«Ο δρόμος της ανάπτυξης στη Θράκη περνάει μέσα από το τρίπτυχο πολιτισμός – δημιουργία – οικονομία», τονίζει εμφατικά κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας η κυρία Γιαννακίδου. Η σύνδεσή της με τον τόπο προέκυψε από τον Θρακιώτη σύζυγό της και τη μανία της να ανακαλύψει κάθε πέτρα και χωριό από την πρώτη στιγμή που μετοίκησε εκεί από τη Θεσσαλονίκη.
«Ήρθα εδώ μια εποχή, το 1967, που η Θράκη ζούσε τον απόηχο του παραδοσιακού βίου. Εντυπωσιάστηκα, άρχισα να συλλέγω τον πρώτο χρόνο αντικείμενα λόγω εικαστικού ενδιαφέροντος και μετά μπήκα στη διαδικασία της ιστορίας των πραγμάτων και των ανθρώπων, διάβασα αρκετά για να καταλάβω την ανθρωπογεωγραφία της Θράκης. Έμεινα εμβρόντητη από τον πολιτισμό της περιοχής, το ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον, αλλά και από τους ανθρώπους. Οι ιστορίες τους με οδήγησαν στο να παρουσιάσω μια άλλη οπτική γι’ αυτό που τότε ο κόσμος είχε αντιληπτό ως λαογραφία». Το 2002 αποφάσισε να ιδρύσει το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης στην Αλεξανδρούπολη, ένα ιστορικό κέλυφος που στόχο έχει τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, την έρευνα και προβολή του ευρύτερου πολιτισμού της Θράκης, συνδέοντας τη γνώση που εμπεριέχεται στην παράδοση με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
«Συλλογιζόμενη όλα αυτά και έχοντας παντρέψει τη θεωρητική κατάρτιση με τη βιωματική εμπειρία, θέλησα να οργανώσω ένα δίκτυο με τεχνουργούς από την ορεινή Ξάνθη μέχρι τους μεθοριακούς οικισμούς στον Έβρο και όλοι μαζί να δώσουμε νέα πνοή σε ξεχασμένες ή υποτιμημένες παραδοσιακές τεχνικές κατασκευής που δυστυχώς μέσα στη δίνη της σύγχρονης οικονομίας εξοστρακίστηκαν». Ετσι, γεννήθηκε πριν από μερικούς μήνες το project «Riza», ένα παρακλάδι του Εθνολογικού Μουσείου που έχει ως κύρια αποστολή την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας στο πνεύμα της βιώσιμης ανάπτυξης.
«Όλος αυτός ο κόσμος που ήταν στο περιθώριο, το αγροτικό τοπίο και ο πολιτισμός με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, βρίσκεται σήμερα στην αιχμή των διεθνών συζητήσεων. Η Θράκη έχει τα στοιχεία και μπορεί να τα αξιοποιήσει για να αναπτύξει ρυθμούς και να ενταχθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα εξελίσσοντας την πολιτιστική της επιχειρηματικότητα». Αυτό το εγχείρημα στηρίζεται σε λαϊκούς τεχνίτες και τεχνίτριες, μισοί-μισοί στον αριθμό, που επιστρατεύουν διδάγματα της παράδοσης και την επίμοχθα κατακτημένη δεξιοτεχνία για να σχεδιάσουν και να δημιουργήσουν πράγματα που ανταποκρίνονται στη σύγχρονη αισθητική και αφουγκράζονται την κυκλική οικονομία. «Είμαστε μικρή ομάδα, μια ήπια δύναμη που προσπαθεί να κινητοποιήσει τον κόσμο ώστε να μπορέσει να περάσει από το συναίσθημα και τη συναισθηματική σχέση που έχει με αυτό που λέγεται τόπος στην ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας».
Όλος αυτός ο κόσμος που ήταν στο περιθώριο, το αγροτικό τοπίο και ο πολιτισμός με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, βρίσκεται σήμερα στην αιχμή των διεθνών συζητήσεων
Το μεγάλο στοίχημα αποδείχθηκε η επικοινωνία με τους τεχνίτες: «Ήταν πολύ δύσκολο, οι περισσότεροι θα σου πούνε στην αρχή ακόμη και σήμερα “ε, δεν γίνεται αυτό, είναι πολύ δύσκολο”, μιλάνε υποτιμητικά για τη δουλειά γιατί υποτιμήθηκε από τις νέες συνθήκες. Ζούμε στον κόσμο της τεχνολογίας και η αγορά έχει αλλάξει, οι ανάγκες που παρήγαν όλα αυτά τα πράγματα ήταν άλλες και σήμερα δεν υπάρχουν. Η χειρωνακτική εργασία υποτιμήθηκε, πόσο μάλλον στη Θράκη. Μέσα στα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος συνέβησαν τόσο κοσμοϊστορικά γεγονότα (το 1920 ενσωματώθηκε, το ’23 η προσφυγιά, το ’30 το οικονομικό κραχ, το ’40 ο Πόλεμος) που είχαν ως συνέπεια βαθύτατους κοινωνικοοικονομικούς μετασχηματισμούς και αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εξέλιξη της περιοχής. Το πρότζεκτ αυτό ήταν ένα κίνητρο για να ξανασυνδεθούν με αυτό που ήξεραν να κάνουν. Και όταν είδαν ότι ο μόχθος τους συνοδεύεται και από οικονομική επιβράβευση άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο. Υπάρχει επίσης διάθεση να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση στη νεότερη γενιά, ένας στους εκατό νέους ενδιαφέρεται, και μόλις βγούμε από τον κυκεώνα του κορωνοϊού θα γίνουν διάφορα σεμινάρια πάνω σε τεχνικές όπως της υφαντικής και της βαφικής. Στον Έβρο υπάρχουν τέσσερις εξαιρετικές υφάντρες, τις οποίες έχω ενθαρρύνει να συνεχίσουν δίνοντάς τους μερικές παραγγελίες και τις έχω πείσει να κάνουμε σεμινάρια, γιατί δεν πρέπει να χαθεί αυτή η τέχνη. Ο τόπος είμαστε εμείς, εσύ και εγώ, και το δημιούργημα είναι το μόνο πράγμα που είναι δικό σου. Μόνο όταν δημιουργείς μορφοποιείς το δικό σου θέλω».
Σκέφτομαι: τι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε, τι δεν υπάρχει; Mια ιδέα είναι μεταξωτές πουκαμίσες κομμένες στα πατρόν των θρακιώτικων πουκαμίσων με πάρα πολύ ωραίες δαντελίτσες που δεν μπορείς να τα βρεις αλλού στην Ελλάδα
«Είναι γεγονός ότι υπάρχει μια δυσκολία σε δύο βασικά επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με τη χειροτεχνία, οι σιδεράδες που δουλεύουν με το αμόνι είναι μετρημένοι, δύο-τρεις σε όλη τη Θράκη, οι τενεκετζήδες είναι γύρω στην ηλικία των 60 ετών, σκορπισμένοι σε όλη την περιφέρεια της Θράκης και είναι ελάχιστοι. Αυτούς τους μετρημένους στα δάχτυλα τους θέλουμε για να τους κινητοποιήσουμε και να τους αποδείξουμε ότι η τέχνη τους έχει αντίκτυπο στην κοινωνία και να καταλάβουν ότι η αγορά και οι συνθήκες άλλαξαν προς όφελός μας, με την έννοια ότι η περιβαλλοντική καταστροφή μάς οδηγεί σε ένα άλλο σκεπτικό διαχείρισης της ύλης που συνδέεται με την επιστροφή σε παραδοσιακές τεχνικές. Παλιά δεν υπήρχε η φιλοσοφία του προϊόντος μιας χρήσης και κατά συνέπεια οι διεργασίες που επιβάρυναν το περιβάλλον ήταν πολύ λιγότερες. Κάθε δημιουργία είναι εξ ολοκλήρου χειροποίητη, υπάρχει διαφάνεια στα στάδια παραγωγής και έχει μεγάλη σημασία ο παράγοντας της ηθικής επιχειρηματικότητας που προσπαθούμε να ενδυναμώσουμε σε αυτές τις κοινότητες».
H καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior, Μαρία Γκράτσια Κιούρι,επισκέφτηκε διακριτικά πριν από μερικές εβδομάδες το μουσείο. Ξετρελάθηκε με τα σιδερένια μαχαιροπίρουνα, ήθελε να αγοράσει αυτά, τα ξύλινα και μερικές ζακέτες.
Από την Πάχνη και τη Γλαύκη, τα Πομακοχώρια της Ξάνθης, την Κομοτηνή και τον Νομό του Έβρου μέχρι στη Φτελιά, που βρίσκεται δίπλα στη Βουλγαρία, ξετύλιξε βήμα-βήμα το νήμα της αριστοτεχνίας. «Στη Φτελιά δημιουργούνται τα κοσμήματα με χάντρες, στην Οινόη της Ορεστιάδας δημιουργούνται μοναδικά υφαντά, στο Χειμώνιο και το Θούριο επίσης, τα καλύτερα αραχνοΰφαντα κεντήματα θα τα βρεις στον Πέπλο και το Δέρειο, το οποίο φημίζεται επίσης για την ξυλογλυπτική του
Οι γυναίκες στην Κοτύλη κάνουν εξαιρετικές λεπτές δαντέλες, ενώ στον Κένταυρο φτιάχνουν πιο πλούσια πλεκτά. Φαντάσου, έχουν κατασκευάσει χαλιά σαν έργα τέχνης που μοιάζουν με πίνακες, ενώ τα σεμεδάκια μοιάζουν από οίκο μόδας, πραγματικά συλλεκτικά. Βέβαια τις Πομάκισσες δεν τις προσεγγίζεις λέγοντας ότι εσύ ξέρεις και αυτές δεν ξέρουν. Μόλις όμως κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, αφήνονται και ακούνε. Προσπάθησα να βάλω σε μια άλλη λογική την αισθητική τους, η οποία τα τελευταία 30 χρόνια έχει σφυρηλατηθεί με τουρκομπαρόκ αναφορές. Βλέπω τι μπορούν να κάνουν καλά και τους δίνω κατευθύνσεις, ενώ δουλέψαμε μαζί πάνω σε συνδυασμούς υλικών και χρωμάτων. Σκέφτομαι: τι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε, τι δεν υπάρχει; Mια ιδέα είναι μεταξωτές πουκαμίσες κομμένες στα πατρόν των θρακιώτικων πουκαμίσων με πάρα πολύ ωραίες δαντελίτσες που δεν μπορείς να τα βρεις αλλού στην Ελλάδα».
Η πρώτη ύλη συλλέγεται σε τοπικό επίπεδο. «Σήμερα ήμουν στην Κομοτηνή, υπάρχει ένα παλιό μαγαζί που έχει μοναδικά υφάσματα του ’50 και του ’60 και πήρα μια ικανή ποσότητα. Αναζητώ ανακυκλώσιμα υλικά χωρίς τεχνικές επεξεργασίες και προσμείξεις», δηλώνει η κυρία Γιαννακίδου.
Η αυθεντικότητα των παραδοσιακών δημιουργιών του «Riza» συγκίνησε ακόμα και την καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior, Μαρία Γκράτσια Κιούρι, η οποία επισκέφτηκε διακριτικά πριν από μερικές εβδομάδες το μουσείο, στο πλαίσιο αριστοτεχνικής εξερεύνησης στη χώρα μας. «Η Μαρία Γκράτσια ξετρελάθηκε με τα σιδερένια μαχαιροπίρουνα, ήθελε να αγοράσει αυτά, τα ξύλινα και μερικές ζακέτες. Είχαμε μόλις ξεκινήσει, και επειδή οι ποσότητες είναι περιορισμένες αν τα έπαιρνε θα κλείναμε», αναφέρει χαριτολογώντας η κυρία Γιαννακίδου. «“Αυτό θα το πάρω, όμως, δεν γίνεται, θα το πάρω να το μελετήσω”, μου είπε αναφερόμενη σε ένα ξύλινο περιλαίμιο με φιγούρα από λιοντάρι. Με ρώτησε πώς το σκέφτηκα και της απάντησα: “Εσείς θα κρατούσατε ποτέ γκλίτσα όταν περπατάτε;”. Μου γνέφει όχι. “Ούτε εγώ, και επειδή εμένα η λαβή μού αρέσει, αποφάσισα να την κάνω κόσμημα”, της είπα».
Η Θράκη είναι ένα μέρος με καταπληκτική φύση, την οποία ο εκσυγχρονισμός δεν έχει αλλοιώσει. Οι άνθρωποι εδώ διατηρούν τη γλυκύτητά τους, είναι ζωντανοί φορείς της παράδοσης με τρόπο φυσικό και ανόθευτο
«Υπάρχουν σχέδια για επόμενες συλλογές και διανομή στο εξωτερικό για να μην αποθαρρυνθούν οι άνθρωποι και να συνεχίσουν να υπηρετούν με μεράκι την τέχνη τους. Εγώ με αυτούς τους ανθρώπους θέλω να συμπορευτώ στην ανάπτυξη της Θράκης. Ελπίζω ότι σύντομα περισσότεροι συμπατριώτες μας θα πάρουν τον δρόμο για τον Βορρά και θα ανακαλύψουν μια περιοχή που αξίζει να γνωρίσει κάθε Ελληνας. Είναι ένα μέρος με καταπληκτική φύση, την οποία ο εκσυγχρονισμός δεν έχει αλλοιώσει. Οι άνθρωποι εδώ διατηρούν τη γλυκύτητά τους, είναι ζωντανοί φορείς της παράδοσης με τρόπο φυσικό και ανόθευτο».