κάθε πρωί να πηγαίνει σε σπίτια ανθρώπων για να τους πει πως το παιδί τους, ή ο πατέρας τους σκοτώθηκε τα ξημερώματα σε τροχαίο. Ένας γιατρός να σου περιγράφει πώς χτυπούσαν όλο το βράδυ μεσ’ το νεκροθάλαμο τα κινητά των παιδιών απ’ το Μακροχώρι. Ένας νεαρός, μ’ όλο του το σώμα καμένο απ’ τις φωτιές στη Ζαχάρω, να σου λέει πώς είδε τις φλόγες να τον φτάνουν κι έσκαψε με τα χέρια έναν λάκκο στη γη και μπήκε μέσα, και γλίτωσε.
Σε επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό οι εμπειρίες των ανθρώπων όταν τις ζεις από τόσο κοντά, που στην πραγματικότητα δε χρειάζεται να καταβάλεις καμία προσπάθεια για να γράψεις ένα καλό κείμενο εκ των υστέρων. Απλώς ξεκινάς και το γράφεις σα να μιλούν εκείνοι.
“Θυμάμαι την τελευταία εικόνα πριν φύγουμε απ’ τον Κορυδαλλό,
στο σαλόνι του ψυχιατρείου. Ενας τύπος να κλαίει σπαρακτικά,
μία τραβεστί πανέμορφη και ο Θεόφιλος Σεχίδης να με κοιτάζει
σα να είμαι θήραμα”
Την εφημερίδα “Αθηναϊκή” από ποιά επαγγελματική σου θητεία την έχεις εμπνευστεί;
Από χωροταξικής άποψης, έχω αντιγράψει το παλιό Βήμα της Χρήστου Λαδά, κυρίως για λόγους σκοπιμότητας – για να θυμάμαι ποιος κάθεται πού και να μη μπερδεύομαι κι εγώ κι ο αναγνώστης. Ο 6ος όροφος του ελευθέρου είναι ολόιδιος, όπως και η αίθουσα συσκέψεων στον 8ο όροφο, με όλους τους σοφούς γέροντες του ΔΟΛ στα κάδρα γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι.
Κατά τα λοιπά, η Αθηναϊκή είναι μια καρικατούρα εφημερίδας: οι συντάκτες της αγαπούν το κάπως χοντροκομμένο χιούμορ που τότε απολαμβάναμε, και που υποθέτω πως συνεχίζουν να τιμούν οι απανταχού δημοσιογράφοι, η ιεραρχία επιβάλει πως οι παλιοί δεν ρίχνουν ούτε ματιά στους δόκιμους, οι ρεπόρτερ κουτσομπολεύουν ακατάπαυστα, οι συντάκτες τσιλιμπουρδίζουν ασύστολα, υπάρχουν κρυμμένα ουίσκι πίσω από ντάνες με φακέλους, οι κλητήρες ενίοτε μισοκοιμούνται στους πάγκους τους, και ο διευθυντής κάνει τα ίδια αστεία κάθε φορά, με τα οποία όλοι γελάνε σα να μην τα ΄χουν ξανακούσει ποτέ. Είναι μια γελοιογραφική απεικόνιση, γιατί το βιβλίο είναι μαύρη φάρσα. Απ’ την άλλη μεριά, βέβαια, και η ζωή του δημοσιογράφου στην Ελλάδα μια μαύρη φάρσα κοντεύει να γίνει.
Πώς δημιούργησες το σύμπαν του Σωφρονιστικού Καταστήματος Βόθωνα; Έχεις επισκεφθεί φυλακές για τις ανάγκες ρεπορτάζ;
Απ’ την αρχή σκεφτόμουν πως ο Βόθωνας, η φυλακή, πρέπει να είναι ο κρυφός χαρακτήρας του βιβλίου: έπρεπε να μοιάζει με αληθινή φυλακή, αλλά να είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτήν. Είχα καταφέρει να μπω στον Κορυδαλλό μια φορά, με ειδική άδεια, μετά από άπειρες αιτήσεις. Τότε μου είχαν ξεκαθαρίσει πως μπορώ να δω τα πάντα, να πάω όπου θέλω, να μιλήσω με όποιον θέλω, αλλά δεν επιτρέπεται να γράψω ούτε μία λέξη στην εφημερίδα – από ‘κει είχα κρατήσει ένα πάκο σημειώσεις που εκ των υστέρων μου φάνηκαν πολύ χρήσιμες. Δε χρησιμοποίησα τις ιστορίες των κρατουμένων, αλλά το ύφος τους, τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο που μιλούν γι’ αυτά που τους συμβαίνουν, και γι’ αυτά που προκάλεσαν εκείνοι στους άλλους.
Θυμάμαι την τελευταία εικόνα πριν φύγουμε απ’ τον Κορυδαλλό, στο σαλόνι του ψυχιατρείου: είναι ένα γκρίζο, χαμηλοτάβανο δωμάτιο, που έχει τρεις καρέκλες σε μια γωνία, και σ’ αυτές κάθονται στη σειρά, ένας τύπος με μια πληγή στο χέρι που κλαίει σπαρακτικά γιατί του λείπει η μάνα του, κολλητά δίπλα του μια τραβεστί πανέμορφη, με κόκκινο φόρεμα, που καπνίζει και του φυσάει τον καπνό στο πρόσωπο και του λέει, «Έλεος με τη μανούλα σου, επιτέλους!», και στην τρίτη καρέκλα ο Θεόφιλος Σεχίδης που απ’ χάπια έχουν βγει οι βολβοί των ματιών του προς τα έξω, και με κοιτάζει σα να είμαι θήραμα.
Αυτήν την αίσθηση τρόμου, σουρεαλισμού και μαύρης κωμωδίας προσπάθησα να διατηρήσω στον χαρακτήρα του Βόθωνα. Αν και ενίοτε, η ζωή μας ξεπερνά: κάποια στιγμή κι ενώ είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και πληκτρολόγησα «φυλακή» και «πισίνα» στο ίντερνετ. Με έκπληξη διαπίστωσα πως στον Κορυδαλλό, σε μια πίσω αυλή, τους τσάκωσαν να έχουν φτιάξει κανονική πισίνα με χτιστό μπάρμπεκιου! Υπάρχουν φωτογραφίες, μπορείτε να τις δείτε.
Χρησιμοποιείς μια γοητευτική “παλιομοδίτικη” αργκό, αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Δεν το συναντάμε συχνά σε γυναικείες πένες, Γιατί λες;
Γιατί ως γνωστόν οι γυναίκες πρέπει να είναι γλυκομίλητες και όμορφες σαν μπιμπελό, και αν τυχόν γράψουν βιβλίο (που καλό θα ήταν να το αποφύγουν), θα πρέπει κι αυτό να ‘ναι ελαφρύ σαν Άρλεκιν και χαριτωμένο σαν το έπος της Πολυάννας. Άπειρες γυναίκες στο παρελθόν έγραψαν βιβλία με ανδρικά ψευδώνυμα, μήπως και τις πάρουν επιτέλους σοβαρά – μέχρι και η συγγραφέας του Χάρι Πότερ, η Joanne Rowing, υπογράφει ως ‘J.K. Rowling’ επειδή ο εκδότης της επέμενε πως μ’ ένα όνομα που μοιάζει ανδρικό θα πάνε καλύτερα οι πωλήσεις. Κάποια μέρα θα σπάσει το στερεότυπο – αλλά πολύ φοβάμαι πως αυτή η μέρα είναι πολύ μακριά και ως τότε εμείς θα ‘χουμε γίνει αστρική ύλη.
“Εκείνες τις εποχές, η εφημερίδα ήταν σαν τον στρατό.
Αλλά μέσα σ’ αυτό το άγριο πλαίσιο,
οι άνθρωποι σέβονταν το καλό κείμενο.
Αν έγραφες ένα ωραίο κομμάτι, δημοσιογράφοι
που δεν σου ‘χαν μιλήσει ποτέ έρχονταν να σου πουν πόσο τους άρεσε”
Υπάρχει και άφθονος κυνισμός στο βιβλίο. Αποτέλεσμα του επαγγέλματος ή στοιχείο του χαρακτήρα σου;
Όπως πολύ καλά ξέρεις, αφού έχουμε θητεύσει στα ίδια (στα απέναντι, για την ακρίβεια!) δημοσιογραφικά θρανία, από ένα σημείο και μετά, το επάγγελμα γίνεται μέρος του χαρακτήρα σου. Ο κυνισμός στις εφημερίδες του ’90, ήταν σαν το εμβόλιο της Astra Zeneca: αν δεν έπαιρνες τη δόση σου, δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσεις στο μικρόκοσμο της εφημερίδας. Υπάρχουν, βέβαια, παρενέργειες: αποκτάς αντισώματα στην αισιοδοξία για μια ζωή, κι αν τυχόν γράψεις βιβλίο, διαπιστώνεις πως ο κυνισμός έχει περάσει και στο dna των χαρακτήρων σου.
Δεν επιφυλάσσεις ευνοϊκή μεταχείριση ούτε για τους ανθρώπους του σιναφιού μας, τους δημοσιογράφους. Όλοι είναι με έναν τρόπο “αδύναμοι”.
Εδώ που τα λέμε, δεν είναι τυχαίο που αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ‘σινάφι’! Όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι, η δημοσιογραφία μπορεί να σε οδηγήσει οπουδήποτε αν την εγκαταλείψεις νωρίς – και όταν λέμε οπουδήποτε, συμπεριλαμβάνεται και το μέρος που οδηγήθηκε ο Βύρων! Στο βιβλίο μπορεί οι δημοσιογράφοι να ‘ναι ολίγον καρικατούρες, αλλά κάποια βασικά στοιχεία είναι πραγματικά: η ευελιξία στα όρια της κωλοτούμπας, η απύθμενη ανταγωνιστικότητα, η βαθιά επιθυμία να ψοφήσει η κατσίκα που γράφει τα κείμενα του γείτονα… Είναι ακριβώς τα χαρακτηριστικά που θα μετατρέψουν τον βασικό ήρωα του βιβλίου σε εκκολαπτόμενο μαφιόζο.
Έζησες όμως και την καλή εποχή της δημοσιογραφίας. Τι κρατάς από αυτή;
Θυμάμαι μια εποχή, στο Άλλο Βήμα, στον τέταρτο όροφο της Χρήστου Λαδά, που κάποιες φορές περνάγαμε ώρες για να γράψουμε μια παράγραφο όπως ακριβώς τη θέλαμε: να τη διαβάζεις και να λες, «Τώρα μάλιστα, δε θέλει ούτε μια τελεία αλλαγή». Θυμάμαι και τον τότε αρχισυντάκτη να μας λέει, «Αμάν πια, που καυλώνετε με τις λέξεις!» – αλλά μέσα του χαιρόταν που μας ένοιαζε για το κείμενο.
Εκείνες τις παλιές εποχές, η εφημερίδα ήταν σαν τον στρατό: υπήρχε ιεραρχία που τη σέβονταν όλοι, μια ανακρίβεια στο ρεπορτάζ αρκούσε για να βρεθείς να μετράς τα πλακάκια της Σταδίου, τα ορθογραφικά λάθη αντιμετωπίζονταν περίπου σαν το προπατορικό αμάρτημα, και το λεκτικό μπούλινγκ το θεωρούσαμε τόσο δεδομένο, όσο το ότι θα βγει φύλλο την επόμενη μέρα. Αλλά μέσα σ’ αυτό το άγριο πλαίσιο, οι άνθρωποι σέβονταν το καλό κείμενο. Αν έγραφες ένα ωραίο κομμάτι, δημοσιογράφοι που δεν σου ‘χαν μιλήσει ποτέ έρχονταν να σε βρουν, να σου πουν πόσο τους άρεσε.
Στο παλιό “Βήμα” γνώριζες ανθρώπους που τους διάβαζες χρόνια, κι ακόμη κι αν δεν είχαν καμία διάθεση να σε βοηθήσουν, αρκούσε να τους παρακολουθείς προσεκτικά για να μάθεις τα πάντα για το ρεπορτάζ. Ήταν σα να ‘χεις μπει σε μια κλειστή λέσχη – δούλευες στο «Συγκρότημα», που ήταν «μαγαζί γωνία», και μπορεί να θύμιζε λιγάκι το Βυζάντιο, αλλά δεν υπήρχε δημοσιογράφος που να μη θέλει να εργαστεί εκεί. Για το αποκλειστικό της εφημερίδας πανηγυρίζαμε όλοι μαζί, και στις συσκέψεις, που κρατούσαν ώρες, άκουγες ιδέες για θέματα που ούτε καν σου ‘χαν περάσει ποτέ απ’ το μυαλό. Αν ήσουν φτιαγμένος γι’ αυτή τη δουλειά, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο να σου συμβεί. Αν όχι, ήταν τέτοια η πίεση, που ακόμα κι ο γιος του διευθυντή να ήσουν, θα σε ξερνούσε το σύστημα πριν κλείσεις μήνα στην εφημερίδα.
Όμως, Γαλάτεια, δεν έπρεπε να με γυρίσεις τόσο πίσω. Γιατί τώρα δε θέλω καθόλου να συγκρίνω εκείνη την εποχή μ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα στις πιο πολλές εφημερίδες. Και δε βλέπω και πολλές ομοιότητες, να σου πω την αλήθεια.
“Όταν χωρίσαμε εγώ κι η δημοσιογραφία, ήμασταν σαν κάτι ζευγάρια ετών
που κάποια στιγμή ο ένας απ’ τους δύο σταμάτησε να βρίσκει συναρπαστικό
τον άλλον και άρχισε να τον αντιμετωπίζει σαν κουραστικό συγκάτοικο.
Εγώ, για κακή μου τύχη, ήμουν ο κουραστικός συγκάτοικος”.
Ήσουν ήδη καλή “γραφιάς”. Τι παραπάνω έμαθες στο master δημιουργικής γραφής;
Το μεταπτυχιακό σε βάζει σ’ έναν κύκλο που όλοι ασχολούνται με το γράψιμο, κι έτσι το να προσπαθείς κι εσύ να γράψεις ένα βιβλίο, δε μοιάζει με χαζομάρα ή μεγαλομανία. Στο Εδιμβούργο είχαμε για καθηγητές αναγνωρισμένους Σκωτσέζους συγγραφείς, οι οποίοι όμως μας αντιμετώπιζαν σαν ίσος προς ίσον: έπαιρναν τα κείμενά μας και μας έκαναν συγκεκριμένες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτά. Δεν ήταν καθόλου επιεικείς – εγώ, ας πούμε, τον πρώτο χρόνο άκουσα τον εξάψαλμο για την έλλειψη περιγραφών. Στη δημοσιογραφία, βλέπεις, οι περιγραφές είναι φύρα: σου τρώνε χώρο και κάνουν το κείμενο πλαδαρό. Αλλά σ’ ένα βιβλίο δίνουν εικόνα στον αναγνώστη και μαζί χρόνο να πάρει μια ανάσα και να χωνέψει ό,τι έχει γίνει προηγουμένως. Ύστερα, οι χαρακτήρες: όταν δεν έχεις ρεπορτάζ να στηριχτείς, πώς στο καλό θα τους κάνεις να μοιάζουν αληθινοί;
Σιγά – σιγά, βρίσκεις λύσεις. Μαθαίνεις να διαβάζεις με κριτικό πνεύμα – που θα πει πως μαθαίνεις να κλέβεις απ’ τα ξένα βιβλία διάφορα στοιχεία που σου κάνουν εντύπωση: πώς οργανώνει η Τόνι Μόρισον τον χρόνο, και πηδάει από εποχή σε εποχή; Πως κάνει ο Τσέχωφ τόσο ελκυστικά αυτά τα μικρά, ασήμαντα περιστατικά που συμβαίνουν στους ήρωές του;
Με πολλή βοήθεια και πολύ διάβασμα, βρίσκεις τα πατήματά σου, γράφεις όλο και μεγαλύτερα κομμάτια, αλλά κυρίως νιώθεις πως βελτιώνεσαι, και η ίδια η διαδικασία σου δημιουργεί αυτοπεποίθηση – γιατί όλοι στην αρχή πάσχουν απ’ το σύνδρομο του απατεώνα: στο μυαλό μας, συγγραφέας είναι ο Τολστόι. Αυτός μάλιστα, έγραφε βιβλία. Εμείς, τι υποτίθεται πως παριστάνουμε;
Σ’ αυτό το τελευταίο, να σου πω την αλήθεια, ακόμα δεν έχω απάντηση, αλλά μου φτάνει που απολαμβάνω τη διαδικασία. Τώρα πλέον δουλεύω κάθε μέρα ένα εξάωρο, κι ας μην έχω αρχισυντάκτη να μου βάζει διορίες, κι ας μην υπάρχει μισθός στο τέλος του μήνα. Αν το καλοσκεφτείς, είναι λίγο σαν το παλιό Βήμα: τότε που δουλεύαμε για τη φανέλα, γιατί ούτως ή άλλως λεφτά δεν υπήρχαν!
Πώς πήρες την απόφαση να εγκαταλείψεις τη δημοσιογραφία για τα βιβλία;
Το διαζύγιο βγήκε κοινή συναινέσει, δεν υπήρχε τότε τρίτος στη μέση – αργότερα σκέφτηκα να γράψω βιβλίο. Όταν χωρίσαμε εγώ κι η δημοσιογραφία, ήμασταν σαν κάτι ζευγάρια ετών, που όλοι νόμιζαν πως θα γεράσουν μαζί, αλλά κάποια στιγμή ο ένας απ’ τους δύο σταμάτησε να βρίσκει συναρπαστικό τον άλλον και άρχισε να τον αντιμετωπίζει σαν κουραστικό συγκάτοικο. Εγώ, για κακή μου τύχη, ήμουν ο κουραστικός συγκάτοικος. Όλα αυτά που παλιά απολαμβάναμε οι δυο μας, ξαφνικά εκείνη τα βαριόταν. Δεν της άρεσαν τα μεγάλα κείμενα, δεν την ενδιέφεραν οι ανθρώπινες ιστορίες, δεν έδινε μια δεκάρα αν πέρασα οκτώ ώρες για να της γράψω ένα κείμενο. Ήθελε μόνο να της γεμίζω πολλά μικρά κουτάκια με λέξεις, να μην την ζαλίζω με ιδέες για θέματα, να μην της ξοδεύω τα λεφτά της σε αποστολές, και να σταματήσω επιτέλους να γκρινιάζω που μου πετσόκοβε τα κείμενα. Και κάπως έτσι, χωρίσαμε. Τώρα την παρακολουθώ από μακριά, ελπίζοντας κάποια μέρα θα λογικευτεί, αλλά δε βλέπω φως – όλο και χειρότερη γίνεται. Τώρα πάει και βρίσκει κάτι πιτσιρικάδες, τους πληρώνει τρεις κι εξήντα, τους ξεζουμίσει για κάνα χρόνο, και τους πετάει κι αυτούς στο δρόμο.
“Ένας τύπος τράβηξε τον αναπνευστήρα του γέρου στο δίπλα κρεβάτι
γιατί δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Μια νοσοκόμα αρνήθηκε να κάνει
το εμβόλιο και κόλλησε τρεις καρκινοπαθείς.
Άνθρωποι σπάνε την καραντίνα γιατί βαρέθηκαν.
Ένα μείγμα εγωισμού και φόβου τρέφει το θηρίο”
Ο κεντρικός σου ήρωας, ο ρεπόρτερ Βύρων Σερέτης, βρίσκεται στην φυλακή για φόνο που διέπραξε κατά λάθος και βρίσκει τρόπο όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να ανελιχθεί στην ιεραρχία του Βόθωνα. Το πιστεύεις πράγματι ότι κάποια στιγμή «Ανοίγεις την καταπακτή και βγαίνεις το θηρίο»; Ότι όλοι έχουμε μια σκοτεινή πλευρά που υπό συνθήκες μπορεί να απελευθερωθεί;
Κοίτα τους ανθρώπους τώρα με τον κορωνοϊό, και θα το πιστέψεις κι εσύ. Ένας τύπος τράβηξε τον αναπνευστήρα του γέρου στο δίπλα κρεβάτι γιατί δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Μια νοσοκόμα αρνήθηκε να κάνει το εμβόλιο για να μην πάθει τίποτα η ίδια, και κόλλησε τρεις καρκινοπαθείς. Άνθρωποι σπάνε την καραντίνα γιατί βαρέθηκαν, πιτσιρικάδες κάθε βράδυ στήνουν πάρτι, και δίπλα τους, στο νοσοκομείο οι άνθρωποι ψυχορραγούν στην εντατική. Ένα μείγμα εγωισμού και φόβου τρέφει το θηρίο, κι από ‘κει και πέρα, όλα είναι θέμα ψυχοσύνθεσης – με λίγη πίεση στα σωστά σημεία, αίρονται οι αναστολές, και ξυπνάει το θηρίο. Και δε μιλάω για περιπτώσεις ακραίες, που κάποιος θα πειράξει έναν δικό σου άνθρωπο, ή ένας τύπος θα μπει στο σπίτι σου να κλέψει, και θα ‘ναι τα παιδιά σου μέσα. Αναφέρομαι στα θηρία που ζουν ανάμεσά μας. Αυτούς τους τύπους στο ελληνικό MeToo, ας πούμε: τα λαοπρόβλητα θηρία που το βράδυ τ’ αποθεώναμε στο σανίδι και το πρωί έτρωγαν ανθρώπους ζωντανούς.
Πώς βίωσες την πανδημία; Τι σκέψεις κάνεις τώρα; Είσαι αισιόδοξη ή σου άφησε κάτι αυτή η παγκόσμια ματαίωση;
Αυτό που ζήσαμε δε γίνεται να μη μας αφήσει ουλές. Είναι ένα συλλογικό βίωμα τρόμου: απ’ το πουθενά έρχεται ένας ιός, σκοτώνει τους ανθρώπους μας και τινάζει τη ζωή που ξέραμε στον αέρα. Φτάνεις στο σημείο να βλέπεις μια ταινία στην τηλεόραση, κι όταν πλησιάζουν πολύ οι πρωταγωνιστές, να σε πιάνει ταχυπαλμία. Ελπίζω, τουλάχιστον, αυτά που ζήσαμε να μην τα ξεχάσουμε. Με την πανδημία είδαμε την κοινωνία όπου υποτίθεται πως ανήκουμε να μετατρέπεται σε ζούγκλα. Οι άνθρωποι αρνήθηκαν να κάνουν την ελάχιστη θυσία, να βάλουν μια μάσκα και να κάτσουν σπίτι τους, για να προστατεύσουν τους πιο ευάλωτους. Αυτός ο ακραίος ατομισμός για μένα ήταν το πιο τρομακτικό απ’ όλα.
Ποιά βιβλία σε έχουν “σημαδέψει”;
Λοιπόν, το πρώτο βιβλίο που με σημάδεψε μ’ έναν τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό, ήταν οι «Γυναίκες» του Bukowski, το οποίο και αλίευσα απ’ τη βιβλιοθήκη των δικών μου στην έκτη δημοτικού. Το είχαν στα πάνω ράφια, προφανώς για να μην το φτάνω, αλλά με την περιέργεια της ηλικίας, όταν εντόπισα τον τίτλο δεν υπήρχε τίποτα να μπορεί να με σταματήσει. Εκτός του ότι διάβασα ένα σωρό πράγματα που δεν ήξερα (και μάλλον δεν έπρεπε να είχα μάθει σ’ αυτή την ηλικία!), κατάλαβα πως στις βιβλιοθήκες υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα απ’ τον «Τρελαντώνη» και τους «Μυστικούς Επτά», και πως όταν ανοίγεις ένα βιβλίο καλά θα κάνεις να ‘σαι έτοιμος για όλα, γιατί οι συγγραφείς είναι άτιμα πλάσματα!
Δυο χρόνια αργότερα, στα δεκαπέντε, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που μ’ επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλο: «Ο Λύκος της Στέπας» του Herman Hesse. Απ’ την πρώτη σελίδα ένιωσα μια αίσθηση συγγένειας, κάτι σαν ψευδαίσθηση, πως ο «Λύκος» γράφτηκε για μένα. Φοβερή αποκάλυψη. Το διάβαζα ξανά και ξανά, σα να ΄ταν manual για τη ζωή από ‘κει και πέρα.
Ως προς το γράψιμο, μ’ επηρέασε πάρα πολύ «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι. Μέχρι τότε δε φανταζόμουν πως μπορεί το γράψιμο να έχει τόση δύναμη – ήταν σα να ‘χα φάει κλωτσιά στο στομάχι. Πολύ αργότερα, όταν ήμουν στο Βήμα, προσπάθησα να κάνω μια συνέντευξη με τον Μάτεσι, τον οποίο και θαύμαζα απεριόριστα, αλλά μάλλον τον πέτυχα σε κακή στιγμή. Μ’ ευχαρίστησε λίγο βαριεστημένα για τα καλά μου λόγια, αρνήθηκε ευγενικά να μου δώσει συνέντευξη, και με ξεφορτώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κλείνοντάς μου το τηλέφωνο. Κι εγώ ο βλάκας, εκνευρίστηκα και τα παράτησα. Μέχρι σήμερα το μετανιώνω που δεν ξαναπροσπάθησα όσο ήταν ακόμα καιρός.
Το βιβλίο της Μαρίλης Μαργωμένου “Το θηρίο βγήκε βόλτα” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.